17.5.2022
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Στις 6 Απριλίου 2022, νωρίς το πρωί, απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών ο πατέρας μας, Γιάννης Κωνσταντινίδης (Κωνσταντινίδης Ιωάννης του Ησαΐα), έπειτα από σύντομο πρόβλημα υγείας. Είχε γεννηθεί στις 28 Φεβρουαρίου του 1944, στη Γερακινή Χαλκιδικής, αλλά κατήγετο και μεγάλωσε στο ακριτικό Κάτω Νευροκόπι της Δράμας. Αν και υπήρξε επί σειρά δεκαετιών υπάλληλος της ΔΕΗ [Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού], ωστόσο έμεινε κυρίως γνωστός από την ενασχόλησή του με τη μεγάλη του αγάπη: το ποδόσφαιρο.
Από πολύ μικρός μετοίκησε στην πόλη της Δράμας, όπου σε εφηβική ακόμη ηλικία άρχισε να αγωνίζεται για την τοπική ομάδα της Ελπίδας (η οποία εν έτει 1968 συγχωνεύτηκε με μία άλλη ομάδα της περιοχής, τον Άρη Δράμας, κι έτσι δημιουργήθηκε ο Πανδραμαϊκός). Πώς έγινε η αρχή; Ο ίδιος κάποτε αφηγήθηκε, ότι συνήθως μαζί με άλλα παιδιά μάζευαν τη μπάλα πίσω από τα γκολπόστ του τερματοφύλακα, στις προπονήσεις της ομάδας. Εκεί ο προπονητής παρατήρησε τον τρόπο που κλωτσούσε το τόπι, κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ταλέντο, και... αυτό ήταν! Τον πήρε αμέσως στην ομάδα, δίνοντάς του την ευκαιρία να αγωνιστεί, αρχικά βεβαίως στις μικρότερες κατηγορίες...
Στην Ελπίδα Δράμας αγωνίστηκε έως το 1966, ενώ ενδιάμεσα είχε υπηρετήσει ως έφεδρος αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Μ' αυτή την αφορμή, χρήστηκε διεθνής ποδοσφαιριστής, παίζοντας με την εθνική ομάδα Ελλάδος των ενόπλων. Σε ηλικία 22 ετών, κι αφού εν τω μεταξύ απολύθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις, οι αγωνιστικές του ικανότητες τον έστειλαν στην Α΄ εθνική κατηγορία, και συγκεκριμένα στην πόλη των Σερρών: εκεί, αγωνίστηκε επί δύο συνεχή έτη (1966 - 1968) για τη θρυλική ομάδα του Πανσερραϊκού. Θεωρείτο ταχύτατος παίκτης, παίζοντας στη θέση του δεξιού εξτρέμ, επιθετικός που δημιουργούσε φάσεις αλλά και σκόραρε συχνά, του δόθηκε δε γρήγορα το προσωνύμιο “Πατατάς”, πιθανότατα λόγω προέλευσης· είναι γνωστό το Κάτω Νευροκόπι Δράμας για την παραγωγή της εξαίσιας πατάτας του...
Το 1968 μετεγγράφηκε σε μία άλλη ομάδα-θρύλο της ελληνικής περιφέρειας: στην περίφημη Δόξα Δράμας! Επί σειρά ετών οι “μαυραετοί” του βορρά ήταν ίσως η καλύτερη επαρχιακή ομάδα, και πάντως σίγουρα διαχρονικά -έως τη δεκαετία του 1990- ανάμεσα στις 3-4 ποιοτικότερες. Στη Δόξα, όπως και άλλοι μεγάλοι αθλητές του παρελθόντος, βίωσε μεγάλες στιγμές συγκίνησης μέσα στους αγωνιστικούς χώρους, βάζοντας κι αυτός τη δική του προσωπική “σφραγίδα” στον ιστορικό σύλλογο. Έπαιξε εκεί έως τη σεζόν 1972-1973, οπότε και μετεγγράφηκε στον τελευταίο, όπως έμελλε, σταθμό της πορείας του ως ποδοσφαιριστής, στον τοπικό Πανδραμαϊκό. Η περίοδος 1973-1974 ήταν η τελευταία του μέσα στα γήπεδα. Και μπορεί μεν ένας παλαιότερος σοβαρός τραυματισμός του στο γόνατο να μην του επέτρεψε να συνεχίσει περισσότερο (σταμάτησε τη μπάλα σε ηλικία ούτε καλά-καλά 30 χρονών...), είχε όμως ήδη λάβει την απόφαση να συνεχίσει την ενασχόλησή του από άλλο πόστο: εκείνο του προπονητή.
Εδώ αξίζει να σημειωθούν δύο σχετικά “άγνωστα” γεγονότα από την πορεία του ως ποδοσφαιριστή, που γράφτηκε κυρίως στα τερέν της Α΄ και της Β΄ εθνικής κατηγορίας. Το πρώτο: δεν είχε αποβληθεί ποτέ στην ποδοσφαιρική του καριέρα! Δεν είχε πάρει δηλαδή ούτε μία φορά κόκκινη κάρτα. Γεγονός σίγουρα σπανιότατο. Το δεύτερο: στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960, η μεγάλη ομάδα της Θεσσαλονίκης, ο ΠΑΟΚ, ενδιαφέρθηκε να τον αποκτήσει. Πράγματι, πήγε στη Θεσσαλονίκη, φόρεσε τη φανέλα της ομάδας αυτής, συμμετείχε στη θερινή της προετοιμασία (φιλικά παιχνίδια, προπονήσεις κτλ.), πλην όμως η μετεγγραφή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε επίσημα. Ο λόγος; Είχε κυκλοφορήσει η φήμη -που δεν δικαιώθηκε στην πορεία-, ότι ο τραυματισμός που υπέστη στο πόδι ήταν σοβαρότατος και, δήθεν, δεν είχε ποδοσφαιρικό μέλλον. Έτσι, δεν έπαιξε μεν στο εθνικό πρωτάθλημα με τον ΠΑΟΚ, όμως συνέχισε την αγωνιστική του δράση για αρκετά χρόνια ακόμη, σε υψηλό πάντοτε επίπεδο, διαψεύδοντας την ψευδή εκείνη φήμη...
Το 1974, λίγους μήνες μετά το πέρας της καριέρας του μέσα στα γήπεδα, πήρε το πτυχίο άσκησης προπονητικού επαγγέλματος και έγινε διπλωματούχος προπονητής. Έκτοτε, διετέλεσε τεχνικός σε πολλές ομάδες, μεταξύ των οποίων στην Α΄ και τη Β΄ εθνική κατηγορία, με ιδιαίτερες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Για παράδειγμα: την περίοδο 1979-1980 κοουτσάρισε την ομάδα του Πανδραμαϊκού, στη Β΄ εθνική, αντιμετωπίζοντας στα ίσα ομάδες μεγάλης δυναμικής. Αργότερα, στη δεκαετία του 1980, πέρασε δύο φορές από τον πάγκο της Δόξας Δράμας, βασικά ως βοηθός προπονητή, δίπλα σε μεγάλα ονόματα: στον πρώην προπονητή της εθνικής Ελλάδος Χρήστο Αρχοντίδη (1986), τον Γερμανό προπονητή Γκερντ Πρόκοπ (1988-1989), τον σχεδόν μυθικό Νίκο Αλέφαντο (από το καλοκαίρι του 1989 έως τον Ιανουάριο του 1990) και, τέλος, τον Σέρβο πρώην ποδοσφαιριστή της Δόξας Σλόμπονταν Βουτσέκοβιτς (το 1990). Η συνεπής του πορεία τα χρόνια εκείνα, ήταν φυσικό να προκαλέσει το ενδιαφέρον και μεγάλων ομάδων, με χαρακτηριστικότερο τον Ολυμπιακό (επί Πολωνού προπονητή Κάζιμιρ Γκόρσκι), με πρόταση να συνεργαστεί μαζί του μεσούσης της αγωνιστικής περιόδου 1982-1983, λίγο μετά τη φυγή του γνωστότατου Αλκέτα Παναγούλια από τον πάγκο της πειραϊκής ομάδας...
Τον Οκτώβριο του 1990, κι αφού είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει το νέο πρωτάθλημα, αποχώρησε οριστικά από τη Δόξα και την Α΄ εθνική. Γιατί; Προφανώς, διότι δεν συμφωνούσε με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στη χώρα. Δεν είδαν και λίγα τα μάτια του, τόσα και τόσα χρόνια... Από εκεί και μετά, και για δέκα ακόμη χρόνια, ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με ερασιτεχνικές ομάδες, που αγωνίζονταν στις μικρότερες κατηγορίες (τα λεγόμενα τοπικά πρωταθλήματα), και βασικά με τον αγαπημένο του Ακρίτα Κάτω Νευροκοπίου, στον οποίο διετέλεσε αρκετές φορές προπονητής, ήδη από τα μισά της δεκαετίας του 1970. Άλλωστε, αυτός ήταν που τον οδήγησε μετά το 1984 στη μετέπειτα Δ΄ εθνική κατηγορία, ταυτιζόμενος έτσι με τη μεγαλύτερη στα χρονικά επιτυχία του εν λόγω συλλόγου. Τα έφερε έτσι η μοίρα, ώστε αυτή η ομάδα να είναι και η τελευταία που κοουτσάρισε: λίγο μετά την έναρξη της ποδοσφιαρικής περιόδου 2000-2001 -τον Σεπτέμβριο του 2000- ανακοίνωσε εντελώς ξαφνικά το κλείσιμο της προπονητικής του σταδιοδρομίας. Ο ίδιος δεν θέλησε να εξηγήσει ποτέ τους λόγους που τον οδήγησαν τότε στην αιφνίδια αυτή παραίτηση και αποχώρησή του... Ίσως, βέβαια, να ήταν κι ο κορεσμός τόσων δεκαετιών (σχεδόν μισού αιώνα!) μέσα στους αθλητικούς χώρους.
Ως προπονητής, ανέδειξε σπουδαίους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι αργότερα σταδιοδρόμησαν σε μεγάλους ελληνικούς, αλλά και ευρωπαϊκούς συλλόγους, καθώς και φορώντας τη φανέλα της εθνικής ομάδας της Ελλάδος. Δεν θα γίνει εδώ αναφορά ονομάτων, από τον φόβο μην ξεχαστεί κανένα, διότι δεν είναι πρόθεσή μας να αδικήσουμε -άθελα έστω- κανέναν σημαντικό αθλητή μας από το παρελθόν... Άλλωστε, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο πατέρας μας, ήταν πολύ σπουδαίος στο να ανιχνεύει και να αναδεικνύει νέα ποδοσφαιρικά ταλέντα. Κάτι που, παλαιότερα, είχε πολύ μεγάλη αξία για την ανάδειξη και την πρόοδο, συνολικά, του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Komentáře