top of page
Εικόνα συγγραφέα.

Ο θάνατος του Ρόμπερτ Μάξγουελ

Φεβρουάριος 2008

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


Ο μεγιστάνας του βρετανικού Τύπου, Ρόμπερτ Μάξγουελ, γεννήθηκε το 1923 στην Τσεχοσλοβακία με το όνομα Ίαν Λούντβιχ Χοκ και ήταν γόνος εβραϊκής οικογένειας. Λίγους μήνες μετά την έναρξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου έφυγε, το 1940, για την Αγγλία, όπου και κατετάγη στο βρετανικό στρατό. Πολέμησε έως το 1945 και την περίοδο αυτή άλλαξε το όνομά του σε Ρόμπερτ Μάξγουελ. Φυσικά έλαβε και τη βρετανική υπηκοότητα και μετά τη λήξη του πολέμου εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα.

Βλέποντας τις μοναδικές ευκαιρίες που του διανοίγονταν μετά το πέρας των πολεμικών αναμετρήσεων, αποφάσισε να ασχοληθεί με τις εκδόσεις. Ήδη λοιπόν κατά την πρώτη αυτή περίοδο, συγκεκριμένα στη διάρκεια της κατοχής της Γερμανίας από τις συμμαχικές δυνάμεις, προσπάθησε και κατάφερε να γίνει ο μοναδικός διανομέας για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ των γερμανικών επιστημονικών εκδόσεων “Springer”. Η κίνησή του αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα του απέφερε κέρδη που έφταναν αρκετές δεκάδες χιλιάδες λίρες στερλίνες, κάτι το οποίο του επέτρεψε να επεκτείνει τις επιχειρησιακές του δυνατότητες. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 κατόρθωσε να αγοράσει και τις εκδόσεις “Pergamon”, που θεωρούνταν αρκετά αξιόλογες και που του ανέβασαν ακόμη περισσότερο τις μετοχές στο εκδοτικό «χρηματιστήριο». Πριν καλά-καλά συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια της ηλικίας του ο Μάξγουελ είχε κατορθώσει να χτίσει μια μικρή αυτοκρατορία...

Το 1964 μπήκε στη βρετανική βουλή ως μέλος του Εργατικού Κόμματος (Labour Party), ενώ συνέχισε να επεκτείνει τις δουλειές του. Τα χρόνια εκείνα αποφάσισε να κάνει κάποια επιχειρηματικά «άλματα», στην προσπάθειά του να καταστεί κυρίαρχος του επικοινωνιακού παιχνιδιού της Μεγάλης Βρετανίας. Στις προσπάθειές του αυτές όμως βρήκε αρκετούς αντιπάλους, ακόμα και μέσα από τις βρετανικές κρατικές δομές, και συγκεκριμένα από κύκλους των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας, οι οποίοι δεν ήταν σίγουροι ούτε για τις προθέσεις του, αλλά ούτε και για το ποιος πραγματικά βρισκόταν από πίσω του... Ο ίδιος ο Μάξγουελ απέδωσε τις απόπειρες παρεμπόδισης των στόχων του σε οργανωμένα αντίπαλα εκδοτικά συμφέροντα, τα οποία χρησιμοποιούσαν ανθρώπους του παρασκηνίου, προκειμένου να ανακόψουν την ανοδική του πορεία. Χαρακτηριστική ήταν η σύγκρουσή του στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με έναν άλλο μεγαλοεπιχειρηματία των ΜΜΕ, τον Αυστραλό Ρούπερτ Μέρντοχ, για την απόκτηση της κυριακάτικης αγγλικής εφημερίδας «Νέα του Κόσμου» (“News of the World”), στην οποία όμως ο Μάξγουελ βγήκε ηττημένος.

Τα ίδια χρόνια ο Μάξγουελ κατηγορούσε τους πολυάριθμους αντιπάλους του, ότι τον δυσφημούν, διεξάγοντας εναντίον του έναν βρώμικο πόλεμο ψεύτικων διαδόσεων και συκοφαντιών, που – κατά τον ίδιο – ήταν αστήρικτες και αδικαιολόγητες. Για παράδειγμα, με τις εκδόσεις του είχε αποκτήσει την αρνητική φήμη ότι αφήνει απλήρωτους πολλούς συγγραφείς και ότι εκμεταλλεύεται τους εργαζομένους στο συγκρότημά του, ενώ την ίδια ώρα τα οικονομικά των εταιρειών του ήταν παραπάνω από ανθηρά και ο ίδιος ήταν αμείλικτος εναντίον του οποιουδήποτε του χρωστούσε το παραμικρό. Την εποχή εκείνη κάποιοι άρχισαν να μιλούν και για ύποπτες διασυνδέσεις του εκδότη με κύκλους της παγκόσμιας μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ στην πρώτη γραμμή ήταν η βαριά κατηγορία ότι οι εκδόσεις του δεν ήταν παρά το αναγκαίο κάλυμμα για τις πραγματικές του ενασχολήσεις, που περιελάμβαναν διαφόρων ειδών λαθρεμπορία έως και διεξαγωγή επιχειρήσεων εκβιασμών εναντίον άλλων επιχειρηματιών...

Μετά από μια περίοδο έντονων προβλημάτων και ανταγωνισμού, άρχισε να διαφαίνεται για το Μάξγουελ η μεγάλη άνοδος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε τoν πανίσχυρο και συμπαγή «Όμιλο Επικοινωνιών Μάξγουελ» (“Maxwell Communications Corporation”), ο οποίος το 1984 πραγματοποίησε το μεγάλο «χτύπημα» στον κόσμο των βρετανικών ΜΜΕ۬ αγόρασε τον όμιλο εφημερίδων της “Mirror”, που μεταξύ άλλων εκδίδει την πολύ επιτυχημένη καθημερινή εφημερίδα “Daily Mirror”. Η επόμενη μεγάλη στιγμή ήρθε το 1988, με την αγορά του ιστορικού βρετανικού εκδοτικού οίκου “McMillan”, που θεωρείται από τους πιο έγκυρους και δυνατούς στον κόσμο. Ήταν πια εμφανές ότι η μικρή άλλοτε αυτοκρατορία του Μάξγουελ είχε μετατραπεί σε μια υπερδύναμη στο χώρο των ΜΜΕ και των εκδόσεων, με βεληνεκές ισχύος που κατά πολύ ξεπερνούσε τα όρια της Μεγάλης Βρετανίας.

Στην υπερδύναμη του ομίλου εταιρειών του Μάξγουελ περιλαμβάνονταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, εκτός από τη “Mirror” και τις εκδόσεις “McMillan”, οι εκδόσεις “Pergamon”, το 50% του ευρωπαϊκού μουσικού καναλιού MTV, το 20% του βρετανικού “Central TV”, το 12% του γαλλικού τηλεοπτικού σταθμού TFI, η “Maxwell Cable TV” («Καλωδιακή Τηλεόραση Μάξγουελ») και αρκετά άλλα۬ όλα αυτά πιστοποιούσαν την πραγματικότητα ότι ο μεγαλοεκδότης έτεινε πια να κυριαρχήσει στο μεγάλο παιχνίδι του βρετανικού Τύπου, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Δεδομένων και των παλαιότερων υποψιών περί σχέσεων του Μάξγουελ με τη διεθνή μαφία και με ξένες μυστικές υπηρεσίες, η τάση του να ηγεμονεύσει στα βρετανικά ΜΜΕ, επηρεάζοντας έτσι και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, δημιουργούνταν πλέον ένα εκρηκτικό «μείγμα», που δεν θα αργούσε να «σκάσει»...

Το φθινόπωρο του 1991 τα πράγματα είχαν πλέον φτάσει σε οριακό σημείο. Ένας βουλευτής, ο Ρούπερτ Άλασον, ενέπλεξε δημόσια τον Μάξγουελ σε ευρύτερα παιχνίδια διεθνούς κατασκοπείας, με σαφείς γεωπολιτικές προεκτάσεις, πάντοτε σε συνδυασμό με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Μάξγουελ κατηγορήθηκε ακόμη και για ανάμειξη στο εμπόριο όπλων προς το Ιράν, μεσούντος του οκταετούς πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ τη δεκαετία του ’80. Φυσικά ο μεγιστάνας του Τύπου απάντησε με μηνύσεις και έσπευσε για μια μικρή κρουαζιέρα στην Καραϊβική, προκειμένου να ξεκουραστεί απ’ όλες αυτές τις περιπέτειες. Δεν πέρασαν παρά λίγες μόνο ημέρες, όταν η βρετανική και η παγκόσμια κοινή γνώμη έμαθαν το συνταρακτικό γεγονός: ο Μάξγουελ πνίγηκε στις 5 Νοεμβρίου 1991, πέφτοντας από το κότερό του, το Lady Chislaine!

Η επίσημη εκδοχή του θανάτου του ήταν ο πνιγμός λόγω ατυχήματος, αφού θεωρήθηκε ότι ο μεγιστάνας γλίστρησε από το γιοτ και δεν κατάφερε να επιπλεύσει στα βαθιά του ωκεανού. Ήταν όμως νύχτα και δεν υπήρχε απολύτως κανένας μάρτυρας που να πιστοποιήσει τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Μάξγουελ βρήκε τον θάνατο. Ένα ερώτημα που κυριάρχησε τις αμέσως επόμενες μέρες ήταν γιατί άραγε από το 11μελές πλήρωμα του σκάφους, μόνο δύο ήταν ξάγρυπνοι εκείνη τη νύχτα; Κανονικά θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πέντε μέλη του πληρώματος σε νυχτερινή υπηρεσία, για λόγους ασφαλείας του κότερου. Πέραν αυτού, οι λιγοστοί μάρτυρες είπαν στις αρχές ότι εκείνη τη βραδιά ο Μάξγουελ είχε χάσει την όποια διάθεσή του και ήταν επί ώρες κλεισμένος στην ιδιαίτερη καμπίνα του. Πάντως πολλοί παρατήρησαν ότι και το ίδιο το πλήρωμα περιέργως άργησε πολύ να ψάξει τον μεγαλοεκδότη, ενώ εκείνος απουσίαζε επί ώρα۬ όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν πια πάνω στο σκάφος, ήταν πολύ, μα πολύ αργά...

Μετά τον θάνατό του φάνηκε ακόμη περισσότερο η σχέση του Μάξγουελ με το Ισραήλ και τον παγκόσμιο εβραϊσμό. Σύμφωνα με τη διαθήκη που είχε αφήσει, η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στο Λόφο των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ, όπου είναι γνωστό ότι θάβονται οι πιο τιμημένοι ήρωες του Ισραήλ. Μάλιστα του αποδόθηκαν και τιμές κυβερνήτη, ενώ στην τελετή ήταν παρούσα σε πλήρη σύνθεση όλη η ισραηλινή κυβέρνηση. Ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός δήλωσε πάνω απ’ το φέρετρο του νεκρού τα εκπληκτικά λόγια: «Δεν υπάρχουν λόγια, για να εκφράσουν τα όσα αυτός έκανε για το Ισραήλ»! Αυτό και μόνο το γεγονός συνιστούσε για πολλούς σαφέστατη ένδειξη, αν όχι και απόδειξη, ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Μάξγουελ εργαζόταν για το κράτος του Ισραήλ και για τα όπου Γης εβραϊκά συμφέροντα۬ αναζωπυρώθηκαν έτσι ξανά οι παλιές φήμες περί διασύνδεσής του με τη Μοσάντ και με άλλα εβραϊκών συμφερόντων κέντρα.

Για τις συνθήκες του θανάτου του Μάξγουελ έχουν ειπωθεί κατά καιρούς πολλά και διάφορα. Από αυτά τα περισσότερα είναι αναπόδεικτα και σίγουρα στερούνται κάποιου κεντρικού νοήματος. Υφίσταται όμως και μία εκδοχή, κατά την οποία ο Εβραίος μεγιστάνας υπήρξε στην ουσία θύμα της ίδιας της Μοσάντ, της υπηρεσίας δηλαδή της οποίας υποτίθεται ότι ήταν πολυτιμότατος συνεργάτης. Το όνομα του Μάξγουελ βρέθηκε αναμεμειγμένο στην υπόθεση του Μορντεχάι Βανούνου, η οποία ήταν νευραλγικής σημασίας για το Ισραήλ۬ ο Βανούνου ήταν πρώην πυρηνικός τεχνικός, ο οποίος το 1986 προέβη σε δημόσιες αποκαλύψεις σχετικά με το υπερ-απόρρητο πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ. Η ισραηλινή κυβέρνηση εξαγριώθηκε και έτσι η Μοσάντ ανέλαβε δράση. Μία πράκτορας της ισραηλινής υπηρεσίας, με το ψευδώνυμο Σίντι, κατάφερε να παρασύρει τον Βανούνου (ο οποίος ζούσε στην Αγγλία), παριστάνοντας την ερωτευμένη μαζί του και να τον πάει στη Ρώμη, όπου τον νάρκωσε κι έτσι μεταφέρθηκε, χωρίς να το καταλάβει, στο Ισραήλ. Εκεί καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών (απελευθερώθηκε τελικά, με περιοριστικούς όρους, το 2004).

Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, η Μοσάντ διαπίστωσε ότι υπήρχε άμεση επαφή του Βανούνου με τον Μάξγουελ και μάλιστα ήταν ο Νίκολας Ντέιβις, δημοσιογράφος της “Daily Mirror”, εκείνος που πρώτος ενημέρωσε την ισραηλινή πρεσβεία του Λονδίνου για τις προθέσεις του επιστήμονα να προβεί σε αποκαλύψεις. Η Μοσάντ έψαξε όλες τις διασυνδέσεις του Μάξγουελ και προφανώς βρήκε στοιχεία που την οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο μεγαλοεκδότης έπαιζε σε πολλά «ταμπλώ» και δεν ήταν τόσο πιστός στην υπηρεσία όσο φαινόταν. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι είχε δανειστεί τεράστια ποσά από το Ισραήλ, με μεσολάβηση «ειδικών» ανθρώπων των παρασκηνίων της χώρας, τα οποία και ποτέ δεν επέστρεψε, ίσως οδήγησαν κάποιους εβραϊκούς κύκλους να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντί του...


40 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page