top of page
  • Εικόνα συγγραφέα.

Σχέδιο “Κόκκινη Προβιά”

ΤΟ ΝΑΤΟΪΚΟ ΔΙΚΤΥΟ “GLADIO” ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μάρτιος 2015

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


Στον ψυχροπολεμικό κόσμο κυριολεκτικά όλα επιτρέπονταν! Με επίκεντρο την Ευρώπη, ολόκληρος σχεδόν ο πλανήτης μετατράπηκε σε πεδίο μάχης ενός σιωπηλού πολέμου που διαδραματιζόταν στα παρασκήνια: στα «άδυτα των αδύτων» των μυστικών υπηρεσιών των αντιμαχόμενων υπερδυνάμεων, εκεί όπου κινούντο τα αόρατα γρανάζια που έκριναν την πορεία του κόσμου μας… Τα πλέον αθέμιτα μέσα χρησιμοποιήθηκαν από τους ορκισμένους αντιπάλους για να επιτύχουν τον σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος παρά η επικράτηση στον Ψυχρό Πόλεμο. Στήθηκαν ακόμη και τρομοκρατικά δίκτυα, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, υπό την κάλυψη «επιχειρήσεων ανάσχεσης του εχθρού». Το δίκτυο του ΝΑΤΟ υπό την κωδική ονομασία «Stay Behind» υπήρξε ένα από αυτά. Πιο γνωστό έγινε από την ονομασία που έλαβε στην Ιταλία για την αντιμετώπιση -πάντα- του κομμουνιστικού κινδύνου: επιχείρηση «Gladio». Στην Ελλάδα έγινε γνωστό ως επιχείρηση «Κόκκινη Προβιά». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στον πλανήτη δεν ήταν και τόσο «ρόδινη». Ο κόσμος, ο οποίος μόλις είχε εξέλθει από έναν τρομερά καταστρεπτικό παγκόσμιο πόλεμο, με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς και πολλαπλάσιους βαριά τραυματισμένους, γνώριζε την πρώτη και πιο επικίνδυνη φάση ενός νέου τύπου πολεμικής αντιπαράθεσης: του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα σε δύο πλήρως αντίθετους ιδεολογικά και αντιμαχόμενους συνασπισμούς δυνάμεων. Από τη μία πλευρά παρατάσσονταν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν η Σοβιετική Ένωση και οι δικοί της πιστοί «δορυφόροι» της Ανατολικής Ευρώπης και της Άπω Ανατολής. Ο «ελεύθερος κόσμος» αντιμετώπιζε τον -αποκαλούμενο από τα μέσα προπαγάνδας της Δύσης- «ερυθρό Σατανά». Η σύγκρουση λάμβανε σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις. Ουσιαστικά, η αντιπαράθεση αυτή δεν αποτελούσε παρά τη συνέχεια, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, της πανάρχαιας γεωπολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στις ναυτικές δυνάμεις των ωκεανών, οι οποίες το 1949 συσπειρώθηκαν γύρω από το ΝΑΤΟ, και στις ηπειρωτικές δυνάμεις της ξηράς, οι οποίες με τη σειρά τους το 1955 συνέπηξαν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. «Θάλασσα» με επικεφαλής τις ΗΠΑ και «στεριά» με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση. Το «θερμόμετρο» των διεθνών σχέσεων την εποχή εκείνη βρισκόταν συνεχώς στο «κόκκινο», με τον ηγέτη του κομμουνιστικού στρατοπέδου, τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι ή Στάλιν, να είναι αποφασισμένος να εξαπλώσει το σφυροδρέπανο πάνω σε ολόκληρη την υφήλιο, καταστρέφοντας μια για πάντα το καπιταλιστικό σύστημα της Δύσης! Υπό αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες δεν ήταν καθόλου αφύσικο να δημιουργηθούν στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου δομές ικανές να αποτρέψουν τον μέγα κίνδυνο ο οποίος προερχόταν πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» που είχε χωρίσει την ανθρωπότητα στα δύο. Ένας κίνδυνος που -κατά την αμερικανική αντίληψη- εμπόδιζε τους λαούς της Ανατολής να απολαύσουν τα μέγιστα αγαθά της ελευθερίας και της ευημερίας. Ήταν μια εποχή κατά την οποία στον κόσμο της Δύσης οτιδήποτε είχε σχέση με την κομμουνιστική Ανατολή λάμβανε περίπου μυθικές διαστάσεις. Για παράδειγμα, οι στρατιώτες του Ερυθρού Στρατού παριστάνονταν άλλοτε σαν θεριά ανήμερα, διψασμένα για αίμα ανθρώπων, και άλλοτε σαν ψυχρές μηχανές που έσπερναν αδιάκριτα τον θάνατο. Αποτελούσε, λοιπόν, φυσικό επακόλουθο η σκέψη της οργάνωσης ολόκληρων στρατιωτικών (ή παραστρατιωτικών, κατ’ άλλους) τμημάτων κομμάντος σε μια σειρά δυτικών χωρών, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες αντάρτικου πολέμου και να αποκρούσουν μια πιθανή ξαφνική επίθεση του εχθρού. Ποιος, άραγε, μπορούσε να αποκρούσει τον καιρό εκείνο, και με την ενημέρωση να είναι συγκεχυμένη, μια σφοδρή επίθεση των Σοβιετικών και των συμμάχων τους σε χώρες «κλειδιά» του πλανήτη και ειδικά της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Τουρκία ή η Ελλάδα; ΤΟ ΝΑΤΟΪΚΟ ΔΙΚΤΥΟ «STAY BEHIND»/«GLADIO» ΣΕ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΧΩΡΩΝ Ο αδυσώπητος πόλεμος στον οποίο επιδόθηκαν οι δύο ψυχροπολεμικοί συνασπισμοί αμέσως σχεδόν μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Β΄ ΠΠ) έδωσε νόημα στην παλαιά λογοτεχνική φράση «τώρα όλα επιτρέπονται»! Πραγματικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η ανθρωπότητα έζησε ουκ ολίγες στιγμές έντασης και μάλιστα μερικές φορές παρ’ ολίγον ο κόσμος να βίωνε έναν Γ΄ ΠΠ, ακόμη πιο καταστροφικό από τους δύο προηγούμενους, αφού σ’ αυτόν θα πραγματοποιείτο μετά βεβαιότητας ευρεία χρήση πυρηνικών όπλων. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προετοιμάζονταν σοβαρά για το ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης με τον σοβιετικό συνασπισμό δυνάμεων, με συνέπειες απρόβλεπτες για το μέλλον του πλανήτη. Ο «ερυθρός Σατανάς» που αντιπροσώπευε η Μόσχα και οι «δορυφόροι» της έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κάθε τρόπο και μέσο! Υπό αυτές τις συνθήκες πίεσης δημιουργήθηκε το νατοϊκό παραστρατιωτικό σχέδιο έκτακτης αντιμετώπισης του σοβιετικού κινδύνου, το οποίο, όταν αποκαλύφθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα, προκάλεσε σάλο στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και όχι μόνο. Το νατοϊκό δίκτυο «Stay Behind» ή «Gladio» -όπως έγινε γνωστό από την ονομασία που έλαβε αντίστοιχα στη Βρετανία και την Ιταλία- οργανώθηκε σε διάφορες άκρως σημαντικές για τη Δύση χώρες και κάτω από διαφορετικές κωδικές ονομασίες. Κοινό στοιχείο όλων αυτών των κατά χώρες δικτύων, τα οποία φαίνεται να λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη κάποιου δικτύου «πανδέκτη», υπήρξε το γεγονός ότι όλα τους δρούσαν εντός του αυστηρού πλαισίου του ΝΑΤΟ και διατηρούσαν ιδιαίτερες σχέσεις με τις μονάδες καταδρομών και τις υπηρεσίες ασφαλείας της κάθε χώρας. Ένας άλλος ενοποιητικός παράγοντας όλων των επί μέρους δικτύων ήταν ότι αυτά στελεχώνονταν με άτομα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ακροδεξιά» και τα οποία είχαν την απόλυτη εμπιστοσύνη των ιθυνόντων νοών στις ΗΠΑ. Στη Βρετανία, η οργάνωση έλαβε την ονομασία «Stay Behind» (στα ελληνικά αποδίδεται ως «Μείνε στα Μετόπισθεν»). Υπάρχει η αντίληψη, από πολλούς τουλάχιστον ερευνητές, ότι λειτουργικά το σχέδιο αυτό ξεκινούσε από τη Βρετανία και κατόπιν εξαπλωνόταν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η χρηματοδότηση του βρετανικού προγράμματος πραγματοποιείτο απευθείας από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» στις 5 Δεκεμβρίου 1990, «οι μονάδες της επιχείρησης «Stay Behind» στην Ευρώπη έλκουν την καταγωγή τους από τον φόβο του Κομμουνισμού ο οποίος κυριαρχούσε στη σκέψη των Βρετανών και Αμερικανών πολιτικών και στρατιωτικών μετά τον Β΄ ΠΠ». Αργότερα, στοιχεία που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας «φωτογράφισαν» τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ως δημιουργούς του αντίστοιχου ιταλικού δικτύου με την επωνυμία «Gladio», κατόπιν «παραγγελίας» των Αμερικανών. Στην Ιταλία, το δίκτυο «Gladio» (από τη λατινική λέξη «gladius» που σημαίνει «ξίφος») συγκροτήθηκε το 1956, σύμφωνα και με παραδοχή στο ίδιο το ιταλικό Κοινοβούλιο το 1990 του πρωθυπουργού της χώρας Τζούλιο Αντρεότι. Όπως έγινε γνωστό, στο δίκτυο στρατολογήθηκαν 622 άτομα που εκπαιδεύθηκαν από Αμερικανούς και Βρετανούς πράκτορες στη βάση Κάπο Μαραργκιού της βόρειας Σαρδηνίας. Στη συνέχεια, όλοι αυτοί οργανώθηκαν σε 40 ανεξάρτητες μεταξύ τους ομάδες, εκ των οποίων άλλες ήταν υπεύθυνες για τη συλλογή πληροφοριών, άλλες για τη διενέργεια σαμποτάζ, άλλες για ανταρτοπόλεμο κλπ. Η «Gladio» εγκατέστησε 139 μυστικές αποθήκες όπλων κυρίως στη βορειοανατολική Ιταλία, κοντά στο ορεινό πέρασμα της Γκορίτζια, μέσω του οποίου αναμενόταν να εκδηλωθεί τυχόν σοβιετική εισβολή. Η «Gladio» κατηγορήθηκε αργότερα για πολλά: από την ίδρυση της νεοφασιστικής ομάδας «Ordine Nuovo» («Νέα Τάξη») και πλήθος τρομοκρατικών ενεργειών (απαγωγή και δολοφονία του χριστιανοδημοκράτη πρώην πρωθυπουργού Άλντο Μόρο, βομβιστική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια κλπ.) μέχρι και επαφές και διασυνδέσεις με τη μασονική στοά «Propaganda Due» ή Ρ-2, ακόμη και με την ίδια τη μαφία. Στη Γερμανία, το δίκτυο ονομάστηκε «Schwert», δηλαδή «Ξίφος». Η λειτουργία του ξεκίνησε το 1959 και στελεχώθηκε από την αντικομμουνιστική οργάνωση «Ένωση Γερμανικής Νεολαίας», ενώ συμπεριέλαβε στις τάξεις του και πρώην εθνικοσοσιαλιστές αξιωματικούς των SS. Η χρηματοδότησή του πραγματοποιείτο απευθείας από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Το 1990, ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Χανς Κλάιν αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι «στη Γερμανία, όπως και στα άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, από τη δεκαετία του 1950 έχουν ληφθεί μέτρα για να διασφαλιστεί η ροή των πληροφοριών στις πιθανές περιοχές συγκρούσεων ύστερα από μια σοβιετική εισβολή». Στην Τουρκία, το σχέδιο έλαβε την κωδική ονομασία «Ozel Harp Dairesi» («Τμήμα Ειδικού Πολέμου»). Σύμφωνα με δήλωση του Τούρκου πρώην πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ το 1990, «τα μέλη αυτής της οργάνωσης ήταν πατριώτες εθελοντές που εκπαιδεύονταν ειδικά για ανταρτικές επιχειρήσεις στην περίπτωση κατά την οποία η χώρα θα τελούσε υπό κατοχή». Από την πλευρά τους, Τούρκοι αριστεροί κατήγγειλαν ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 μέλη του εν λόγω δικτύου συμμετείχαν στην ακροδεξιά τρομοκρατία, η οποία τις περισσότερες φορές είχε ως στόχο της τους κομμουνιστές της Τουρκίας. Στη Νορβηγία, η επιχείρηση ονομάστηκε «ROC», λέξη που αποτελεί σύντμηση της αγγλικής λέξης «Rocambole», η οποία σημαίνει «Άγριο σκόρδο». Η Νορβηγία, λόγω και της άμεσης γειτνίασής της με τη Σοβιετική Ένωση, θεωρήθηκε εξαρχής μια σημαντική χώρα για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ και του δυτικού κόσμου. Το 1990, ο υπουργός Άμυνας της χώρας, Ρολφ Χάνσεν, δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι «μετά τον πόλεμο συγκροτήθηκαν παραστρατιωτικές αντιστασιακές ομάδες που, αρχικά, αποτελούντο από πολίτες, αλλά στη συνέχεια τέθηκαν υπό τη διεύθυνση των νορβηγικών υπηρεσιών πληροφοριών. Το νορβηγικό δίκτυο δεν ήταν υπόλογο στο ΝΑΤΟ και δεν είχε την οποιαδήποτε σχέση με τη CIA. Δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες, διότι οι δραστηριότητες του δικτύου πρέπει να κρατηθούν μυστικές». Έγινε, επίσης, γνωστό ότι το 1978 ένας αστυνομικός ανακάλυψε τυχαία μία από τις κρύπτες όπλων του νορβηγικού δικτύου, η οποία περιείχε τουλάχιστον 60 όπλα και 12.000 πυρομαχικά διαφόρων τύπων. Ο ιδιοκτήτης του χώρου, ο οποίος αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας της υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας, συνελήφθη και δήλωσε ότι η νορβηγική υπηρεσία πληροφοριών προμήθευσε πολλά απ’ αυτά τα όπλα για να χρησιμοποιηθούν από μια αντιστασιακή ομάδα. Στην Ελβετία, η επιχείρηση ονομάστηκε «Gruppo di Informazione e Sicurezza» (φράση που στα ιταλικά σημαίνει «Ομάδα Πληροφοριών και Ασφαλείας»). Υποστηρίχθηκε ότι ο μυστικός αυτός αντιστασιακός στρατός της Ελβετίας δεν διατηρούσε σχέσεις ή διασυνδέσεις με το ΝΑΤΟ, αλλά συνεργαζόταν στενά με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Καθήκον του ήταν να αντισταθεί στις δυνάμεις κατοχής ύστερα από εισβολή στην Ελβετία. Πάντως, το ελβετικό δίκτυο πρόλαβε να συγκεντρώσει στοιχεία και πληροφορίες για 40.000 τουλάχιστον Ελβετούς πολίτες σχετικά με τη συμμετοχή τους σε οργανώσεις της Αριστεράς, θεωρώντας ότι πιθανότατα διέκειντο ευμενώς προς το σοβιετικό καθεστώς. Στη Σουηδία, το πρόγραμμα έλαβε την ονομασία «Sveaborg» από την ομώνυμη τοποθεσία στη Φινλανδία: πρόκειται για το σύμπλεγμα νησίδων που οι Σουηδοί αποκαλούν «Σβέαμποργκ», ενώ οι Φινλανδοί «Σουομενλίνα», το οποίο σήμερα αποτελεί πια μέρος της φινλανδικής πρωτεύουσας Ελσίνκι. Προφανώς, η ονομασία αυτή δόθηκε στο σουηδικό δίκτυο λόγω της γειτνίασης που παρουσιάζει η Φινλανδία με τη Σοβιετική Ένωση και της εξάρτησής της από αυτήν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Όπως γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα, το δίκτυο υποστηρίχθηκε από την αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency – CIA) και την αντίστοιχη βρετανική (Military Intelligence – MI6), ενώ λειτουργούσε από το 1958 έως το 1978. Περιελάμβανε πολλές αποθήκες όπλων σε όλη την έκταση της Σουηδίας, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση ετοιμότητας. Το «Sveaborg» διέθετε πάνω από 1.000 μέλη, ενώ ορισμένα από αυτά είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν με το σκανδιναβικό τμήμα των SS. Στην Ολλανδία, το δίκτυο έλαβε την ονομασία GIIIC, η οποία αντλούσε την προέλευσή της από μια παραφθορά ή αναγραμματισμό της ονομασίας που είχε η υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών της χώρας (GS III). Μία μυστική κρύπτη με όπλα του δικτύου ανακαλύφθηκε το 1983 και από τότε άρχισε η αποσύνθεσή του. Όπως δήλωσε ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ρούουντ Λούμπερς το 1990, «η GIIIC είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1950, αλλά αυτή η οργάνωση δεν συμμετείχε στις περισσότερο στρατιωτικές -ανταρτικού τύπου- δραστηριότητες των παρεμφερών οργανώσεων του ΝΑΤΟ». Αριθμούσε συνολικά 635 μέλη. Άλλα δίκτυα της επιχείρησης «Stay Behind» δημιουργήθηκαν σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Δανία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα δίκτυα είχαν σε γενικές γραμμές κοινά χαρακτηριστικά και αποτελούσαν κάτι σαν «ασπίδα προστασίας» των νευραλγικών ευρωπαϊκών χωρών από μια πιθανή επίθεση του σοβιετικού συνασπισμού. Ωστόσο, η «μυθολογία» της εποχής του Ψυχρού Πολέμου δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Ήδη από την περίοδο εκείνη, σοβιετικά δημοσιεύματα έκαναν λόγο για άμεση σύνδεση του δικτύου «Stay Behind» με τις ακροαριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις της Δυτικής Ευρώπης! Έτσι, ομάδες ένοπλης βίας όπως οι ιταλικές «Ερυθρές Ταξιαρχίες», η γερμανική «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (Rote Armee Fraktion – RAF), η γαλλική «Action Directe» και η ελληνική «17 Νοέμβρη» θεωρήθηκε ότι στην ουσία εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Δύσης, εφόσον με τη δράση τους συντηρούσαν τη λεγόμενη «στρατηγική της έντασης» η οποία στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Μερικές -φαινομενικά ανεξήγητες- ενέργειες των παραπάνω εξτρεμιστικών ομάδων συντήρησαν πράγματι για πολύ καιρό τις σοβιετικές αυτές κατηγορίες. «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΟΒΙΑ»: ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ Η όλη λογική της επιχείρησης «Stay Behind» βασιζόταν πάνω στην αντιμετώπιση μιας εισβολή ή ενός πιθανού κομμουνιστικού αντάρτικου από πλευράς Δυτικών με τη χρήση ανορθόδοξων και όχι συμβατικών μέσων. Αυτό κατέδειξε η τραγική ελληνική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου κατά την περίοδο 1946-1949, όταν οι κομμουνιστικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία στη χώρα μέσω αντάρτικου πολέμου, ο οποίος ενισχυόταν έμμεσα από τις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία). Αλλά ακόμη και μετά το 1949 και τη νίκη του Ελληνικού Στρατού επί των κομμουνιστών ανταρτών του ΔΣΕ, ποιος άραγε θα μπορούσε να αποκλείσει μια πιθανή εισβολή του ανατολικού συνασπισμού στην ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη; Έπρεπε, λοιπόν, η όποια παρόμοια δομή να «κτιστεί» πάνω στη βάση της άμεσης ανάσχεσης ατάκτων-ανταρτικών τμημάτων. Στην Ελλάδα υπήρχαν ήδη την εποχή εκείνοι οι μονάδες ορεινών καταδρομών (ΛΟΚ). Οι μονάδες καταδρομών αποτελούσαν τότε μια καινοτομία του Ελληνικού Στρατού έχοντας δημιουργηθεί το 1947, προς αντιμετώπιση των κομμουνιστών σε απρόσιτα ορεινά σημεία. Από τα γνωστά σε εμάς στοιχεία, η επιχείρηση «Κόκκινη Προβιά» ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1955, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν, αμέσως σχεδόν μετά την ίδρυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η σύμπηξη των κομμουνιστικών δυνάμεων της Ανατολής σε έναν κοινό στρατιωτικό συνασπισμό, κατά το πρότυπο του ΝΑΤΟ, θεωρήθηκε άμεση απειλή, ιδιαίτερα για χώρες που βρίσκονταν στα όρια των δύο αντίπαλων συνασπισμών, όπως η Ελλάδα. Το ελληνικό στρατιωτικό-αποτρεπτικό δόγμα έκανε ξεκάθαρα λόγο για τον περιβόητο «κίνδυνο από Βορρά», αγνοώντας παντελώς τον «κίνδυνο εξ Ανατολών», δηλαδή από την Τουρκία, η οποία θεωρείτο «φίλη και σύμμαχος» χώρα στο πλαίσιο των «κοινών αξιών» του ΝΑΤΟ και του Δυτικού κόσμου. Ένα ερώτημα που προκύπτει αφορά την ονομασία του ελληνικού αυτού δικτύου της γενικότερης επιχείρησης του ΝΑΤΟ «Stay Behind». Γιατί «Κόκκινη Προβιά»; Η λέξη «Κόκκινη» ασφαλώς παραπέμπει στην αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Η λέξη «Προβιά» όμως υποκρύπτει μια βαθύτερη έννοια. Υπονοεί την προβιά που ενδύεται ο λύκος προκειμένου να ξεγελάσει το θύμα του! Άραγε, το νατοϊκό δίκτυο, το οποίο στην Ελλάδα έλαβε τη συγκεκριμένη κωδική ονομασία θα επιχειρούσε να παραπλανήσει τον εχθρό, παριστάνοντας κάτι άλλο από αυτό που στην πραγματικότητα ήταν; Και με ποιον τρόπο; Από τις πολύ λίγες αξιόπιστες πληροφορίες που υπάρχουν στη διάθεσή μας, μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι η «Κόκκινη Προβιά» ξεκίνησε στην Ελλάδα έπειτα από μυστική συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική Κυβέρνηση και την περίφημη CIA. Τέτοιου είδους μυστικές συμφωνίες τον καιρό εκείνο -περί τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1950, επί πρώτης ψυχροπολεμικής περιόδου- δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Όπως, για παράδειγμα, αποκαλύφθηκε 30 περίπου χρόνια αργότερα, η πρώτη συμφωνία για τις αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις («βάσεις») στην Ελλάδα περιελάμβανε αρκετά μυστικά παραρτήματα, που ενώ ήταν ενσωματωμένα στην επίσημη συμφωνία, εν τούτοις δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας για να καταστούν «κτήμα» της κοινής γνώμης. Θα πρέπει, ασφαλώς, τέτοιες παρατυπίες να δικαιολογηθούν, εν μέρει έστω, από το άκρως πολωτικό κλίμα που επικρατούσε τότε ανάμεσα στις υπερδυνάμεις. Άδηλο παραμένει -ακόμη και δεκαετίες ολόκληρες μετά και παρόλες τις εν τω μεταξύ αποκαλύψεις- πότε, πού και από ποια ακριβώς πρόσωπα υπογράφηκε η συμφωνία για τη δημιουργία και την ανάπτυξη του δικτύου της «Κόκκινης Προβιάς». Βάσει αυτής της συμφωνίας, οι Έλληνες καταδρομείς αναλάμβαναν να δημιουργήσουν πυρήνες -δηλαδή αρχηγό και ασυρματιστή- ώστε σε περίπτωση εισβολής των Σοβιετικών στην Ελλάδα οι εν λόγω πυρήνες να αναπτύξουν αντιστασιακή δράση. Η (ημι)επίσημη ονομασία του δικτύου ήταν «Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων», όμως όλοι οι γνωρίζοντες την γνώριζαν εξαρχής ως «Κόκκινη Προβιά» (οι Αμερικανοί απλώς ως «Sheepskin», δηλαδή «Προβιά»). Το δίκτυο, λοιπόν, υπαγόταν απευθείας στις ελληνικές δυνάμεις καταδρομών. Κατά συνέπεια, η βασική αποστολή της «Κόκκινης Προβιάς», σύμφωνα με τα όσα υπεγράφησαν μεταξύ ελληνικής Κυβέρνησης και αμερικανικής CIA, ήταν η δημιουργία αντάρτικου σε περίπτωση σοβιετικής-κομμουνιστικής εισβολής και κατοχής της Ελλάδας. Η αντίσταση, όμως, αυτή θα έπρεπε να οργανωθεί εκ των προτέρων, αφού η μάλλον «πρόχειρη» -όπως θεώρησαν οι αρμόδιοι επιτελείς- Εθνική Αντίσταση του 1941-1944 παρουσίασε σοβαρά μειονεκτήματα και δεν θα μπορούσε να αποφέρει ικανοποιητικό αποτέλεσμα απέναντι στον εκ Βορρά εχθρό. Με την «Κόκκινη Προβιά», οι Αμερικανοί ειδικοί αναλάμβαναν να βοηθήσουν τους Έλληνες συναδέλφους τους των καταδρομών να αναπτύξουν ένα συγκροτημένο δίκτυο σε πανελλαδικό επίπεδο, ούτως ώστε η αντισοβιετική αντίσταση να είναι μεθοδευμένη και προετοιμασμένη κατάλληλα. Είναι λοιπόν βέβαιο, σύμφωνα με τις πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, ότι η συμφωνία της «Κόκκινης Προβιάς» υπεγράφη το 1955. Σχετικά με το ποιο υπήρξε το πρόσωπο που την υπέγραψε από ελληνικής πλευράς οι γνώμες διίστανται. Υφίστανται δύο κυρίαρχες εκδοχές: Η πρώτη ισχυρίζεται ότι εκείνος που υπέγραψε τη συγκεκριμένη συμφωνία με τους Αμερικανούς ήταν ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Άλλωστε, ο Κανελλόπουλος είχε υπογράψει, επίσημα και δημόσια τότε, και τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα δύο χρόνια πριν, δηλαδή το 1953. Ήταν η εποχή που ο συντηρητικός αυτός πολιτικός πίστευε ακράδαντα στη στρατιωτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και σε αυτόν αποδόθηκε η φράση «στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας!» όταν υποδέχτηκε τον Αμερικανό στρατηγό Τζέημς Βαν Φλητ, παρουσιάζοντάς του ελληνικό στρατιωτικό άγημα. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1983, ο γηραιός πλέον Κανελλόπουλος άλλαξε στάση και τοποθετήθηκε στην ελληνική Βουλή… κατά της ύπαρξης αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε ελληνικό έδαφος! Η δεύτερη εκδοχή θέλει τη συμφωνία για τη συνεργασία των καταδρομών με τη CIA να την έχει υπογράψει ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Δόβας. Σύμφωνα με κάποια έγγραφα -αμφισβητούμενης, πάντως, γνησιότητας- τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένα έγγραφο-συμφωνία για τη δημιουργία της «Κόκκινης Προβιάς» υπεγράφη στις 25 Μαρτίου 1955. Υπέγραψαν για την ελληνική πλευρά ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Κωνσταντίνος Δόβας, ενώ εξ ονόματος των ΗΠΑ ο στρατηγός της CIA Λούσιαν Τράσκοτ. Άλλο έγγραφο, το οποίο και αυτό εμφανίστηκε στη δημοσιότητα δεκαετίες ολόκληρες αργότερα -εξίσου αμφισβητούμενης γνησιότητας με το προηγούμενο-, είχε ημερομηνία 3 Μαΐου 1960 και απλώς επιβεβαίωνε και ανανέωνε τη συμφωνία του 1955. Εδώ θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ο κομβικός ρόλος του Αλεξάνδρου Παπάγου στον αντικομμουνιστικό αυτόν σχεδιασμό. Ο Παπάγος, ως αρχιστράτηγος, είχε ενισχύσει τους καταδρομείς με βασικό στόχο την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής ανταρσίας. Η νίκη του επί των κομμουνιστών στον τριετή εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949, η οποία του προσέδωσε τον βαθμό του στρατάρχη (ο μοναδικός στην ελληνική Ιστορία, με εξαίρεση τους βασιλείς), βασίστηκε εν πολλοίς πάνω στους καταδρομείς. Κατόπιν, ο Παπάγος πρωταγωνίστησε στην είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το 1952, μεσούντος του πολέμου στην Κορέα, όταν η Ελλάδα έγινε δεκτή (μαζί με την Τουρκία) ως «επιβράβευση» για την αρωγή της στις ένοπλες συγκρούσεις της Κορεατικής χερσονήσου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα όσα έχει γράψει ο δημοσιογράφος Πήτερ Μούρτα σχετικά με το θέμα: «Η διοίκηση των ΛΟΚ αποτελούσε αντικείμενο σημαντικής δραστηριότητας της CIA στην Ελλάδα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η CIA βοήθησε στον εφοδιασμό και εξοπλισμό των ΛΟΚ, τους οποίους οργάνωσε κατά το πρότυπο των επίλεκτων μονάδων του Αμερικανικού Στρατού. Όπως συνέβαινε σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η σχέση των ΛΟΚ με τις ειδικές δυνάμεις Βρετανίας και ΗΠΑ υπήρξε στενή. Οι Έλληνες αξιωματικοί ήταν υπερήφανοι όταν επιλέγονταν για την ειδική μονάδα αφού λάμβαναν ειδική εκπαίδευση στο εξωτερικό. Μέσω της CIA, ο ελληνικός μυστικός στρατός ήταν συνδεδεμένος με το ΝΑΤΟ και τη Συμμαχική Επιτροπή Συντονισμού στις Βρυξέλλες. Στους καταδρομείς ανατέθηκε και ο ρόλος του ελληνικού βραχίονα του υπόγειου πανευρωπαϊκού δικτύου ανταρτοπόλεμου το οποίο οργανώθηκε τη δεκαετία του 1950 από το ΝΑΤΟ και τη CIA και ελεγχόταν από τη Συμμαχική Επιτροπή Συντονισμού, από τα γραφεία του αρχηγείου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Παράλληλα με την αποστολή για εγχώριο έλεγχο, οι ΛΟΚ ήταν εκπαιδευμένα και για τον κλασικό ανταρτοπόλεμο στα μετόπισθεν. Η κεντρική ιδέα για τη δημιουργία του δικτύου ήταν ότι θα διεξήγε επιχειρήσεις ως δύναμη στα μετόπισθεν μετά από μια σοβιετική εισβολή στην Ευρώπη. Θα συντόνιζε τη δραστηριότητα ανταρτών μεταξύ των κατεχομένων από τους Σοβιετικούς χωρών και θα διατηρούσε επαφή με τις εξόριστες κυβερνήσεις. Σ’ αυτό θα συμμετείχαν μέλη της μυστικής αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών των κατεκτημένων χωρών, μαζί με εθελοντές πολίτες». Η πιο επικρατούσα αντίληψη θεωρεί ότι την άμεση επίβλεψη της «Κόκκινης Προβιάς» είχε το ελληνικό παράρτημα της CIA. Το παράρτημα αυτό είχε δημιουργηθεί από τον Ελληνοαμερικανό Τομ Καραμεσίνη, ο οποίος έφθασε στην πατρίδα των προγόνων του στις αρχές του 1950, με βασικό στόχο να δημιουργήσει στη χώρα τον πρώτο τοπικό «σταθμό» της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας. Ήταν, με δυο λόγια, ο πρώτος «σταθμάρχης» της CIA επί ελληνικού εδάφους, καλυπτόμενος υπό την ιδιότητα του διπλωματικού υπαλλήλου της αμερικανικής πρεσβείας. Και στην περίπτωση αυτήν υπήρξε μυστική συμφωνία ανάμεσα στις Κυβερνήσεις της Ελλάδας και των ΗΠΑ, βάσει της οποίας μάλιστα προβλεπόταν ότι ο ελληνικός σταθμός της CIA θα μπορούσε να έχει πρόσβαση κυριολεκτικά παντού, με παρεχόμενες προς αυτόν «διευκολύνσεις» από πλευράς Ελλήνων κρατικών αξιωματούχων. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν το τότε παράρτημα της CIA στην Ελλάδα ως το αρτιότερο και αποτελεσματικότερο σε ολόκληρο τον κόσμο, αποτελούμενο από πρόσωπα πολύ εξειδικευμένα στον ψυχολογικό πόλεμο, τα οποία ήταν έτοιμα ανά πάσα στιγμή να πολεμήσουν σκληρά τον αντίπαλο. Τα χρόνια εκείνα η Ελλάδα και η Τουρκία θεωρούνταν από τους Αμερικανούς αναλυτές της CIA και του Πενταγώνου ως οι πρώτοι και πλέον ευάλωτοι στόχοι των Σοβιετικών και γι’ αυτόν τον λόγο οι σταθμοί της CIA στις χώρες αυτές αποτελούντο από πολύ ικανά και αποτελεσματικά στελέχη. Η επάνδρωση του δικτύου της «Κόκκινης Προβιάς» πραγματοποιήθηκε βασικά από επίλεκτα μέλη των μονάδων καταδρομών, αλλά και μερικών άλλων τμημάτων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, από υπαλλήλους της ΚΥΠ -η οποία ιδρύθηκε το 1953 με πρότυπο τη CIA και έχοντας το ίδιο ακριβώς όνομα(Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών)- αλλά και διαφόρων υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και από πολίτες «αρίστων εθνικών φρονημάτων». Όπως παντού άλλωστε στον κόσμο σε παρόμοιες περιπτώσεις, η επιχείρηση δεν απέκλειε ακόμη και τη συνεργασία με άτομα του υποκόσμου, αφενός για την απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων πολύτιμων πληροφοριών και αφετέρου για τη «μύηση» σε μη συμβατικές μορφές συγκρούσεων, αναγκαίες όμως για την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων. Φυσικά, το επίλεκτο προσωπικό της όλης επιχείρησης περνούσε αρχικά από επίπονη εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ σε ειδικό χώρο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας υπήρχε χρηματοκιβώτιο με τεράστιο ποσό χρυσών λιρών για τις ανάγκες του σχεδίου. Κεκαλυμμένα γραφεία-«φωλιές» της ανάπτυξης του σχεδιασμού υπήρχαν επίσης μέσα στο ελληνικό Πεντάγωνο. Σπανιότερα ασχολούντο με το ζήτημα τα γραφεία πληροφοριών του Ελληνικού Στρατού, ενώ βεβαίως η τότε ΚΥΠ ήταν πλήρως ενημερωμένη για κάθε του φάση και για όλες τις επιμέρους συνιστώσες του. Αναφορικά με τη μυστικότητα του προγράμματος της «Κόκκινης Προβιάς», αυτή μετά βεβαιότητας υπήρξε μία από τις πλέον αυστηρές παγκοσμίως, ακόμη και για τις ιδιαίτερες τότε συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Και είναι πολύ ενδεικτικό του προαναφερθέντος γεγονότος το ότι επί σειρά δεκαετιών ολόκληρων τίποτε απολύτως γύρω από το σχέδιο και τις λεπτομέρειές του δεν βγήκε ποτέ στη δημοσιότητα. Επρόκειτο για ένα άκρως κλειστό «κύκλωμα», στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση ούτε καν οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πιθανώς να μην είχαν καν ιδέα οι κατά καιρούς επικεφαλής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για το τι ακριβώς συνέβαινε μέσα στο ίδιο το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το σύστημα, λοιπόν, αυτής της επιχείρησης της CIA στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί πέρα για πέρα απροσπέλαστο όχι μόνο από τον εχθρό, αλλά και από τους ίδιους τους φίλους. Οι λεπτομέρειες που προέβλεπε η «Κόκκινη Προβιά» αφορούσαν κυρίως τη στρατολόγηση 2.200 ανδρών βόρεια του ποταμού Αλιάκμονα, καθώς και μια εφεδρική δύναμη 1.500 ανδρών στην κεντρική και νότια Ελλάδα. Το δίκτυο ήταν εφοδιασμένο με όπλα και πολεμοφόδια. Οι κρύπτες του «μυστικού» πολέμου ήταν συνολικά 160, ενώ οι κρύπτες του «ανορθόδοξου» πολέμου ήταν 827. «Μυστικός» ήταν ο πλέον προωθημένος πόλεμος που μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατά του εχθρού (προβοκάτσιες κλπ.), ενώ «ανορθόδοξος» ήταν ο αντάρτικος πόλεμος, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση των αντίπαλων δυνάμεων πάνω στα βουνά. Τα σημεία όπου δημιουργήθηκαν οι κρύπτες αυτές περιείχαν εκρηκτικά, υλικά για δολιοφθορές, κυνηγετικά όπλα, υλικό για ψυχολογικό πόλεμο, τηλεπικοινωνιακό υλικό, αλλά και όπλα σοβιετικής κατασκευής, τα οποία προορίζονταν προφανώς για επιθέσεις κατά επιλεγμένων στόχων για να δοθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για έργο των κομμουνιστών (στο πλαίσιο του «μυστικού» πολέμου). Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η «Κόκκινη Προβιά» τελικά δεν προοριζόταν μόνο για την άμεση και ταχεία αντιμετώπιση πιθανής εισβολής του ανατολικού συνασπισμού στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι περιελάμβανε και τη δυνατότητα αποτροπής του κινδύνου αυτού μέσω δημιουργίας τεχνητών «ειδικών» ή «εκτάκτων» καταστάσεων (μέθοδος της προβοκάτσιας). Κάτι τέτοιο ασφαλώς μπορεί να εμπεριέχει ένα ευρύ φάσμα ερμηνειών. Γίνεται, όμως, σαφές ότι δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα να στηθεί ένα τόσο εκτεταμένο και άρτιο (παρα)στρατιωτικό σύστημα μόνο και μόνο για την υποθετική περίπτωση μιας μελλοντικής εισβολής του κομμουνιστικού συνασπισμού στην Ελλάδα. Από αυτό ακριβώς το σημείο και μετά αρχίζει να εξετάζεται η τυχόν επιρροή του δικτύου της «Κόκκινης Προβιάς» πάνω στη σύγχρονη ελληνική πολιτική Ιστορία. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις, ενώ αντιθέτως εξυπηρετούνται κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες, παρόλα αυτά αξίζουν εδώ να καταγραφούν ορισμένες από τις κατηγορίες που έχουν κατά καιρούς εκτοξευθεί κατά του δικτύου της «Κόκκινης Προβιάς» για ευθεία ανάμιξη στην ελληνική πολιτική ζωή. Μία περίπτωση είναι εκείνη της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1963, η οποία μάλιστα είχε ως άμεση παρενέργεια την πτώση της Κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή τον επόμενο κιόλας μήνα. Άλλη «σκοτεινή» υπόθεση είναι η έκρηξη στη γέφυρα του Γοργοπόταμου, τον Νοέμβριο του 1964, με αποτέλεσμα τον θάνατο 13 ανθρώπων. Η επίσημη εκδοχή κάνει λόγο για έκρηξη παλιάς ξεχασμένης νάρκης, όμως άλλοι μίλησαν ευθέως για βομβιστική ενέργεια με στόχο την αποσταθεροποίηση της τότε Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Τέλος δεν πρέπει να παραβλεφθεί η επέμβαση του Στρατού, στις 21 Απριλίου 1967, και η κατάλυση της Δημοκρατίας, γεγονός που δικαιολογήθηκε από τους πραξικοπηματίες με την επίκληση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις, αλλά και κάποιες άλλες, αποδόθηκαν -ακόμη και από ξένους ερευνητές- στη δράση του αόρατου δικτύου της «Κόκκινης Προβιάς». Απουσιάζουν, όμως, οι αναμφίβολες ιστορικές αποδείξεις, για να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο. ΤΟ «ΞΗΛΩΜΑ» ΤΗΣ «ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΠΡΟΒΙΑΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ «STAY BEHIND»/«GLADIO» Το 1989, η ανθρωπότητα πληροφορείτο τη ραγδαία κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού: ένα προς ένα, σαν σε παιχνίδι «ντόμινο», τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να πέφτουν από την εξουσία. Μέχρι τα τέλη του 1991 είχε διαλυθεί και η ίδια η «μητρόπολη» του απανταχού Κομμουνισμού, η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε με απόλυτη νικήτρια τη Δύση. Με τρόπο αλαζονικό ένας φιλελεύθερος διανοούμενος στις ΗΠΑ, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, διακήρυσσε ότι έφθασε το «τέλος της Ιστορίας» με την αιώνια επικράτηση της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Την ίδια ακριβώς εποχή, ίσως όχι και τόσο τυχαία, ξεκίνησαν δειλά δειλά οι αποκαλύψεις γύρω από την ύπαρξη του «ημινόμιμου-ημιπαράνομου» δικτύου της επιχείρησης «Stay Behind», το οποίο δρούσε επί σειρά δεκαετιών πέρα και πάνω από τις νόμιμες κυβερνήσεις και τους επίσημους στρατούς μιας σειράς χωρών του δυτικού συνασπισμού με πρόφαση την αντιμετώπιση, αόριστα, της κομμουνιστικής απειλής. Οι αποκαλύψεις αυτές άρχισαν περί το φθινόπωρο του 1989, για να κορυφωθούν ένα ακριβώς έτος αργότερα, το φθινόπωρο του 1990. Με απαρχή την Ιταλία, και άλλες χώρες της Ευρώπης (και όχι μόνο) συγκλονίστηκαν από τα όσα ήλθαν στο φως της δημοσιότητας σχετικά με την επιχείρηση «Stay Behind». Στην Ελλάδα, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης αναγκάστηκε να παραδεχθεί δημόσια, στις 9 Νοεμβρίου 1990, τα εξής συνταρακτικά: «Έλληνες κομμάντος (ΛΟΚ) και η CIA οργάνωσαν έναν βραχίονα του δικτύου, το 1955, για να προβληθεί αντάρτικη αντίσταση σε οποιονδήποτε κομμουνιστή εισβολέα. Το εν λόγω δίκτυο, που ήταν γνωστό με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά», διαλύθηκε το 1988». Αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Ανδρέας Παπανδρέου έκανε τις παρακάτω συγκλονιστικές δηλώσεις: «Η παρακρατική οργάνωση «Κόκκινη Προβιά» δημιουργήθηκε το 1955, ως αποτέλεσμα ενός μυστικού τμήματος της συμφωνίας με βάση την οποία εγκαταστάθηκαν οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στην Ελλάδα». Για το πώς αποκαλύφθηκε και διαλύθηκε η δομή της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, διαβάζουμε στα πολιτικά απομνημονεύματα του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Γιάννη Χαραλαμπόπουλου τα παρακάτω πολύ σημαντικά: «Η δράση και η λειτουργία των μηχανισμών αυτών ήταν συνωμοτική και δεν ενημερώθηκε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το ΠΑΣΟΚ το 1981. Η εθνικά απαράδεκτη άμεση και μυστική σύνδεση μιας ξένης υπηρεσίας πληροφοριών με ένα επίλεκτο τμήμα του Ελληνικού στρατού αποτελούσε εν δυνάμει διαρκή κίνδυνο για τη δημοκρατική νομιμότητα και παρείχε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δυνατότητα να ελέγχουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ πτέραρχος Νικ. Κουρής όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας από το διευθυντή των Ειδικών Δυνάμεων του ΓΕΣ υποστράτηγο Δημ. Λαυρεντάκη στα μέσα του 1986, με ενημέρωσε αμέσως και έδωσα εντολή να διαλυθεί η παράνομη οργάνωση και να περισυλλεγεί το υλικό των κρυπτών. Επίσης μετά από σχετική εισήγηση της στρατιωτικής ηγεσίας αποφάσισα την κατάργηση της Μεραρχίας Ειδικών Δυνάμεων και την αναπροσαρμογή των σχεδίων για την αντιμετώπιση της μόνης απειλής εναντίον της χώρας μας, της τουρκικής». Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κάτωθι αναφορά στο «ξήλωμα» της επιχείρησης «Κόκκινη Προβιά» στην Ελλάδα του πρακτορείου «Associated Press» που επικαλέστηκε επίσημες και δημοσιογραφικές πηγές: «Η ελληνική «Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά» οργανώθηκε το 1955, αλλά η σοσιαλιστική κυβέρνηση που ήλθε στην εξουσία το 1981 άρχισε να την αποσυναρμολογεί το 1985. Από το 1988, τα όπλα και τα πυρομαχικά άρχισαν να μεταφέρονται από τις μυστικές κρύπτες του δικτύου και να αποθηκεύονται σε μια στρατιωτική βάση κοντά στην Αθήνα, πράγμα που σηματοδότησε τη διάλυση του δικτύου». Πάντως, προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο επί πέντε συναπτά έτη υφυπουργός (και αργότερα αναπληρωτής υπουργός) Εθνικής Άμυνας των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, Αντώνης Δροσογιάννης, δεν αποκάλυψε τίποτα για την «Κόκκινη Προβιά»! Κι αυτό μολονότι από τη θητεία του -την τριετία 1955-1958- ως διοικητής του ΚΕΜΚ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μονάδων Καταδρομών) και στη συνέχεια ως διευθυντής της Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων, σίγουρα γνώριζε πιθανότατα πολλά -αν όχι και τα πάντα- γύρω από το νατοϊκό παραστρατιωτικό σχέδιο. Στην πραγματικότητα η διάλυση της «Κόκκινης Προβιάς», όπως και ολόκληρου του συστήματος «Stay Behind» / «Gladio», δεν αποτελούσε παρά συνέπεια των γενικότερων γεωπολιτικών εξελίξεων καθώς και των ειδικών συνθηκών που άρχισαν να επικρατούν στον πλανήτη μετά το 1985 και την ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Η σοβιετική «Περεστρόικα» («Ανασυγκρότηση») άρχισε να «λιώνει τους πάγους» ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή και έτσι ο Ψυχρός Πόλεμος ατόνησε. Μια πραγματικά Νέα Εποχή ανέτελλε για την ανθρωπότητα. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά την άμβλυνση των διαφορών και των εντάσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, οι προτεραιότητες των ΗΠΑ διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Επήλθαν, λοιπόν, σταδιακές μεταβολές στο αμερικανικό στρατιωτικό σύστημα σε όλο τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με την κατάργηση μιας σειράς στρατιωτικών εγκαταστάσεων και όχι μόνο. Για παράδειγμα, μόνο στον ελλαδικό χώρο οι περισσότερες από τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις έκλεισαν και παρέμειναν ελάχιστες. Οι υπόλοιπες μεταφέρθηκαν βορειότερα, σε χώρες που λίγο αργότερα προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ προερχόμενες από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (που διαλύθηκε το 1991), συνεπώς πολύ πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα. Η επιχείρηση «Κόκκινη Προβιά», η οποία φάνηκε να έχει χάσει το ενδιαφέρον της ειδικά μετά το 1974 και την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, δεν είχε πια νόημα ύπαρξης σε έναν κόσμο ραγδαίων αλλαγών. Οι στόχοι της και οι δυνατότητές της θεωρήθηκαν πλέον πεπαλαιωμένοι για τις ιδιαίτερες συνθήκες που προέκυψαν σιγά σιγά έπειτα από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, την αναζωπύρωση των εθνικισμών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, καθώς και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ολόκληρος ο κομμουνιστικός κόσμος. Μετά, λοιπόν, από το έτος «σταθμό» για τις παγκόσμιες εξελίξεις, το 1985, και την άνοδο του Γκορμπατσώφ στην ηγεσία της ΕΣΣΔ, οι Αμερικανοί δεν είχαν πλέον κανέναν ενδοιασμό -παράλληλα με την αναστολή της λειτουργίας μιας σειράς πολυδάπανων στρατιωτικών βάσεων σε όλο τον κόσμο- να καταργήσουν και το πρόγραμμα αντάρτικου αντικομμουνιστικού πολέμου «Stay Behind». Κατά συνέπεια, μέχρι το 1988 είχε πράγματι «ξηλωθεί» το δίκτυο της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, οι «μάσκες» έπεσαν: στην Ελλάδα η Δεξιά συγκυβέρνησε με τους κομμουνιστές, ενώ στην Ευρώπη κατέρρευσαν τα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά καθεστώτα. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο κόσμος που διαδέχθηκε εκείνον του Ψυχρού Πολέμου ήταν τελείως διαφορετικός. Στην ουσία, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αποσύνθεση του κομμουνιστικού συνασπισμού δεν έδωσαν την ευκαιρία να πραγματοποιηθεί μια ψύχραιμη και αντικειμενική ανάλυση των συνθηκών που επικράτησαν στη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου, των μεθόδων που εφαρμόστηκαν και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν. Η απόλυτη νίκη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους μετέφερε το πεδίο του ενδιαφέροντος σε άλλα, πιο άμεσα, ζητήματα και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε η τόσο αναγκαία αποτίμηση πολλών και σημαντικών στιγμών του Ψυχρού Πολέμου, η έκβαση των οποίων έκρινε εν πολλοίς και τη μοίρα του σύγχρονου κόσμου. Αυτό ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση της «Κόκκινης Προβιάς» στην Ελλάδα και, γενικότερα, του νατοϊκού αντικομμουνιστικού δικτύου «Stay Behind» στην Ευρώπη. Είναι αλήθεια πως είδαν το φως της δημοσιότητας ορισμένα στοιχεία που αφορούσαν το όλο σχέδιο, όμως βαθύ παρέμεινε έκτοτε το σκοτάδι τόσο σε ό,τι αφορά τα τελικά αποτελέσματα που αυτό πέτυχε, όσο και σε κρίσιμες λεπτομέρειές του. Σαν να υπήρξε μια αόρατη μπαγκέτα που συντόνιζε τις μεταψυχροπολεμικές κυβερνήσεις ως προς το να συγκαλύψουν το όλο θέμα, ούτως ώστε να παραμείνουν τελικά άγνωστα πολλά από τα σημεία εκείνα που θα διαφώτιζαν ακόμη περισσότερο μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια «συνωμοσία της σιωπής» προκειμένου να επουλωθούν οι «πληγές» του πρόσφατου παρελθόντος και να δοθεί έμφαση στη «δημοκρατικοποίηση» των κοινωνιών που αναδύθηκαν μέσα από την τέφρα του άλλοτε φοβερού και τρομερού κομμουνιστικού κόσμου. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ «STAY BEHIND»/«GLADIO» Στις 22 Νοεμβρίου του 1990, λίγες μέρες αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο με τις αποκαλύψεις γύρω από την ύπαρξη -επί σειρά δεκαετιών- ολόκληρου νατοϊκού παραστρατιωτικού δικτύου στην Ευρώπη για την ανάσχεση του σοβιετικού κινδύνου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε την παρακάτω απόφαση: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Α. Εκτιμώντας την αποκάλυψη από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ότι επί 40 χρόνια υπήρχε μια παράνομη παράλληλη οργάνωση με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών και τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε πολλές χώρες-μέλη της Κοινότητας, Β. Επειδή, περισσότερα από 40 χρόνια, αυτή η οργάνωση διέφευγε οιουδήποτε δημοκρατικού ελέγχου και καθοδηγείτο από τις μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, Γ. Φοβούμενο την απειλή ότι ένα τέτοιο παράνομο δίκτυο μπορεί να έχει παρεμβληθεί στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις των χωρών-μελών ή ότι εξακολουθεί να το κάνει, Δ. Επειδή, σε ορισμένες χώρες-μέλη, στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες (ή ανεξέλεγκτοι βραχίονες αυτών των υπηρεσιών) έχουν πάρει μέρος σε σοβαρές υποθέσεις τρομοκρατίας και εγκλημάτων, όπως αποδεικνύεται από διάφορες δικαστικές έρευνες, Ε. Επειδή αυτές οι οργανώσεις δρούσαν και εξακολουθούν να δρουν απολύτως παράνομα, δεδομένου ότι δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κοινοβουλευτικό έλεγχο και, πολύ συχνά, εκείνοι που βρίσκονται στις υψηλότερες κυβερνητικές και συνταγματικές θέσεις κρατούν αυτά τα θέματα στο σκοτάδι, Ζ. Επειδή οι διάφορες οργανώσεις τύπου «Gladio» έχουν στη διάθεσή τους ανεξάρτητα οπλοστάσια και στρατιωτικές πηγές, από τις οποίες προμηθεύονται ένα άγνωστο δυναμικό κρούσης, πράγμα που θέτει σε κίνδυνο τις δημοκρατικές δομές των χωρών στις οποίες δρούσαν ή δρουν αυτές οι οργανώσεις. Η. Ενδιαφερόμενοι τα μέγιστα για την ύπαρξη κέντρων αποφάσεων και επιχειρησιακών μονάδων που δεν υπόκεινται σε κανενός είδους δημοκρατικό έλεγχο και είναι απολύτως παράνομα, τη στιγμή που η μεγαλύτερη συνεργασία των χωρών-μελών στο πεδίο της ασφάλειας αποτελεί μόνιμο αντικείμενο συζητήσεων, 1. Καταδικάζει την παράνομη συγκρότηση δικτύων χειραγώγησης και επιχειρήσεων και ζητεί να διενεργηθεί πλήρης έρευνα για τη φύση, τη διάρθρωση, τους σκοπούς και όλες τις άλλες πλευρές αυτών των παράνομων οργανώσεων ή όποιων παρόμοιων ομάδων, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χρήση τους σε παράνομη προσπάθεια ανάμιξής τους στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις των χωρών, στο πρόβλημα της τρομοκρατίας στην Ευρώπη και σε πιθανή συνωμοτική δράση των μυστικών υπηρεσιών των χωρών-μελών ή τρίτων χωρών. 2. Διαμαρτύρεται εντόνως για την αξίωση ορισμένων στρατιωτικών αξιωματούχων των ΗΠΑ στο SHAPE και στο ΝΑΤΟ του δικαιώματος να ενθαρρύνουν την εγκατάσταση στην Ευρώπη ενός παράνομου δικτύου πληροφοριών και επιχειρήσεων. 3. Καλεί τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών να διαλύσουν όλα τα παράνομα στρατιωτικά και παραστρατιωτικά δίκτυα. 4. Καλεί τους δικαστικούς των χωρών στις οποίες έχει διαπιστωθεί η παρουσία τέτοιων στρατιωτικών οργανώσεων, να ρίξουν άπλετο φως στη σύνθεση και στον τρόπο λειτουργίας τους και να διασαφηνίσουν οποιαδήποτε δράση τους η οποία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις δημοκρατικές δομές των χωρών-μελών. 5. Ζητεί από όλες τις χώρες-μέλη να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, εν ανάγκη συγκροτώντας κοινοβουλευτικές ερευνητικές επιτροπές, για να καταρτίσουν έναν πλήρη κατάλογο των οργανώσεων που δρουν σ’ αυτό το πεδίο, και, συγχρόνως, να ελέγξουν τις διασυνδέσεις τους με τις νόμιμες υπηρεσίες πληροφοριών κάθε χώρας, καθώς και τις σχέσεις τους, εάν υπάρχουν, με τρομοκρατικές ομάδες και/ή άλλες παράνομες δραστηριότητες. 6. Καλεί το Συμβούλιο των Υπουργών να παράσχει όλες τις πληροφορίες για τις δραστηριότητες αυτών των μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών και επιχειρήσεων. 7. Καλεί την αρμόδια Επιτροπή του να οργανώσει Ακρόαση με σκοπό να διευκρινιστεί ο ρόλος και η επιρροή της οργάνωσης «Gladio» και κάθε παρεμφερούς ομάδας. 8. Αναθέτει στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου να μεταβιβάσει αυτήν την απόφαση στην Κομισιόν, στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, στις Κυβερνήσεις των χωρών-μελών και στην Κυβέρνηση των ΗΠΑ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (1) Daniele Ganser: NATO’S SECRET ARMIES – OPERATION GLADIO AND TERRORISM IN WESTERN EUROPE, Frank Cass, New York, 2005. (2) Κλεάνθης Γρίβας: ΑΝΤΙ-ΦΑΚΕΛΟΣ 17Ν – Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Κάκτος, Αθήνα, 2003. (3) Κλεάνθης Γρίβας: ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ GLADIO, Παπαζήση, Αθήνα, 2001. (4) Ησαΐας Κωνσταντινίδης: ΕΛΛΑΔΑ ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ, Ελληνική Άνοδος, Αθήνα, 2009. (5) Γιάννης Χαραλαμπόπουλος: ΚΡΙΣΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ, Προσκήνιο, Αθήνα, 2002.

269 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page