11.2.2007
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Ο πλέον αδικημένος λαός του πλανήτη
Ίσως ο πλέον αδικημένος λαός του πλανήτη να είναι οι λεγόμενοι Αθίγγανοι ή Γύφτοι, τους οποίους η σύγχρονη λαογραφία γνωρίζει με την γενικότερη ονομασία Ρομ (στον πληθυντικό της γλώσσας τους γίνεται «Ρομά»). Η αδικία αυτή συνίσταται στο ότι τους αποδίδονται ένας σωρός από αρνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία είτε διογκώνονται επίτηδες είτε είναι απολύτως ψευδή. Έτσι ο σύγχρονος μέσος άνθρωπος από μικρός κιόλας σχηματίζει για τη φυλή των Ρομ μία εντελώς αρνητική εικόνα, κάτι που εξωτερικεύει και στη συμπεριφορά του απέναντί τους, με το να τους υποτιμά.
Θα αναφέρουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κλασικής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, σε ό,τι αφορά τους Ρομ, όπως προκύπτει τουλάχιστον από την άμεση εμπειρία του υπογράφοντος αυτή τη στήλη. Προσδίδεται λοιπόν στους Αθίγγανους-Ρομ ο χαρακτηρισμός του τσιγκούνη, εκείνου δηλαδή που είναι φιλάργυρος και – αν και πλούσιος – δεν δίνει τίποτε σε κανέναν, παρά μόνο κρατά τα πάντα για τον εαυτό του και ποτέ του δεν «χορταίνει» απ’ τα πλούτη και τα αγαθά του. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι λέξεις «τσιγκούνης» και «γύφτος» στη σημερινή ελληνική γλώσσα ταυτίζονται πλήρως. Κι όμως η αλήθεια είναι πέρα για πέρα διαφορετική: οι Τσιγγάνοι όχι μόνο δεν είναι φιλοχρήματοι, αλλά το ακριβώς αντίθετο! Είναι απόλυτα ανοιχτοί τόσο ως προς την εξωτερίκευση του εσωτερικού (ψυχοπνευματικού) τους κόσμου, όσο και ως προς το να μοιράζονται τα όποια – λίγα – αγαθά έχουν με όσους συμπαθούν και είναι φίλοι μαζί τους, έστω και αν εκείνοι δεν ανήκουν στο γένος των Ρομ.
Εκτός του ότι οι Ρομ είναι «χουβαρντάδες» (αντίθετα με κάποιους «καθωσπρέπει κυρίους», που ως όρνια καταξεσχίζουν οικονομικά τους κρατικούς ιστούς, δημιουργώντας συνεχώς τεράστια ελλείμματα), είναι επίσης και οι μόνοι σύγχρονοι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη μας, που συνεχίζουν να ζουν βίο απόλυτα φυσικό, σεβόμενοι τη μάνα-Γη. Ο φυσικός τρόπος ζωής των Τσιγγάνων έχει κατά καιρούς καταγραφεί στις λαϊκές μυθολογίες και δοξασίες του ανθρώπου και εκπλήσσει με την καλλιέργεια ψυχής και τον πνευματικό πλούτο αυτού του λαού. Εντούτοις, ο νομαδικός βίος των Ρομ θεωρείται σήμερα μειονέκτημα, ενώ «σωστός» θεωρείται ο εγκλωβισμός των άτυχων ανθρώπων μέσα σε διαμερίσματα-κλουβιά των μοντέρνων μεγαλουπόλεων, με τη ρύπανση του περιβάλλοντος, τα δεκάδες χιλιάδες οχήματα στους δρόμους και την ψυχική απομόνωση των κατοίκων τους...
Απ’ την άλλη η Τσιγγάνα μάνα με τα πολλά παιδιά είναι όντως ηρωίδα, την ώρα που οι «λευκοί» άνθρωποι παραμένουν άτεκνοι και χωρίς κανέναν εθνικό δυναμισμό, γκρινιάζοντας μόνο σαν τις γριούλες για τον χαμό του έθνους που έρχεται κι ας συντελούν για κάτι τέτοιο πρώτιστα αυτοί οι ίδιοι! Πράγματι, η μητέρα-Ρομ στα 40 της είναι πλέον γιαγιά, ώριμη και συνεισφέρουσα στην διαιώνιση της φυλής της, ενώ η «πολιτισμένη» αστή της ίδιας ηλικίας ακόμη «παιδιαρίζει», ψάχνοντας τι είδους παντελόνια να φορέσει και – όντας άνεργη, αφού ποτέ της δεν καταδέχεται να κάνει «χειρωνακτικές» εργασίες – αναζητεί εργασία σε... γραφείο με μισθό 500-600 ευρώ το μήνα...
Βέβαια οι Ρομ έχουν κι αυτοί κάποια ελαττώματα, αφού ως άνθρωποι ούτε τέλειοι είναι ούτε αλάθητοι. Π.χ. χαρακτηριστικό γνώρισμα του λαού αυτού αποτελεί η μικροκλεψιά και η μικροαπατεωνιά, διακινδυνεύοντας έτσι για 5 δραχμές να χαλάσουν φιλίες δεκαετιών. Όμως αυτό ακριβώς το αρνητικό χαρακτηριστικό των Ρομ δείχνει και ανθρώπους που δεν είναι ικανοί για μεγάλα εγκλήματα, ούτε και για μεγάλες «κομπίνες» με πολλά εκατομμύρια. Και όντως ποτέ στην Ελλάδα δεν ακούστηκε αποτρόπαιο έγκλημα να έχει διαπράξει κάποιος Τσιγγάνος, όπως το ίδιο ισχύει και για σοβαρή ληστεία σε βάρος του λαού (όπου ειδικεύονται αριστοτέχνες λήσταρχοι γραβατοφόροι «άνδρες»). Ίσα-ίσα πολλές φορές ο διάχυτος ρομαντισμός των Ρομ τους οδηγεί σε ληστείες υπέρ των φτωχών, όταν με πρότυπο τον Ρομπέν των δασών επιτίθενται σε περιουσίες πλουσίων (που σίγουρα δεν απέκτησαν με τίμιο τρόπο τα υπάρχοντά τους) και ύστερα βοηθούν τους έχοντες άμεση ανάγκη ομόφυλούς τους (και όχι μόνο)!
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης και της πρακτικής των Τσιγγάνων-Ρομ, που η σύγχρονη ιστοριογραφία έχει κυριολεκτικά «σατανοποιήσει». Καταρρίπτεται έτσι άλλος ένας μύθος του σύγχρονου Έλληνα και γενικότερα Ευρωπαίου, που κατατάσσει τους Ρομ σε όντα δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι πια οι μόνοι που συνεχίζουν την φυλετική και εθιμική παράδοση της Αρίας ευρασιατικής φυλής του απώτατου παρελθόντος.
Περί της τσιγγάνικης γλώσσας
Η γλώσσα των Αθίγγανων-Ρομ, όπως προκύπτει από την μελέτη των ριζών των λέξεών της, είναι μία πανάρχαια άρια («ινδοευρωπαϊκή») γλώσσα, διασώζει δε μεγάλο πλούτο πρωτόγονων λέξεων και εννοιών που ειδάλλως έχουν χαθεί απ’ τις υπόλοιπες γλώσσες του πλανήτη. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο αποτελεί και ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο, που – έτσι και αξιοποιηθεί σωστά – θα μας φανερώσει ακόμη περισσότερα θαυμαστά στοιχεία από τον προϊστορικό άνθρωπο και την γλώσσα του. Βέβαια στην Ελλάδα οι «ειδικοί» (ανειδίκευτοι) «επιστήμονες γλωσσολόγοι» έχουν μαύρα μεσάνυχτα απ’ όλα αυτά και έτσι ουδέποτε κάποιος εξ αυτών έγραψε μια σειρά έστω για την καταγωγή, την εξέλιξη και την σημερινή κατάσταση της τσιγγάνικης γλώσσας. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν στο παρόν κείμενο με δυο λόγια να θέσουμε μερικά ανάλογα στοιχεία, καλύπτοντας έστω και εν μέρει το κενό που προκαλούν οι «Έλληνες ακαδημαϊκοί αν-εγκέφαλοι».
Καταρχάς να αναφέρουμε ότι λόγω του νομαδικού τους βίου οι Αθίγγανοι και εφόσον έχουν εξαπλωθεί σε όλες σχεδόν τις γωνιές της Γης δεν κατέχουν ενιαίο και συγκροτημένο γλωσσικό σύστημα, ούτε και δεδομένο σταθερό αλφάβητο, παρά τοπικές διαλέκτους, που συνήθως γράφονται με το αλφάβητο της χώρας που τους φιλοξενεί. Στο παρόν λοιπόν κείμενο λαμβάνουμε υπόψη μας το τσιγγάνικο ιδίωμα των Ρομά της περιοχής της βουλγαρικής πρωτεύουσας, Σόφιας, κι ετούτο το πράττουμε για έναν και μοναδικό λόγο: για να δείξουμε πόσες κοινές λέξεις και ρίζες υφίστανται μεταξύ της τσιγγανικής και της ελληνικής γλώσσας, κάτι που οφείλεται σε κοινή γλωσσική (και όχι μόνο) προέλευση των δύο λαών από την ευρασιατική πρωτο-κοιτίδα του απώτατου παρελθόντος. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιούμε την τσιγγάνικη διάλεκτο π.χ. των Αθηνών, αφού τότε θα μπορούσε κάποιος να αντιπεί ότι τα κοινά στοιχεία των δύο γλωσσών οφείλονται στην άμεση επαφή των δύο λαών. Για την απόδοση των τσιγγάνικων λέξεων χρησιμοποιούμε το λατινικό αλφάβητο, λόγω του ότι στην ελληνική γλώσσα (και κατά συνέπεια και στο ελληνικό αλφάβητο) δεν υπάρχουν διάφοροι ήχοι, όπως π.χ. το παχύ «σ» («sh») κτλ.
Ιδού λοιπόν ένας σύντομος πίνακας συσχετισμού της τσιγγάνικης και της ελληνικής γλώσσας (να σημειωθεί ότι η επιλογή των λέξεων είναι τυχαία και δεν ακολουθεί την αλφαβητική σειρά):
Πρώτα-πρώτα στα αριθμητικά, παρατηρείται εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μετράμε λοιπόν από το ένα έως το δέκα. Τσιγγάνικα (Τ)- 1. ekh, 2. duj, 3. trin, 4. shtar, 5. panch, 6. shov, 7. efta, 8. ohto, 9. ejna, 10. desh. Ελληνικά (Ε)- 1. ένα, 2. δύο, 3. τρία, 4. τέσσερα, 5. πέντε, 6. έξι, 7. επτά, 8. οκτώ, 9. εννιά, 10. δέκα. Βλέπουμε ότι ακόμα και στα αριθμητικά που δεν είναι όμοια, υφίσταται κάποια κοινή, αναγόμενη στο μακρινό παρελθόν, ετυμολογική ρίζα, π.χ. στο 4 ή το 5 κτλ. Από εκεί και πέρα στην τσιγγάνικη υπάρχουν και τα αριθμητικά που αντιστοιχούν πλήρως με τα ελληνικά trijanda, saranda, peinda, που ασφαλώς δεν χρειάζονται καν μετάφραση! Επίσης στην τσιγγάνικη γλώσσα shel είναι το εκατό κι έτσι έχουμε dujshel (200), trinshel (300) κ.ο.κ. Τέλος, milja είναι το εκατομμύριο (πρβλ. «μίλι», καθώς και λατινογενές «million») και έτσι αντίστοιχα έχουμε duj miljia, trin milja κτλ.
Τ. lulugja – Ε. λουλούδια. Πλήρης λεξιλογική ταύτιση.
Τ. hav – Ε. τρώω. Πρβλ. το καθημερινής χρήσης ελληνικό «χάφτω».
Τ. kuvari – Ε. σφαίρα, γλόμπος. Καθόλου τυχαία ταύτιση με την σύγχρονη ελληνική λέξη «κουβάρι», που δηλώνει έτσι κι αλλιώς σφαιρικό-στρογγυλό αντικείμενο.
Τ. amal – Ε. φίλος. Μας θυμίζει το ελληνικό «άμιλλα» και είναι λογικό, εφόσον υφίσταται εννοιολογική συγγένεια.
Τ. guruvni – Ε. αγελάδα. Εγγύς σημασία με την νεοελληνική «γουρούνι». Πολλές φορές στις ανθρώπινες γλώσσες παρατηρείται μία κοινή τους ρίζα να σημαίνει παρεμφερή αντικείμενα ή έννοιες.
Τ. guruv – Ε. βόδι. Το ίδιο με το αμέσως παραπάνω.
Τ. papus – Ε. παππούς. Απόλυτη σύμπτωση λεξιλογική και εννοιολογική, με τη διαφορά μόνο του τονισμού (στα γύφτικα προφέρεται «πάπους»).
Τ. vasta – Ε. χέρια. Δες «βάση», αλλά και «βαστώ». Έτσι στα τσιγγάνικα το μεν «χέρι» είναι «vas», η δε φράση «vasteste» σημαίνει «ανά χείρας» («βαστάτε»)!
Τ. zumi – Ε. φαγητό. Εννοιολογική σχέση με το «ζουμί» ή «ζωμός». Συνεπώς εκ της νερουλής αυτής ύλης πολλών φαγητών επικράτησε στα τσιγγάνικα να λέγεται το φαγητό εξολοκλήρου.
Τ. holi – Ε. χολή, αλλά και θυμός. Πλήρης ταύτιση, ακόμα και σήμερα λέμε στα ελληνικά «έβγαλε χολή», όταν θέλουμε να δείξουμε τον θυμό κάποιου.
Τ. kaves – Ε. καφές. Φυσικά η λέξη αυτή παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις σημερινές ανθρώπινες γλώσσες, προερχόμενη από μια περιοχή της Αιθιοπίας, την Qahua.
Τ. papin – Ε. χήνα. Και εδώ έχουμε παρεμφερή σημασία (με την ελληνική «πάπια»).
T. tlakos – Ε. βούρκος. Εκπληκτική κι εδώ συγγένεια με το ελληνικό «λάκκος» ή και «λακούβα», που δηλώνει «κοίλη επιφάνεια του γήινου εδάφους γεμάτη με νερό» (πρβλ. αγγλικό «lake», «λίμνη»!).
T. urjav – Ε. πετώ. Συνάφεια με την ελληνική λέξη «ουρανός», εξάλλου στα τσιγγάνικα «urjan» σημαίνει «πετάνε».
T. kokala – Ε. κόκαλα, οστά. Εδώ φυσικά δεν χρειάζεται κανένα απολύτως σχόλιο.
T. muj – Ε. πρόσωπο, αλλά και στόμα. Είναι βέβαια εμφανής η σχέση με τη νεοελληνική «μούρη».
Τ. floga – Ε. φλόγα. Περιττό κι εδώ κάθε σχόλιο.
Τ. savatos – Ε. Σάββατο. Αλλά και paraskjuuvin είναι η Παρασκευή!
Τέλος, μια σειρά άλλων γραμματικών φαινομένων πιστοποιούν και αυτά τις κοινές καταβολές των δύο γλωσσών, όπως για παράδειγμα το οριστικό άρθρο «ο», που και στα ελληνικά όπως και στα τσιγγάνικα μπαίνει μπροστά από τα αρσενικά επίθετα και ουσιαστικά, ή τη λέξη man, που στα τσιγγάνικα σημαίνει εμένα. Πέραν όλων των όσων θέσαμε εδώ υπάρχουν και πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα και να τονιστεί ότι δεν θέσαμε καθόλου το θέμα των κοινών ριζών της τσιγγάνικης γλώσσας με τις υπόλοιπες γλώσσες της ευρασιατικής ηπείρου, όπου τα συμπεράσματα είναι πράγματι καταπληκτικά. Άλλωστε σκοπός του παρόντος ήταν, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η κάλυψη κάποιου κενού και η παράθεση εισαγωγικών μόνο στοιχείων επί του θέματος.
Comments