31.1.2008
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη επανεμφανίστηκε έναν ολόκληρο σχεδόν χρόνο μετά τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα, Ρίτσαρντ Γουέλς. Ενώ στην περίπτωση της δολοφονίας του Αμερικανού δεν έγινε πιστευτή η ύπαρξή της (αποδόθηκε σε «χαφιεδίστικο» ξεκαθάρισμα λογαριασμών...), τη δεύτερη φορά δεν έμενε πια καμία απολύτως αμφιβολία ότι υπήρχε πράγματι κάποια οργάνωση ένοπλης δράσης που χτυπούσε ανθρώπινους στόχους, λαμβανοντας με τον ανορθόδοξο αυτό τρόπο πολιτική υπόσταση.
Ήταν 13 Δεκεμβρίου του 1976, βράδυ, όταν η επί δεκαετίες ολόκληρες θεωρούμενη ως οργάνωση-«φάντασμα» σκότωσε μπροστά σχεδόν από το σπίτι του τον απότακτο αστυνόμο Ευάγγελο Μάλλιο, 47 ετών. Σύμφωνα με το έγγραφο της αστυνομίας «ενώ το θύμα βάδιζε προς την οικία του, ένας άνδρας υψηλού αναστήματος, που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο της οδού Άτλαντος αριθμός 6, μαζί με μια γυναίκα ξανθιά, με την οποία δήθεν βρισκόταν σε ερωτικές περιπτύξεις, πυροβόλησε από πολύ κοντά το θύμα τρεις φορές». Ο Μάλλιος ξεψύχησε στο χειρουργείο τα χαράματα της επόμενης ημέρας...
Το κείμενο της 17 Νοέμβρη που συνόδευε την εκτέλεση έφερε τον τίτλο «Εκτέλεση του αρχιβασανιστή Ε. Μάλλιου» και αφέθηκε από τους δολοφόνους στο σημείο του εγκλήματος. Η οργάνωση «δικαιολόγησε» την ενέργειά της, ισχυριζόμενη ότι οι θεωρούμενοι ως βασανιστές της χούντας (ο επιθεωρητής Μάλλιος ήταν ένας από αυτούς), ενώ επί 7,5 χρόνια εξασκούσαν τρομακτικά βασανιστήρια πάνω στους αντιστασιακούς αγωνιστές, εντούτοις παρέμειναν τελικά ουσιαστικά ατιμώρητοι, εφόσον είτε δεν καταδικάστηκαν καθόλου είτε «έφαγαν» κάποια συμβολική, μικρής χρονικής περιόδου, τιμωρία και συνέχιζαν να κυκλοφορούν πανελεύθεροι. Γι’ αυτό και η εν λόγω οργάνωση αποφάσισε να δράσει κατά κάποιον τρόπο ως εκδικητής και να σκοτώσει έναν από τους υποτιθέμενους βασανιστές της ασφάλειας...
Σύμφωνα με πληροφορίες που βγήκαν αργότερα στο φως της ημέρας (Βλέπε και στο βιβλίο των Αλέξη Παπαχελά και Τάσου Τέλλογλου, Φάκελος 17 Νοέμβρη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2002), ο Μάλλιος εθεωρείτο «θεσμική μνήμη» της Ασφάλειας, ο άνθρωπος που γνώριζε καλά πρόσωπα και πράγματα στο χώρο των αριστερών και αντιστασιακών οργανώσεων λόγω της προϋπηρεσίας του στην υπηρεσία πληροφοριών της Ασφάλειας Αττικής. Αφού διώχθηκε από την αστυνομία μετά την πτώση της δικτατορίας, λόγω των γνωστών κατηγοριών περί βασανιστηρίων, ο Μάλλιος πίστευε πως θα έπεφτε στόχος εκδίκησης. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος, για τον οποίο πάντοτε οπλοφορούσε και ήταν πολύ επιφυλακτικός. Εξάλλου, επειδή είχε πολλές γνώσεις γύρω από πράγματα και καταστάσεις σχετικά με τις ομάδες ένοπλης δράσης, φοβόταν πολύ ότι κάποιος παλιός «γνωστός» του ήταν πιθανό να τον σκοτώσει. Και πράγματι, στο παραλήρημά του πριν μπει στο χειρουργείο και λίγο προτού πεθάνει, ανέφερε κάτι αρκετά παράξενο: «Μ’ έφαγε ο ψηλός του 1973», μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Τι εννοούσε άραγε; Μήπως κάποιον από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973; Ο Μάλλιος πήρε το μυστικό για πάντα στον τάφο του, ένα μυστικό που – αν μπορούσε να μιλήσει – ίσως να άλλαζε εντελώς την πορεία της τρομοκρατίας στην Ελλάδα στην περίοδο της μεταπολίτευσης...
Στην προκήρυξή της για την εκτέλεση Μάλλιου, η 17 Νοέμβρη αναφέρει και μερικά άλλα ονόματα κατηγορηθέντων ως βασανιστών της Ασφάλειας κατά την περίοδο της χούντας. Ένα από αυτά είναι εκείνο του επίσης πρώην αστυνόμου Πέτρου Μπάμπαλη. Ήταν λοιπόν σαφές ήδη από τα τέλη του 1976 ότι ο Μπάμπαλης ήταν στόχος τρομοκρατικής ενέργειας. Και πράγματι, δεν πέρασαν παρά δύο χρόνια και κάτι, όταν στις 31 Ιανουαρίου του 1979 ο κατηγορούμενος επίσης ως αστυνόμος-βασανιστής έπεσε κι αυτός νεκρός από τις σφαίρες αγνώστων δραστών. Την ευθύνη της ενέργειας την ανέλαβε μια πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα δράσης, υπό την επωνυμία «Ιούνης ’78». Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η παράξενη αυτή οργάνωση έκτοτε δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά, λες και δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να σκοτώσει τον Μπάμπαλη!
Ο Μπάμπαλης ήταν, εκτός από συνάδελφος, και πολύ καλός φίλος με τον Μάλλιο. Όταν ο Μάλλιος σκοτώθηκε, ο Μπάμπαλης τρομοκρατήθηκε (προφανώς επειδή αναφερόταν και το δικό του όνομα στην προκήρυξη της 17 Νοέμβρη) και διέφυγε για ένα χρονικό διάστημα στο εξωτερικό, αφού φοβόταν ότι θα πέσει κι αυτός θύμα εκδίκησης κάποιου παλιού αντιστασιακού. Τελικά όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη «μέγγενη» της τρομοκρατίας των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών, κατά τα οποία – είναι αλήθεια – παρόμοιες ενέργειες εναντίον πρώην συνεργατών της δικτατορίας αντιμετωπίζονταν σχεδόν με χαρά από μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα οπαδών της άκρας Αριστεράς...
Έτσι και στη σχετική προκήρυξη της οργάνωσης «Ιούνης ’78» (που αρκετά χρόνια αργότερα ο ΕΛΑ θα παραδεχτεί ότι ήταν δική του «ομάδα κρούσης»), η επίθεση εναντίον του Μπάμπαλη είναι πρωτοφανής˙ είναι χαρακτηριστικό ότι η προκήρυξη ξεκινά απότομα κι επιθετικά: «Από σήμερα, ο άθλιος και μισητός βασανιστής, ο αστυνόμος Πέτρος Μπάμπαλης έπαψε να υπάρχει. Εκτελέστηκε από μια ομάδα αγωνιστών. Η προσωπικότητα και το έργο του Μπάμπαλη είναι γνωστά σε όλους. Στην περίοδο της χούντας η δράση του και η φήμη του ξεπέρασαν και τα σύνορα της Ελλάδας»...
Αρχικά είχε πιστευτεί ότι η δολοφονία αποτελούσε ενέργεια της 17 Νοέμβρη, που για κάποιο άγνωστο λόγο είχε αλλάξει ονομασία ειδικά για τη συγκεκριμένη πράξη. Ποτέ όμως η 17 Νοέμβρη δεν ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας του Μπάμπαλη και τελικά, ύστερα από πολύ καιρό, ο ΕΛΑ ομολόγησε από μόνος του ότι η εκτέλεση του πρώην αστυνόμου ήταν δικό του έργο. Όπως και με τον Μάλλιο, έτσι και στην περίπτωση του Μπάμπαλη πηγές μέσα από την αστυνομία και τις υπηρεσίες πληροφοριών ανέφεραν ότι επρόκειτο περί ανθρώπου που γνώριζε πάρα πολλά για τις αντιστασιακές ομάδες επί επταετίας (τη δομή τους, τη μεθοδολογία τους, αλλά και πρόσωπα που σχετίζονταν μ’ αυτές) και θα μπορούσε να συμβάλλει τα μέγιστα στην πάταξη της τρομοκρατίας που εμφανίστηκε στη χώρα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Κάποιος μάλιστα έφτασε στο σημείο να πει ότι ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης εκτελέστηκαν, ακριβώς για να μη βρεθούν ποτέ οι τρομοκράτες...
Είναι αλήθεια ότι μετά τη δολοφονία του Μάλλιου, ο Μπάμπαλης (που κατά τους τρομοκράτες συνέχιζε να δουλεύει για την Ασφάλεια ως εξωτερικός πληροφοριοδότης ακόμα και μετά την πτώση της χούντας!) είχε ξεκινήσει έρευνα για να βρει ποιοι ήταν αυτοί που είχαν σκοτώσει τον παλιό φίλο και συνάδελφό του. Μάλιστα θεωρήθηκε ότι βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στο να τους ανακαλύψει, γι’ αυτό και υποτίθεται ότι επισπεύστηκε η εκτέλεσή του... Όσον αφορά στην πιθανή του συγγένεια με τη 17 Νοέμβρη, κάποιοι αναλυτές των μυστικών υπηρεσιών ήταν εξαρχής κατηγορηματικοί: όχι, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σχέση ανάμεσα στον «Ιούνη ’78» και τη 17 Νοέμβρη, αφού τα κείμενα των δύο οργανώσεων ήταν γραμμένα με εντελώς διαφορετικό στυλ γραψίματος, ενώ και οι γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές θέσεις τους κινούνταν σε διαφορετικές επίσης τροχιές. Αντίθετα (κι εδώ δικαιώθηκαν οι συγκεκριμένοι «πράκτορες») διαφαινόταν καθαρή σύνδεση της ομάδας αυτής με τον ΕΛΑ.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία εκείνος που επέμενε για τη δολοφονία του Μπάμπαλη και γενικότερα εκφραζόταν υπέρ των εκτελέσεων συγκεκριμένων παραγόντων του κατεστημένου δεν ήταν άλλος παρά ο θεωρούμενος ως μέλος του ΕΛΑ, αναρχοαυτόνομος Χρήστος Τσουτσουβής. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο Τσουτσουβής διαφωνούσε με την τατική του ΕΛΑ να τοποθετεί μόνο βόμβες, προκαλώντας αποκλειστικά υλικές φθορές κι έτσι αργότερα αποχώρησε από την οργάνωση, για να ιδρύσει τη δική του (λέγεται πως αυτός ήταν πίσω από την Αντικρατική Πάλη), με τραγική κατάληξη το αιματηρό επεισόδιο στην περιοχή του Γκύζη το 1985 και το θάνατο του ιδίου και τριών αστυνομικών...
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, πέραν της αναφοράς της 17 Νοέμβρη στο πρόσωπο του Μπάμπαλη στην προκήρυξή της για το Μάλλιο, η αστυνομία είχε τουλάχιστον ακόμη μία ένδειξη ότι ο παλιός τους συνάδελφος αποτελούσε όντως στόχο δολοφονίας. Επρόκειτο για τις περίφημες «σακούλες της Πάρνηθας», μέσα στις οποίες είχαν βρεθεί (τον Ιανουάριο του 1978) όπλα, σφαίρες, έγγραφα διδασκαλίας τρομοκρατικών μεθόδων (αποσπάσματα από το κλασικό βιβλιαράκι του δολοφονηθέντος τρομοκράτη Κάρλος Μαριγκέλλα «Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων»), καθώς και κάποιες σημειώσεις με ονόματα και διευθύνσεις. Η αστυνομία βρήκε τις δυο αυτές σακούλες στο 25ο περίπου χιλιόμετρο του δρόμου προς την Πάρνηθα, κατόπιν τηλεφωνήματος αγνώστου προσώπου. Στις πολύ ενδιαφέρουσες σημειώσεις βρέθηκε το όνομα του Πέτρου Μπάμπαλη, αλλά με τη διεύθυνση του σπιτιού του... Ευάγγελου Μάλλιου! Επίσης γραφόταν ότι ο Μπάμπαλης οδηγούσε μία Φορντ, που όμως ανήκε σε κοινό φίλο των δύο πρώην αστυνόμων, αλλά την οδηγούσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ως βασανιστές... Άλλο αξιοπερίεργο στοιχείο αποτελεί η αναγραφή στις σημειώσεις των δύο σακούλων στοιχείων που αφορούσαν τον τότε διευθυντή στην Ελλάδα της γερμανικής επιχείρησης AEG˙ λίγους μόλις μήνες μετά ακολούθησε το γνωστό επεισόδιο στις εγκαταστάσεις της AEG στο Ρέντη, όπου σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασσίμης!...
Η ιστορία με τις «σακούλες της Πάρνηθας» έδειξε πεντακάθαρα ότι κάποιος ξεφορτώθηκε εκεί άρον-άρον τα «καυτά» αυτά στοιχεία, προφανώς διότι ανέμενε αστυνομικό έλεγχο στο χώρο του. Επίσης, φανέρωσε ότι υπήρχε, αρχικά τουλάχιστον, κοινή γιάφκα της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ, που χρησιμοποιούσαν το ίδιο ακριβώς υλικό και μόνο αργότερα οριοθετήθηκαν ως εντελώς διαφορετικές ομάδες ένοπλης πάλης. Ίσως αυτός να ήταν και ο κύριος λόγος που αρκετοί στις διωκτικές αρχές πίστευαν ότι τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ουσιαστικά υπήρχε «μία» οργάνωση, που δρούσε με διαφορετικά προσωπεία, υπονοώντας τη σαφή ύπαρξη ενός πυρήνα που δρούσε ως «κεντρικό συμβούλιο της τρομοκρατίας» και που συνεργάτες των αρχών υπέθεταν ότι είχε 10 με 11 μέλη...
Comments