Τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα και κοινή ευρωπαϊκή άμυνα
- .

- 24 Μαΐ
- διαβάστηκε 8 λεπτά

25.5.2025
Ησαΐας Κωνσταντινίδης
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι οι νεώτερες δραματικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας (ουκρανικό ζήτημα, εμπλοκή στη Μέση Ανατολή, ακόμη και η κρίση στο Κασμίρ) ισχυροποίησαν γεωστρατηγικά τη θέση της Τουρκίας. Μιας χώρας, η οποία γνωρίζει πώς να εκμεταλλεύεται τη γεωπολιτική της δυναμική, καθιστάμενη έτσι το «μήλον της Έριδος» για τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Που, φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι κάνουν τα στραβά μάτια στην κατά καιρούς εκδηλωνόμενη τουρκική επιθετικότητα, απ’ την Κύπρο και το Αιγαίο έως και την Υπερκαυκασία και την επικράτεια της Συρίας.
Κρίσιμο επί τούτου είναι το ζητούμενο της τουρκικής υπεροπλίας έναντι του μείζονος ελληνισμού, Ελλάδας και Κύπρου. Κατά πόσον δηλαδή οι ελληνοτουρκικοί συσχετισμοί είναι τέτοιοι, σε ποιότητα και ποσότητα, ώστε να λειτουργήσει ένας αποτρεπτικός ενιαίος αμυντικός χώρος θετικά απέναντι σε πιθανή τουρκική επιβουλή; Διότι πάντοτε ελλοχεύει νέα κρίση στον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος, που συχνά αναμοχλεύεται όπως έδειξαν περίτρανα οι κρίσεις του 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και αργότερα, είτε το 1976 με την έξοδο του «Χόρα» στο Αιγαίο είτε το 1987 με την ανάλογη πρόκληση του «Σισμίκ» και, βεβαίως, με την τραγωδία και προδοσία των Ιμίων το 1996.
Γεγονός είναι ότι η μνημονιακή οκταετία 2010-2018 λειτούργησε σχεδόν αποσυνθετικά για το σύνολο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Δεν έγιναν νέες παραλαβές στρατιωτικού υλικού, ούτε καν απαραίτητων ανταλλακτικών, με συνέπεια την υποβάθμιση της πολεμικής ετοιμότητας της χώρας, αντιστάθμισμα δε τούτου ήταν η διπλωματική υποχώρηση της χώρας ως προς την τουρκική προκλητικότητα. Αυτό φάνηκε καθαρά, ειδικά το 2015 και την περίφημη «προσφυγική κρίση», όταν η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποδεχτεί τεράστια κύματα παρανόμων μεταναστών (των σύγχρονων επήλυδων), οι οποίοι ήρθαν «συστημένοι» από την τουρκική επικράτεια με απώτερο στόχο την αλλοίωση της εθνολογικής βάσης του γένους και την αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού από τριτοκοσμικά στίφη μουσουλμανικού κατά βάση θρησκεύματος και νοοτροπίας.
Αντίθετα απ’ την Ελλάδα, και παρά τη δική της οικονομική κρίση, με τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας, η Τουρκία κατόρθωσε να διατηρήσει μία αξιοζήλευτη στρατιωτική ισχύ. Έπαιξε κρίσιμο ρόλο τόσο στην ουκρανική κρίση όσο και στη μεσανατολική διένεξη, επεμβαίνοντας τακτικά στη Συρία, ενώ μακροπρόθεσμα κατάφερε να συντρίψει το κουρδικό αντάρτικο με την πολύ πρόσφατη παύση της δράσης του επαναστατικού κινήματος των Κούρδων ΡΚΚ. Ταυτόχρονα, και παρά την εκατέρωθεν καχυποψία, προσέγγισε το Ισραήλ, λόγω και του «δόγματος Ντόναλντ Τραμπ» περί δημιουργίας τουρκο-ισραηλινού άξονα στην ανατολική Μεσόγειο για την ανάσχεση του βαθέος Ισλάμ των φανατικών. Έτσι, δύναται σήμερα να επικεντρώσει πια το βάρος των ενεργειών της προς δυσμάς, εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται το ελληνοκυπριακό σύνολο και η Ευρώπη, πόσο μάλλον που η στάση ισορροπιών που κράτησε στον πόλεμο της Ουκρανίας εκτιμήθηκε ιδιαίτερα απ’ τη Ρωσία του Πούτιν.
Χαρακτηριστικό της τουρκικής επιτυχίας στους εξοπλισμούς, που ανατρέπουν τους συσχετισμούς σε Αιγαίο και Κύπρο, είναι οι αμυντικές συνεργασίες της Τουρκίας με πλήθος ευρωπαϊκών χωρών, εταίρων και συμμάχων (υποτίθεται) Ελλάδας και Κύπρου. Πολύ έξυπνα η τουρκική πλευρά -βλέποντας ότι δεν μπορεί να επιτύχει μακρόπνοη συνεργασία με το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών- στράφηκε σε διμερείς συμφωνίες με χώρες-μέλη τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ΝΑΤΟ ή και των δυο. Η Τουρκία συνήψε ισχυρή συμφωνία με την Ισπανία πριν από μερικά χρόνια για εισαγωγή στρατιωτικού υλικού, όπως π.χ. την άδεια κατασκευής 55 μεταφορικών αεροσκαφών CN-235, καθώς και του βαρέως Α400Μ (μέσω της Airbus). Επιπλέον, με ισπανική αρωγή, κατασκεύασε το ελικοπτεροφόρο “Anadolu”, ενώ πρόσφατα συμφωνήθηκε η προμήθεια έξι ακόμη Α400Μ. Πέραν τούτων, η Γερμανία προμήθευσε πριν από κάποια χρόνια την Τουρκία με 330 άρματα Leopard-2A4, ενώ το τουρκικό ναυτικό ενισχύθηκε με τη ναυπήγηση έξι γερμανικών φρεγατών τύπου 214, που θα ενσωματωθούν εντός του έτους στο σύστημα “Piri Reis”. Αλλά και με τη Μεγάλη Βρετανία: πέραν της προμήθειας εδώ και καιρό ασυρμάτων, αντιαεροπορικών συστημάτων Rapier, επιπροσθέτως η τουρκική αεράμυνα ενδυναμώθηκε από τη βρετανική Bae με κινητήρες και συστήματα για το μαχητικό αεροσκάφος Kaan. Μάλιστα πριν από μερικές εβδομάδες συμφωνήθηκε η κατασκευή εργοστασίου στο Πακιστάν για τη συναρμολόγηση του εν λόγω αεροσκάφους…
Μέρα με τη νύχτα, δε, αποτελεί η ανθηρή σήμερα τουρκική πολεμική βιομηχανία ως προς την αντίστοιχη ελληνική, η οποία εδώ και πολλά χρόνια έχει ατονήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τομέας των drones (UAV: μη επανδρωμένα αεροχήματα). Η Τουρκία κατάφερε και έγινε μία αξιόπιστη εξαγωγική δύναμη UAV, με τα αντίστοιχα εμπορικά πλεονεκτήματα. Τα στατιστικά στοιχεία του 2023 είναι πολύ ενδεικτικά: 5,5 περίπου δισ. ευρώ για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, με το 90% εξ αυτών να αποτελούν κέρδη από τα UAV και τα συνδεδεμένα με αυτά συστήματα. Τουρκικά UAV έχουν παραλάβει ήδη χώρες όπως η εμπόλεμη Ουκρανία, η Αλβανία και η Πολωνία, ενώ σύντομα θα παραλάβουν και άλλες (Πακιστάν, Μπανγκλαντές, Σαουδική Αραβία, Αζερμπαϊτζάν, Λιβύη κτλ.). Στην Ελλάδα ακόμη αναμένεται η κατάθεση νομοσχεδίου για την εγχώρια παραγωγή drones μέσω ανασυγκρότησης της ΕΑΒ!
Ένας νευραλγικός τομέας, στον οποίο άλλοτε η Ελλάδα είχε υπεροπλία, είναι αυτός των υποβρυχίων. Και ναι μεν η χώρα θα παραλάβει έως το έτος 2030 ορισμένα γερμανικής ναυπήγησης υποβρύχια τύπου 214, αλλά αντίστοιχα έχει προγραμματίσει να παραλάβει έως το ίδιο έτος και η τουρκική πλευρά, η οποία επιπροσθέτως ενισχύεται και με μη επανδρωμένα υποβρύχια, αλλά και σκάφη επιφανείας. Το ότι ειδικά τα υποβρύχια 214 συνιστούν όπλα σπάνιας αποτελεσματικότητας φάνηκε ξεκάθαρα στα γεγονότα του 2020 με αφορμή τότε τις θαλάσσιες έρευνες του τουρκικού ερευνητικού πλοίου Oruc Reis.
Όσα παρατίθενται πιο πάνω δεν είναι καθόλου τυχαία. Διότι σε μία περίοδο οικονομικής οπισθοχώρησης της Τουρκίας, η χώρα αυτή δεν ακολούθησε το ελληνικό παράδειγμα της εποχής των Μνημονίων, στη διάρκεια της οποίας θυσιάστηκε η αμυντική θωράκιση της χώρας προκειμένου να πληρωθούν τα τοκοχρεολύσια των τοκογλυφικών δανείων της περιβόητης Τρόικας. Στην Άγκυρα το στρατοκρατικό κατεστημένο εξακολουθεί και έχει μείζονα λόγο στη χάραξη της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής -μέσω και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας-, ενώ αντιστρόφως ανάλογα στην Ελλάδα (όπου δεν υφίσταται καν ανάλογος στρατηγικής σημασίας θεσμός…) ήδη από το 1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας οι στρατιωτικοί δεν έχουν πια θέση στη λήψη παρομοίων αποφάσεων. Γι’ αυτό και ο Τούρκος ηγέτης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσε προ μερικών ετών ως στόχο «να σκαρφαλώσει η χώρα του στην κορυφή του πρωταθλήματος της βιομηχανίας όπλων», προσθέτοντας δε πως «δεν πρέπει ούτε λεπτό να χάσουμε»! Κατά μέσο όρο η Τουρκία ξοδεύει πάνω από 21 δισ. δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, με το ποσοστό στον κρατικό προϋπολογισμό της να κυμαίνεται σταθερά κοντά στο 10%.
Την ίδια χρονική στιγμή, την τόσο κρίσιμη λόγω συγκυρίας, και έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, η συμμετοχή της Τουρκίας σε μία κοινή ευρωπαϊκή άμυνα του μέλλοντος αποκτά επιπρόσθετη αξία. Δεν είναι μόνο ότι η χώρα αυτή -αντίθετα απ’ την Ελλάδα- προσκλήθηκε από τους Ευρωπαίους για να συμμετέχει ενεργά στη χάραξη μίας κοινής αμυντικής στάσης έναντι των δύο σπουδαίων πολεμικών ζητημάτων, Ουκρανίας και Μέσης Ανατολής. Είναι ακόμη και το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη αποτελεί πλέον το άτυπο κέντρο αντιμετώπισης ευρασιατικών κρίσεων, με αφορμή τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες για την Ουκρανία. Κι αυτό από μόνο του μετατρέπει το τουρκικό έδαφος σε επίκεντρο διερεύνησης επίλυσης κάθε μελλοντικού πολεμικού προβλήματος, απ’ την περιοχή του πρώην σοβιετικού χώρου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής έως και τα πρόθυρα της Άπω Ανατολής (Κασμίρ, Αφγανιστάν), ακόμη και μίας μελλοντικής κρίσης στην Ταϊβάν ή την περιοχή του Ξιν Γιανγκ (επικράτεια των τουρκογενών Ουϊγούρων) στη δυτική Κίνα.
Στην Ευρώπη επικρατεί πια η τάση, που δεν βολεύει καθόλου τα ελληνικά και κυπριακά εθνικά συμφέροντα, να βλέπεται η Τουρκία σαν «πολύτιμος στρατηγικός εταίρος». Κάτι το οποίο, αν συνεκτιμηθεί ο παράγοντας των παρανόμων μεταναστών (ίσως και 4 εκατομμύρια λαθρομετανάστες παραμένουν την ώρα αυτή εγκλωβισμένοι σε τουρκικά hot spots!), καθιστά την εν λόγω χώρα παράγοντα «σταθεροποίησης», υπό την έννοια ότι συνιστά «βαλβίδα εκτόνωσης» μελλοντικών πιθανών κρίσεων και, ίσως, ενός γενικευμένου Τζιχάντ εντός ευρωπαϊκών εδαφών. Εξ’ ού και ειδικά ευρωπαϊκά κονδύλια διοχετεύονται προς την τουρκική πλευρά, προκειμένου αυτή η τελευταία να αποτρέπει μέρος της ισλαμικής λαθρομετανάστευσης προς τη Δύση. Έτσι, η Ευρώπη κλείνει τα μάτια τόσο στο τουρκικό “casus belli” για τα ελληνικά 12 ναυτικά μίλια όσο και στη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% της επικρατείας μίας ανεξάρτητης χώρας-μέλους της Ε.Ε., της Κυπριακής Δημοκρατίας, και, συνεπώς, ευρωπαϊκού εδάφους.
Ίσως ένας μεγάλος εθνικός κίνδυνος του εγγύς μέλλοντος να αποδειχθεί το λεγόμενο σχέδιο SAFE (Security Action for Europe), το οποίο εκ προοιμίου μεταβάλλει ραγδαία τις ελληνοτουρκικές γεωπολιτικές ισορροπίες, εφ’ όσον προβλέπει κομβικό ρόλο για την Τουρκία. Το πρόγραμμα SAFE, συνολικού ύψους προς ώρας 150 δισ. ευρώ, με σκοπό την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, βάζει μάλιστα κατ’ ουσίαν ξανά τη Μεγάλη Βρετανία στην οικογένεια της «γηραιάς ηπείρου», μετά το Brexit της περιόδου 2016-2020. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μία τουρκο-βρετανική «τανάλια» γύρω απ’ την Ευρώπη, αφού δύο εγγυήτριες δυνάμεις του νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας -χωρίς να είναι μέλη της Ε.Ε. οι ίδιες- παίζουν μεγάλο ρόλο απ’ τη μια μεριά στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου κι απ’ την άλλη στο σημείο εξόδου προς τον Ατλαντικό ωκεανό και με απόληξη τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό της συμφωνίας για το σχέδιο SAFE είναι ότι αυτή πάρθηκε όχι με ομοφωνία από τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά με ειδική πλειοψηφία, χωρίς δηλαδή να ερωτηθούν η Ελλάδα και η Κύπρος.
Στα προηγούμενα θα πρέπει οπωσδήποτε να προσμετρηθεί και ο παράγοντας «Ντόναλντ Τραμπ» στις ελληνοτουρκικές εξελίξεις. Ας μην γελιόμαστε. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει μεν φιλελληνικές τάσεις (δεν τις έχει κρύψει), αλλά πρώτιστος στόχος της αμερικανικής υπερδύναμης είναι να καλύψει το μεσανατολικό κενό, το οποίο δημιουργήθηκε το 2010 με το επεισόδιο του “Mavi Marmara” και τη συνακόλουθη κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Όση αξία και να έχει ο ελληνικός (και ο κυπριακός) χώρος, για τις ΗΠΑ υπέρτερος όσο και υπερεπείγων παράγοντας είναι η αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, αν όχι και η δημιουργία νέου άξονα Τουρκίας-Ισραήλ κατά το πρότυπο του προηγούμενου, του 1996. Πάνω σ’ αυτό άλλωστε θα εργαστεί ο Τραμπ το επόμενο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε μέχρι το πολύ το 2029 ένα τουρκο-ισραηλινό φράγμα να αποτελεί εμπόδιο στο διαρκώς ανερχόμενο Ισλάμ, αλλά και αποτρεπτική δύναμη πιθανής ρωσικής διείσδυσης στη Μεσόγειο.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει καλά όλα τα παραπάνω. Ξέρει άριστα την υπεραξία του τουρκικού γεωγραφικού χώρου. Και είναι φυσικό να εκμεταλλευτεί αυτή την πραγματικότητα προς όφελος της χώρας του. Αλλά και μία ενδεχόμενη πτώση ή έξοδος του Ερντογάν από την τουρκική εξουσία δεν είναι απαραίτητα θετικός παράγοντας για τον ελληνισμό, με δεδομένο ότι οι αντίπαλοί του (κεμαλιστές ρεπουμπλικανοί) έχουν ήδη εκδηλωθεί δημόσια υπέρ της ένωσης της Βόρειας Κύπρου με την Τουρκία, αλλά και υπέρ της διεκδίκησης 18 ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Οπότε, δεν θα πρέπει να τρέφουν αυταπάτες ορισμένοι μη συμπαθούντες τον σημερινό Τούρκο ηγέτη, απλώς και μόνο επειδή αυτός ο τελευταίος έχει εκλεκτές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και προσπαθεί -πλαγίως- να εκτοπίσει τον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκίας χάριν της έμμεσης ισλαμοποίησής της. Εδώ το πρόβλημα είναι βαθύτερο και πάει πολύ πίσω σε βάθος χρόνου.
Θα πρέπει να ανατρέξουμε στη θεωρία περί «στρατηγικού βάθους» του καθηγητή και πρώην υπουργού εξωτερικών και πρωθυπουργού της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος ήδη από το 2001 ανέλυσε τη στρατηγική θέση της χώρας του στη διεθνή σκακιέρα. Ουσιαστικά, συμπλήρωσε την παλαιότερη θέση του μακαρίτη πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ, που με το βιβλίο του «Τουρκία και Ευρώπη» τη δεκαετία του 1980 δημιούργησε μία σύγχρονη παντουρκιστική αντίληψη περί δεσπόζοντος ρόλου της χώρας του στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης. «Ο 21ος αιώνας ως αιώνας της Τουρκίας» ήταν ο στόχος, και αυτός ο στόχος ουδέποτε εγκαταλείφθηκε απ’ το κατεστημένο της Άγκυρας, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο την τουρκική στρατιωτική ηγεσία, αλλά και το υπουργείο εξωτερικών, καθώς και τη μυστική υπηρεσία ΜΙΤ. Αυτές οι δυνάμεις ωθούν την τουρκική πλευρά σε σύγκρουση με τον διευρυμένο ελληνισμό Ελλάδας και Κύπρου, που με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται αναπόφευκτη.
Ποια είναι η αντίδραση του ελληνισμού σε όλη αυτή τη, μάλλον απαισιόδοξη, προοπτική; Δυστυχώς σε Ελλάδα και Κύπρο επικρατεί το ηττοπαθές δόγμα «δεν διεκδικούμε τίποτα». Που αποτελεί τη βάση της τουρκικής επιθετικότητας. Και που εμποδίζει την εκμετάλλευση του εθνικού δυναμικού Αλεβήδων και κρυπτοχριστιανών, μέσα στο εσωτερικό της Τουρκίας, για μία πιθανή μελλοντική διάσπαση της χώρας αυτής. Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη κρατική τουρκική έρευνα για τη γενετική σύσταση και το DNA του τουρκικού έθνους, που έδειξε συντριπτικά ποσοστά ελληνικότητας στον τουρκικό πληθυσμό και -επειδή ακριβώς απείλησε την τουρκική κρατική ενότητα- καταργήθηκε άρον-άρον. Εάν η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν γίνει όχι απλώς αποτρεπτική, αλλά διεκδικητική, βασιζόμενη σε ένα άλλο δόγμα, ότι δηλαδή «διεκδικούμε όλα όσα ανήκουν ιστορικά και πολιτισμικά στο έθνος», ο ελληνισμός θα συνεχίσει να βαίνει συρρικνούμενος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να συμβεί.






Σχόλια