top of page
  • Εικόνα συγγραφέα.

Το οργανωμένο έγκλημα στα Βαλκάνια και η σκιά της Ρωσία

Δεκέμβριος 2005

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


Στα Βαλκάνια της μετακομμουνιστικής περιόδου παρουσιάστηκαν τεράστια «κενά» όχι μόνο οικονομικού ή πολιτικού χαρακτήρα, αλλά κυρίως ηθικής χροιάς και νομιμότητας. Παραδοσιακές αξίες κατέρρευσαν μέσα στον καθημερινό πραγματισμό της «ζούγκλας» που προέκυψε από τις ραγδαίες αλλαγές του 1989-90, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που νοστάλγησαν σχετικά σύντομα την σταθερότητα (τα «λίγα, μα καλά») που πρόσφερε άλλοτε ο υπαρκτός σοσιαλισμός… Έτσι μέσα σ’ αυτήν τη χαοτική φάση της μετάβασης, χωρίς ηθικές αξίες και ιδανικά και με μια αυτοαποκαλούμενη «χαμένη γενιά» στα πρώην κομμουνιστικά κράτη, καλλιεργήθηκαν διαφόρων ειδών μισαλλοδοξίες, τοπικοί εθνικισμοί που έσπειραν το μίσος, καθώς και το οργανωμένο έγκλημα που κάλυψε κάθε δυνατή φάση παράνομης δραστηριότητας: από το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων έως το εμπόριο «λευκής σαρκός» και ανθρωπίνων οργάνων. Πράγματι ένα ευρύ φάσμα «ασχολίας» των ανθρώπων του υποκόσμου, που σύντομα πλούτισαν ιλιγγιωδώς και από τις τάξεις της «ταπεινής» μικρομπουρζουαζίας μεταβλήθηκαν σε κοινωνική και οικονομική «ελίτ» των νεοκαπιταλιστικών κοινωνιών…

Το βαλκανικό «τρίγωνο» του οργανωμένου εγκλήματος θεωρείται ότι σχηματίζεται από τη Βόρεια Αλβανία, το Νότιο Κόσοβο και τα Σκόπια. Από εδώ περνούν τα πάντα, όσα μπορούν να «ενδιαφέρουν» τον βαλκανικό υπόκοσμο: ναρκωτικά, όπλα, πειρατικοί δίσκοι, αυτοκίνητα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων (κλεμμένα φυσικά), τοξικά απόβλητα, ακόμα και ζωντανοί άνθρωποι, γυναίκες και παιδιά… Το δε ξέπλυμα του «βρώμικου» αυτού χρήματος γίνεται με διάφορες μεθόδους και σε διάφορες χώρες, μία εκ των οποίων είναι και η ίδια η Ελλάδα. Η παράνομη διαδρομή των πάσων ειδών απαγορευμένων «καρπών της Ανατολής» μεταβιβάζονται από την Τουρκία μέσω της Βουλγαρίας (αλλά και της Ελλάδας, απ’ όπου περνούν από την θάλασσα στην Ιταλία) και μετά στην FYROM και από εκεί είτε βόρεια στην Σερβία (διαμέσου φυσικά του Κοσσυφοπεδίου) είτε ανατολικά στην Αλβανία. Έτσι γίνεται και η «διαμετακόμισή» τους στη Δυτική Ευρώπη, με τελική κατάληξη τις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Το πρόβλημα της βαλκανικής μαφίας είναι σίγουρα πολυσύνθετο και θα πρέπει να βλέπεται και από μια γεωπολιτική οπτική γωνία. Ειδικά όσον αφορά τα συμφέροντα (γεωοικονομικά, γεωστρατηγικά) της Δύσης που φαίνεται να θίγονται κατά κάποιον τρόπο από την δράση των Βαλκάνιων γκάνγκστερ και που διαβλέπουν πίσω απ’ όλη αυτή την ιστορία το μακρύ χέρι της «μητέρας Ρωσίας», που ποτέ της δεν ξέχασε τις όποιες βλέψεις μπορεί να έχει σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Και δεν είναι λίγες: με όχημα την ορθοδοξία και τις κοινές πολιτισμικές, φυλετικές και γλωσσικές καταβολές προσπαθεί να διατηρεί την επιρροή της σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Σερβία-Μαυροβούνιο και η FYROM. Βαρύ της πυροβολικό στις προσπάθειες ανάκτησης της αίγλης του αυτοκρατορικού της παρελθόντος αυτό που οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης αποκαλούν ρωσικό «Δούρειο Ίππο»: η περιβόητη ρωσική μαφία.


ΣΕΡΒΙΚΗ ΜΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ


Στις 12 Μαρτίου 2003 συνέβη ένα τραγικό γεγονός, με στόχο την απαρχή νέων ανακατατάξεων στη «γειτονιά» μας: δολοφονήθηκε στο Βελιγράδι ο Σέρβος πρωθυπουργός Ζόραν Τζίντζιτς, ριζοσπαστικός μεταρρυθμιστής, που θέλησε να οδηγήσει τη χώρα του στο δρόμο της Δύσης και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι προθέσεις του αυτές, που φιλοδοξούσαν να δώσουν οριστικό τέλος στην περίοδο «Μιλόσεβιτς», αποτελούσαν «αγκάθι» για τον σερβικό υπόκοσμο και κύκλους που συνδέονταν με το προηγούμενο καθεστώς. Έτσι αμέσως οι υποψίες για τη δολοφονία στράφηκαν σε οργανωμένους πυρήνες της σερβικής μαφίας, με «μεγαλοϊδεατικό» προσανατολισμό, όπως οι άλλοτε κομάντος «μουσουλμανοφάγοι» του Άρκαν (ψευδώνυμο του Ζέλκο Ραζνάτοβιτς) ή η περίφημη «Ομάδα του Ζέμουν» (Zemunski Klan) με αρχηγό τον Μίλοραντ Λούκοβιτς, τον θρυλικό «Λέγκια» του σερβικού υποκόσμου.

Εν πολλοίς η σερβική μαφία ακολουθεί το «ρωσικό μοντέλο» ανάπτυξης, με την έννοια ότι αποτελεί μια βασική φωλιά υπόθαλψης και εκδήλωσης πατριωτικών και εθνικιστικών αισθημάτων. Θα λέγαμε μάλιστα ότι μάλλον ξεπερνάει τη ρωσική σ’ αυτό το πνεύμα, εφόσον – σε αντίθεση με τον «σοβιετικό πατριωτισμό» των Ρώσων γκάνγκστερ – ο εθνικισμός της σερβικής μαφίας είναι εντελώς «στενός» και πάντως καθόλου δεν αποσκοπεί σε μια ανασύσταση της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας. Είναι πράγματι δύσκολο σε κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί συστηματικά με την Ανατολική Ευρώπη να κατανοήσει ποια σχέση μπορεί να έχει άραγε το οργανωμένο έγκλημα με τα εθνικά ιδεώδη και επιδιώξεις. Η σερβική όμως εμπειρία μας δείχνει ξεκάθαρα πώς μπορεί η σύγχρονη παραοικονομική δραστηριότητα να συνδυαστεί με τους μακροπρόθεσμους εθνικούς στόχους.

Η «Ομάδα του Ζέμουν» απέκτησε μεγάλη δύναμη και επιρροή κατά τη δεκαετία του 1990. Την ονομασία της οφείλει στο ομώνυμο προάστιο του Βελιγραδίου. Ο ηγέτης της, ο περίφημος «Λέγκια», ο οποίος διετέλεσε και επικεφαλής των μονάδων ειδικών επιχειρήσεων «Κόκκινοι μπερέδες» από το 1999 μέχρι το 2001, γεννήθηκε το 1968 στο Βελιγράδι. Υπηρέτησε στη γαλλική λεγεώνα των ξένων και όχι στον γιουγκοσλαβικό στρατό, εξ ου και το παρατσούκλι του (από το «legion», «λεγεώνα»). Στον πόλεμο της Βοσνίας υπήρξε μέλος του παραστρατιωτικού σχηματισμού του Άρκαν, ενώ αρχηγός των «Κόκκινων μπερέδων» ανέλαβε επί ηγεσίας στην Κρατική Ασφάλεια του Γιόβιτσα Στάνισιτς. Απώτερος στόχος της «Ομάδας του Ζέμουν» δεν ήταν παρά η κατάληψη της εξουσίας και η εγκαθίδρυση στο Βελιγράδι επαναστατικής σερβικής κυβέρνησης, τα νήματα της οποίας θα κινούσε η γκανγκστερική αυτή αδελφότητα. Ο συνολικός αριθμός των μελών της δεν φαίνεται να ξεπέρασε ποτέ τα 200 άτομα, εν τούτοις οι σερβικές αρχές υποθέτουν ότι είχε δάκτυλο σε αρκετές δολοφονίες επιφανών πολιτικών, επιχειρηματιών και ανθρώπων των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας. Μετά τη δολοφονία του Τζίντζιτς οι αρχές κατάφεραν θανατηφόρα πραγματικά χτυπήματα στην «Ομάδα του Ζέμουν» (μέσω της επιχείρησης «Ξίφος», στα πλαίσια της οποίας ανακρίθηκαν κάπου 11.000 άτομα!), εκτελώντας μάλιστα και κάποια μέλη της, έως ότου φτάσαμε στην παράδοση και του ιδίου του Λούκοβιτς στην αστυνομία τον Μάιο του 2004.

Τον Ιούλιο του 2004 συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη ο Ντέγιαν Μιλένκοβιτς, γνωστός και ως «Μπάγκσι», μέλος της «Ομάδας του Ζέμουν», καταζητούμενος στη χώρα του ως ύποπτος για τη δολοφονία του Τζίντζιτς. Αυτός, στις 21 Φεβρουαρίου του 2003 (είκοσι δηλ. ημέρες πριν τη δολοφονία του Σέρβου πρωθυπουργού), οδηγώντας σε αυτοκινητόδρομο του Βελιγραδίου, είχε ρίξει το φορτηγό του στο αυτοκίνητο της συνοδείας του Τζίντζιτς, με στόχο να μπλοκάρει την κυκλοφορία για να εκτελεστεί ο πρωθυπουργός από ελεύθερους σκοπευτές. Παρά την τότε σύλληψή του, αφέθηκε ελεύθερος, εφόσον δεν θεωρήθηκε να έχει διαπράξει απόπειρα δολοφονίας. Μετά την δολοφονία όμως του Τζίντζιτς και την εξάρθρωση της «Ομάδας του Ζέμουν», ο «Μπάγκσι» δεν εντοπίστηκε πουθενά. Αφού κρυβόταν πάνω από ένα χρόνο, τελικά πιάστηκε στη Θεσσαλονίκη και τον Φεβρουάριο του 2005 εκδόθηκε στη Σερβία, για να δικαστεί.

Όπως προείπαμε ήδη, στη δεκαετία του 1990 οι άνθρωποι του υποκόσμου της Σερβίας θεωρούνταν από πολλούς ακόμα και εθνικοί ευεργέτες και πάντως δεν υπήρχε έντονος αρνητισμός εναντίον τους. Έτσι, όταν κάποιος από αυτούς έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του ακήρυχτου πολέμου της μαφίας, κηδεύονταν ως εθνικός ήρωας! Αυτό συνέβη για παράδειγμα το Νοέμβριο του 1993 στην κηδεία του δολοφονημένου «boss» της μαφίας Γκέοργκ Στάνκοβιτς, όπου ο νεκρός αποθεώθηκε πριν μπει στην τελευταία του κατοικία από πλήθος κόσμου, με μεγάλες πράγματι τιμές, που άγγιζαν τα όρια της υπερβολής… Αλλά και πριν απ’ αυτόν, το 1992 ένας άλλος ήρωας του σερβικού υποκόσμου, ο Αλεξάντερ Κνέζεβιτς, πέρασε στον «άλλο κόσμο» με μια μεγαλοπρεπή κηδεία, που οργάνωσαν τα μέλη της συμμορίας του. Μάλιστα την βραδιά μετά την δολοφονία του Κνέζεβιτς σε κανένα νυχτερινό κέντρο της σερβικής πρωτεύουσας δεν ακούστηκε μουσική, ενώ μερικά έβαλαν και μαύρες κορδέλες σε ένδειξη πένθους…

Ο Ζέλκο Ραζνάτοβιτς ή Άρκαν, που η δολοφονία του τον Ιανουάριο του 2000 συγκλόνισε τη Σερβία, υπήρξε κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία επικεφαλής μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης ανταρτών, η οποία γρήγορα πήρε την ονομασία «Τίγρεις». Ο Άρκαν είναι χαρακτηριστικότατο παράδειγμα ανθρώπου του υποκόσμου, ο οποίος οδήγησε τους συνεργάτες του στο να ενδυθούν το «χακί». Οι «Τίγρεις» κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου κατά την τραγική εκείνη περίοδο (1992-95), όπως για παράδειγμα την σφαγή αόπλων και γυναικόπαιδων στο Βούκοβαρ, που συνοδεύτηκε μάλιστα κι από υψηλού βαθμού «πλιάτσικο». Ανάλογες ληστρικές επιδρομές θεωρούνται πως οδήγησαν στο να μετατραπεί ο Άρκαν σε έναν από τους πλουσιότερους άντρες της πατρίδας του και ιδιοκτήτη ολόκληρων επικερδών επιχειρήσεων.

Ο Άρκαν υπήρξε ιδρυτής ενός εθνικιστικού σχήματος, του Κόμματος της Σερβικής Ενότητας, που ως στόχο της έθεσε εξαρχής την Μεγάλη Σερβία. Το γεγονός αυτό τον έφερε αμέσως αντιμέτωπο με τον κυριότερο εκφραστή του εθνικισμού στη Σερβία, τον αρχηγό του Ριζοσπαστικού Κόμματος Βόισλαβ Σέσελ, ο οποίος κατόρθωσε κατά καιρούς να φτάσει και σε αρκετά υψηλά κυβερνητικά αξιώματα. Ο Σέσελ είχε στη δεκαετία του 1990 κατηγορήσει δημόσια τον Άρκαν για τη διάπραξη δολοφονίας, όταν σε τηλεοπτική εκπομπή είχε επικαλεστεί ότι στα χέρια του περιήλθε επιστολή αυτόπτη μάρτυρα που «έκαιγε» τον ηγέτη των «Τίγρεων». Όμως κανένας δεν τόλμησε να αγγίξει τον Άρκαν, ο δε Σέσελ κατηγορήθηκε αργότερα κι αυτός για παρόμοια εγκλήματα και σύνδεσμό του με τη μαφία…


Η ΣΚΙΑ ΤΗΣ «ΡΩΣΙΚΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ» ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ


Μετά την σύλληψη του επικίνδυνου κακοποιού Βιατσεσλάβ Ιβανκόφ (ή «Γιαπόντσικ», «Γιαπωνέζος») από τις αμερικανικές αρχές τον Ιούνιο του 1995 και την καταδίκη του σε 60 χρόνια κάθειρξη, το FBI σε συνεργασία με την CIA αποφάσισε να επεξεργαστεί συνολικά τον «φάκελο» της ρωσικής μαφίας, για να μπορέσει να καταπολεμήσει καλύτερα μία «γάγγραινα» που έτεινε μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη να «μολύνει» και τις ΗΠΑ. Έτσι αναλυτές των αμερικανικών αυτών υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών άρχισαν να «σκαλίζουν» το θέμα από τα πρώτα του κιόλας σημάδια μεσούντος ακόμα του κομμουνιστικού καθεστώτος, φτάνοντας ουκ ολίγες φορές σε εκπληκτικά συμπεράσματα, που τους έκαναν να ανησυχήσουν σοβαρά.

Σύμφωνα λοιπόν με τις έρευνες και αναλύσεις των Αμερικανών ειδικών η Μόσχα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε καταστρώσει σχέδιο αντιμετώπισης ενός πιθανού «κραχ» του κομμουνιστικού συστήματος: ήταν η περίοδος που η Σοβιετική Ένωση φάνηκε να «κάνει κοιλιά» ως προς την γενική της ανάπτυξη, αφού τόσο στο εσωτερικό της υπόβοσκαν πλέον οι εθνικισμοί των λαών που την απάρτιζαν (από τους βαλτικούς λαούς ως τους Αρμένιους και τους Αζέρους το εθνοτικό «καζάνι» της ΕΣΣΔ πράγματι «έβραζε»), ενώ στην εξωτερική της πολιτική παρουσιάζονταν ένα πρωτοφανές τέλμα, που δυσχέραινε και η παρουσία της (από τα τέλη του 1979) στο Αφγανιστάν. Για να μην μιλήσουμε για την οικονομική της κατάσταση ή τα άλλοτε μεγαλεπήβολα σχέδια για την κατάκτηση του διαστήματος και τη νέα ρομποτική τεχνολογία, που στη δεκαετία του 1980 είχαν σχεδόν «ενταφιαστεί»…

Μετά λοιπόν τον θάνατο του Μπρέζνιεφ (1982) είχε πια ξεκάθαρα φανεί ότι η υλοποίηση του «κομμουνιστικού παραδείσου» ήταν «όνειρο θερινής νυχτός». Έτσι ο νέος επικεφαλής της σοβιετικής αυτοκρατορίας και πρώην αρχηγός της φοβερής KGB, Γιούρι Αντρόποφ έθεσε γρήγορα ένα τολμηρό σχέδιο αντιμετώπισης του τεράστιου προβλήματος, αφού το «ιερατείο» της Μόσχας ήταν πια σίγουρο για την επερχόμενη ήττα στον ψυχρό πόλεμο. Με δυο λόγια το σχέδιο αυτό των «κόκκινων εγκεφάλων» προέβλεπε τη διάσωση «σοβιετικών πυρήνων» εντός και εκτός της ΕΣΣΔ, οι οποίοι θα έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσουν θέσεις-κλειδιά στους κρατικούς μηχανισμούς των χωρών τους και να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα ανασύστασης μια μέρα της «μεγάλης πατρίδας του κομμουνισμού» για την τελική νίκη της μαρξιστικής ιδεολογίας επί του αιώνιου καπιταλιστικού εχθρού!

Βέβαια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε εκτός από την αναγκαία υπομονή να υπάρχει κάλυψη τέτοια, ώστε ποτέ αυτά τα πρόσωπα να μην αποκαλυφθούν από τις δυνάμεις του αντιπάλου! Θα έπρεπε λοιπόν να φορέσουν άλλο μανδύα, αυτόν του φιλοαμερικανισμού και του οπαδού των φιλελεύθερων ιδανικών! Και πώς θα γίνονταν η μετακομμουνιστική χρηματοδότηση αυτού του τόσο πολλά υποσχόμενου και πολυσύνθετου υπερ-δικτύου; Μα με τρόπο «ανορθόδοξο», με το οργανωμένο έγκλημα και αυτό που στη δεκαετία του 1990 έγινε γμωστό ως «ρωσική μαφία». Στα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του 1980 ειδικές μονάδες της KGB και της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού (GRU) εκπαιδεύονταν ειδικά στους κανόνες και την πρακτική του πολέμου της μαφίας, έχοντας ως βασικό τους οδηγό τη δράση της ιταλικής μαφίας κάποτε στην «καρδιά του εχθρού», την Αμερική! Να λοιπόν ποιοι ήταν οι – καθόλου αβάσιμοι ασφαλώς – φόβοι των αμερικανικών υπεύθυνων αρχών, όταν αίφνης στα μέσα της δεκαετίας του 1990 διαπίστωσαν σοκαρισμένοι ότι ένα μετασοβιετικό πλοκάμι απειλούσε να τυλίξει την Αμερική, πίσω από τη μάσκα της ρωσικής μαφίας…

Ήδη από την εποχή των ονείρων του πανσλαβισμού (19ος αιώνας) τα Βαλκάνια ήταν για τη μεγάλη σλαβική χώρα του βορρά ένας πραγματικός «ζωτικός χώρος», απαραίτητος για την γεωπολιτική της «αναπνοή». Αρκεί κανείς να σκεφτεί την απόλυτη απομόνωση του τεράστιου ρωσικού γεω-όγκου από τα λεγόμενα ζεστά πελάγη (δηλ. τον Ινδικό ωκεανό και την Μεσόγειο θάλασσα) και θα καταλάβει πλήρως την γεωπολιτική «αναπηρία» που τυραννά στο διάβα των αιώνων την χώρα εκείνη που καλύπτει σχεδόν το σύνολο της ευρασιατικής ενδοχώρας. Είτε λοιπόν επί τσαρικής είτε επί σοβιετικής περιόδου το κύριο γεωπολιτικό δόγμα της Ρωσίας είναι η κυριαρχία στο νευραλγικό βαλκανικό χώρο. Το συμπέρασμα αυτό, που ισχύει και σήμερα και θα ισχύει στο διηνεκές, το έθεσε ήδη από το 1869 ο Ρώσος πανσλαβιστής διανοούμενος Νικολάι Ντανιλιέφσκι, που στο έργο του «Ρωσία και Ευρώπη» έκανε πλήρη ανάλυση της γεωπολιτικής κατάστασης της πατρίδας του. Και είναι γεγονός πως η «μεγάλη σοβιετική πατρίδα» δεν αποτέλεσε παρά μία σύγχρονη αυτοκρατορική εκδοχή-μετεξέλιξη της Ρωσίας, ως ηγεμονική δύναμη της Ευρασίας (ο Στάλιν το 1941 δεν έριξε καθόλου τυχαία το σύνθημα του «πατριωτικού πολέμου» κατά του εισβολέα, αντίθετα ήξερε πολύ καλά τι έλεγε…).

Η καλύτερη ίσως μελέτη για το θέμα που γράφτηκε ποτέ είναι αυτή του Γερμανού δημοσιογράφου Γιούρκεν Ροτ, με τίτλο (τι άλλο;) «Η ρωσική μαφία» (Jürgen Roth, «Die Russen Mafia», Hamburg, 1996). Το βιβλίο αυτό, που είναι άκρως αποκαλυπτικό, προκάλεσε και ένα μίνι σκάνδαλο, εφόσον ο συγγραφέας του και ο εκδοτικός οίκος που το κυκλοφόρησε οδηγήθηκαν στα δικαστήρια από τους «θιγόμενους» στις σελίδες του, με συνέπεια την τελική δικαίωση των τελευταίων… Έτσι στην επανακυκλοφορία του, μετά τη δίκη, σημειώθηκε το αξιοσημείωτο για τα εκδοτικά χρονικά, τα σημεία όπου αναγράφονταν τα συγκεκριμένα «συκοφαντημένα» ονόματα και οι εταιρείες να καλύπτονται στο κείμενο με μαύρη λωρίδα! Στο έργο αυτό υποστηρίζεται η «πρακτική» θέση ότι μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (ως αποτέλεσμα της «περεστρόικα» του Γκορμπατσόφ) τουλάχιστον 200.000 υπάλληλοι της πανίσχυρης KGB έμειναν άνεργοι: ήταν λοιπόν φυσικό πολλοί απ’ αυτούς, πιεζόμενοι από την οικονομική εξαθλίωση στην οποία υπέπεσαν μετά τις κοσμογονικές αλλαγές, να περάσουν στις τάξεις του υποκόσμου, που αναπτύσσονταν ραγδαία.

Τον αμερικανικό υποσυνείδητο φόβο από τη ρωσική μαφία εκφράζουν οι θέσεις ενός άλλου δημοσιογράφου, του Αμερικανού Ρόμπερτ Φρίντμαν, όπως εκφράζονται στο έργο του «Η κόκκινη μαφία. Πως οι Ρώσοι γκάνγκστερ κατέλαβαν την Αμερική» (Robert I. Friedman, «The Red Mafiya. How the Russian Mob has invaded America», New York, 2000). Στο βιβλίο αυτό (του οποίου ο επίλογος τιτλοφορείται «Ο Θεός να φυλάει την Αμερική»!) διαβάζουμε και τα εξής ενδιαφέροντα: «Γιατί οι Αμερικανοί πρέπει να ανησυχούν από το ρωσικό οργανωμένο έγκλημα, που πλέον εξαπλώθηκε σ’ όλον τον κόσμο, και από την συνοδοιπορούσα διαφθορά στη Ρωσία; Η απλούστατη απάντηση είναι ότι ο οπλισμένος με πυρηνικά όπλα δεινόσαυρος είναι ένα βήμα από το να συντριβεί πολιτικά και οικονομικά. ΄΄Οι Ρώσοι νοιώθουν πολύ ταπεινωμένοι – λέει ο Μπρεντ Σκόουκροφτ, σύμβουλος για την εθνική ασφάλεια του προέδρου Μπους. – Έχασαν την θέση τους ως μεγάλη δύναμη και στρέφονται εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης΄΄. Αν το δούμε ιστορικά, η πλησιέστερη αντιστοιχία της οικονομικής κατάστασης της Ρωσίας είναι η συνθήκη των Βερσαλλιών του τέλους του 1ου παγκοσμίου πολέμου, με την οποία η Αντάτ υποχρέωνε τους Γερμανούς σε τεράστιες αποζημιώσεις και απ’ την Γερμανία διέρρευσε τεράστιο κεφάλαιο- έτσι ο λαός πτώχευσε και δημιουργήθηκε το έδαφος για την άνοδο του Χίτλερ».

Στη Σερβία και τον πρώην γιουγκοσλαβικό χώρο από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1990 παρατηρήθηκε ταύτιση «επιχειρηματικών» και άλλων συμφερόντων ανάμεσα στην τοπική μαφία και τη ρωσική. Εκτός από την Σερβία, η ρωσική μαφία διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό και στη Βουλγαρία, όπου όμως το «ντόπιο κεφάλαιο» προσπάθησε με διάφορους τρόπους να αντιδράσει, οδηγώντας έτσι σε ένα ιδιότυπο γκανγκστερικό «αντάρτικο πόλεων» με εκρήξεις βομβών και εν ψυχρώ εκτελέσεις παραγόντων και από τις δύο πλευρές. Μέχρι και ολόκληρη λέσχη ιδρύθηκε στη Σόφια για την υπεράσπιση του γηγενούς επιχειρηματικού κόσμου έναντι της εισβολής του ξένου (βλέπε του ρωσικού). Δεν είναι ίσως καθόλου «τυχαίο» το ότι αυτή η συγκεκριμένη λέσχη είχε την αμέριστη αμερικανική υποστήριξη, όπως και διασύνδεση με τεκτονικές στοές (και ο νοών νοείτω…).

Κατά πολλούς μελετητές του φαινομένου της μαφίας εκείνος που θεμελίωσε την βαλκανική «χριστιανική» μαφία (δηλ. των ορθοδόξων χωρών της Βουλγαρίας και της Σερβίας) δεν ήταν παρά ο ίδιος ο «Γιαπόντσικ». Ο «κόκκινος νονός», όπως αποκλήθηκε, είχε στήσει το αποτελούμενο από σκληρούς και δυναμικούς bodyguards (άλλοτε μέλη των μονάδων ειδικών αποστολών του ρωσικού στρατού) επιτελείο του στη συνοικία Brighton Beach της Νέας Υόρκης, απ’ όπου – υποτίθεται – και είχε τον πλήρη έλεγχο των εξελίξεων του βαλκανικού υποκόσμου. Όνειρό του ήταν τον έλεγχο αυτό από τον «γυάλινο πύργο-στρατηγείο» του να τον διευρύνει και προς άλλες κατευθύνσεις: και προς τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και αργότερα σ’ όλον τον πλανήτη, καθιστάμενος έτσι οικονομικός κυρίαρχος του κόσμου! Τα παράτολμα όμως όνειρα του αυτά τα σταμάτησε εντελώς απότομα η σύλληψή του από το FBI το καλοκαίρι του 1995…

Να πως περιγράφει τον εαυτό του ο ίδιος ο «Γιαπόντσικ» (από την «εγκυκλοπαίδεια» της ρωσικής μαφίας «Το έγκλημα στη Ρωσία. Ποιος είναι ποιος» του Αλεξάντερ Μαξίμοφ – Александр А. Максимов, «Российская преступность. Кто есть кто», Москва, 1997): «Μισώ την πολυτέλεια. Δεν μου χρειάζονται πλούτη, διαμάντια, ιδιωτικά αεροπλάνα, κότερα και άλλες τέτοιες αγριότητες. Ζω ζωή ημι-σπαρτιατική. Όλα όσα μου χρειάζονται, μπορώ να τα έχω. Αλλά επαναλαμβάνω: Τίποτα δεν χρειάζομαι! Έχω εντελώς διαφορετικές αξίες, έχω πνευματικές αξίες. Πάρα πολλά πράγματα ανέχτηκα στη ζωή. Ακόμη δεν έχω χορτάσει άσπρο ψωμί. Για μένα το ξημέρωμα είναι πολύ πιο ακριβό, απ’ ότι για άλλους- εκατομμύρια δολάρια… Καλύτερα να ροκανίζω κυβόλιθους και να αισθάνομαι καθημερινός άνθρωπος, απ’ ότι να πνίγω στρείδια σε σαμπάνιες και να αισθάνομαι απόλυτος λούμπεν»…



102 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page