Οκτώβριος 2004
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Στην ευρύτερη περιοχή του νομού Δράμας μπορεί κανείς ακόμα και σήμερα, στην τρίτη πλέον χιλιετία μ.Χ., να διακρίνει τα κατάλοιπα της πρωτόγονης θρακικής λατρείας. Αυτά τα λατρευτικά – θρησκευτικά απομεινάρια μπορούν να εντοπιστούν είτε σε αρχαιολογικά ευρήματα που κατά καιρούς βρέθηκαν στα όρια του νομού είτε – κυρίως – στα παραδοσιακά δρώμενα της περιοχής, που ακολουθούν πιστά το πανάρχαιο εορταστικό τελετουργικό. Να σημειωθεί ότι ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Δράμας μπορεί μεν να ανήκει στο διαμέρισμα της Μακεδονίας (και συγκεκριμένα στην ανατολική πλευρά του, μαζί με τους νομούς Καβάλας και Σερρών), αλλά φαίνεται ότι δεν είναι παρά το όριο ανάμεσα στη Μακεδονία και τη Θράκη ή ακόμα και τα δυτικά όρια της τελευταίας, ενώ είναι εμφανές και ευρέως αποδεκτό ότι πολιτισμικά ανήκει σίγουρα στην θρακική κουλτούρα.
Αποδείξεις της προαιώνιας ύπαρξης διονυσιακής λατρείας στη Δράμα
Η περιοχή της σημερινής Δράμας, υπαγόμενη στο ευρύτερο θρακικό γεωγραφικό και πολιτισμικό σύστημα, που αναπτύχθηκε κύρια περί τον 7ο αιώνα π.Χ., διασώζει πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν την αληθινότητα της παραπάνω πραγματικότητας. Όντως, αρχαιολογικές, αλλά και ερασιτεχνικές, ανασκαφές έφεραν στο φως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ευρήματα σπουδαίας πολιτισμικής αξίας, που πείθουν και τον πλέον δύσπιστο ότι κάποτε τα μέρη αυτά έβριθαν από τους θησαυρούς του πανάρχαιου θρακικού πολιτισμού. Όπως λοιπόν κάποτε η Τροία «ξέβραζε» σιγά σιγά τα ανεκτίμητα αντικείμενα – αποδείξεις της ύπαρξης λαμπρών ιστορικών δρώμενων και δεδομένων, έτσι και η περιοχή της δραμινής γης πέρασε αργά, μα σταθερά, από τη σφαίρα του θρύλου και ίσως και του μαγευτικού «παραμυθιού» σ’ εκείνη της απτής πραγματικότητας.
Η πλέον σημαντική αποκάλυψη στα πλαίσια του παραπάνω προβληματισμού υπήρξε η ανακάλυψη στη δεκαετία του ’90 του αρχαίου ναού του θεού Διονύσου στην τοποθεσία Καλή Βρύση της Δράμας (περί τα 15 χλμ. δυτικά της πόλης της Δράμας). Το αξιόλογο αυτό ιερό, που εντοπίστηκε σε απόσταση 2,5 χλμ. από το χωριό της Καλής Βρύσης και μέσα στην περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Αγγίτη, «ξεθάφτηκε» απ’ την αφάνεια αιώνων μετά από συστηματικές ανασκαφικές έρευνες που διήρκεσαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, από το 1991 έως το 1995. Πρόκειται για ορθογώνιο κτίσμα μνημειακού χαρακτήρα, με προσεγμένη τοιχοδομή, το οποίο περικλείει λατρευτικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα προς τιμή του Διονύσου. Οι ντόπιοι έχουν προσδώσει στο ναό αυτό την ονομασία «το κονάκι του Βάκχου».
Στην περιοχή της Καλής Βρύσης είναι πράγματι ευνοϊκές οι συνθήκες ως προς την ανάπτυξη διονυσιακών λατρευτικών σχημάτων. Ο τόπος αυτός είναι κατάσπαρτος από αμπελώνες, το δε διονυσιακό ιερό τίθεται στο νοητό τους μέσο. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό σε μια τοποθεσία, όπου κυρίαρχο φυσικό στοιχείο είναι το ίδιο το κοσμικό σύμβολο του θ. Διονύσου, δηλ. η άμπελος, να γίνονταν κατά το απώτατο παρελθόν επίκληση των θείων του δυνάμεων και – ως συνέπεια και προέκταση τούτου – να μετατρέπονταν η συγκεκριμένη θεότητα σε προστάτης της περιοχής. Δεν είναι άλλωστε διόλου τυχαίο το γεγονός ότι όπου επί ελληνικών εδαφών παρατηρείται έντονο το «χρώμα» του σταφυλιού και του παραγώγου του, του κρασιού, στα πολύ παλιά χρόνια κύρια τοπική θεότητα ήταν ο Διόνυσος και μόνο έπειτα έρχονταν οι υπόλοιπες μορφές του ελληνικού πανθέου. Κάτι τέτοιο ισχύει από τη Δράμα και την ευρύτερη Θράκη έως και την Αττική και τα χωριά και κωμοπόλεις των Μεσογείων.
Το ότι ο ναός αυτός (του οποίου βέβαια σήμερα διασώζονται μόνο ερείπια) ήταν διονυσιακός αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός και αυτό αποδεικνύεται τόσο από την ανακάλυψη στο μέρος εκείνο γενειοφόρας κεφαλής του Διονύσου ρωμαϊκής τεχνοτροπίας (και αναγόμενη επομένως στην εποχή της λατινοκρατίας), όσο και στην εύρεση επιγραφής διονυσιακού περιεχομένου στο ίδιο σημείο. Να παρατηρηθεί επίσης ότι το ακριβές σημείο στο οποίο σημειώθηκε η εύρεση του διονυσιακού ιερού θεωρείται ενεργειακής σημασίας και αποκαλείται από τον γηγενή πληθυσμό «Μικρή Τούμπα», κάτι που έρχεται ως μυστηριακός απόηχος του πολύ μακρινού παρελθόντος, χωρίς πάντως να έχει ακόμη υπάρξει επαρκής ερμηνεία της αιτίας αυτής της συγκεκριμένης ονομασίας.
Σύμφωνα με την επίσημη επικρατούσα άποψη ο Διόνυσος είχε οπαδούς του στην περιοχή αυτή στην χρονική περίοδο ήδη από τα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Οι βακχικές λατρευτικές εκδηλώσεις είχαν και εδώ, όπως και σ’ όλη την Θράκη, ως βασικό συστατικό στοιχείο την έκσταση των χορευτών υπό την επήρεια του δυνατού οίνου. Σποραδικά ευρήματα που ανακαλύφτηκαν στην περιοχή αυτή και που ανάγονται στους ρωμαϊκούς χρόνους αποτελούν μάρτυρες της συνέχειας της διονυσιακής λατρείας και στην μ.Χ. περίοδο. Τα λατρευτικά εκείνα δρώμενα επιβιώνουν και στις δικές μας ημέρες και μάλιστα στην ίδια την Καλή Βρύση, όπου στις αρχές του έτους σημειώνονται παραδοσιακές εκδηλώσεις καθαρά θρακικού – διονυσιακού περιεχομένου. Τέτοιες εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα και σε άλλα σημεία του νομού Δράμας και μάλιστα και κατά την περίοδο των Αποκριών, τα περίφημα Καρναβάλια.
Να σημειώσουμε εδώ ότι στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης της Δράμας μπορεί κάποιος να δει εκθέματα που αποτελούν κι αυτά αποδείξεις της ύπαρξης στην περιοχή επαρκούς πολιτιστικού συστήματος πολύ βαθιά πριν μέσα στους αιώνες. Σε διάφορες περιοχές του νομού έχουν βρεθεί διάσπαρτοι τάφοι, που δεν είναι παρά δείγματα νεκροπόλεων της ελληνιστικής εποχής. Από όλα αυτά τα ευρήματα ξεχωρίζουμε εκείνα της περιοχής Μικρομηλιάς Ποταμών (βόρεια της πρωτεύουσας του νομού, σχεδόν 15 χλμ. από τη Βουλγαρία), που εντοπίστηκαν στη λεγόμενη θέση «Τσιφλίκι» και από τα οποία εντυπωσιακότερο είναι μια ιματιοφόρος μορφή. Σε τελική ανάλυση σε έναν γεωγραφικό χώρο από τον οποίο περνούσε κάποτε η περίφημη Via Egnatia (Εγνατία Οδός) δεν θα μπορούσαν καθόλου να λείπουν σημαντικά δείγματα λαμπρών πολιτισμών των περασμένων αιώνων και είναι σίγουρο ότι τα όλα όσα έχουν ανακαλυφθεί ως σήμερα δεν είναι παρά μια πολύ μικρή μειοψηφία του συνόλου των αρχαιοτήτων του νομού.
Διαβίωση και παραμονή του Ορφέα στη Δράμα
Για τη θεία και σεβάσμια μορφή του μεγάλου Ορφέα έχουν ειπωθεί πολλά και διάφορα και τόνοι μελάνης έχουν χυθεί από Έλληνες και ξένους ερευνητές. Αυτός λοιπόν ο κορυφαίος αοιδός, ποιητής, αστρονόμος, μαθηματικός και φιλόσοφος της προϊστορίας μας υπήρξε ένας πλάνης βοσκός της εποχής του, ο οποίος, τριγυρνώντας στα βαλκανικά παράλια και την ενδοχώρα, ήταν εκείνος που κάθε πρωί καλωσόριζε την έλευση του ηλίου παίζοντας με τη λύρα του τους μοναδικούς του ύμνους. Περί των ταξιδιών και περιπλανήσεων του Ορφέα μαρτυρούν αρκετοί συγγραφείς της αρχαιότητας, όπως ο Απολλόδωρος, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ακόμα και ο Παυσανίας. Στις φιλοσοφικές του περιηγήσεις είναι βεβαιωμένο ότι ο Ορφέας πέρασε και απ’ τη Δράμα, όπου και διέμεινε ίσως επί μακρόν.
Είναι εξακριβωμένο ότι τόπος διαμονής του Ορφέα υπήρξε για αρκετό διάστημα το όρος Παγγαίο (στα όρια του νομού Καβάλας, αλλά εγγύς της πόλης της Δράμας), που επί αιώνες ύστερα συνέχιζε να αποτελεί ορφικό κέντρο της περιοχής. Στην ουσία είναι πολύ πιθανό ο Ορφέας να κατοικούσε και οπουδήποτε στα όρια του οροπεδίου που ξεκινάει από την Καβάλα και καταλήγει κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, περίπου 50 χλμ. βόρεια της πόλης της Δράμας. Ακόμα και η περίφημη πόλη των Λιβήθρων (όπου και θρυλείται ότι βρίσκεται ο τάφος του Ορφέα και είναι κοινά αποδεκτό ότι βρίσκεται στην Πιερία) διατυπώθηκε η άποψη ότι στην πραγματικότητα είναι η σημερινή κωμόπολη του Ροδολείβους του νομού Σερρών (στους πρόποδες του Παγγαίου όρους), του οποίου η ονομασία παραπέμπει έντονα στον ορφισμό και την απολλώνεια – ηλιακή λατρεία, που ο Ορφέας πρέσβευε.
Παρά την φαινομενική τους αντίθεση το απολλώνειο και το διονυσιακό πνεύμα δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος, λειτουργώντας μεταξύ τους συμπληρωματικά. Δεν τίθεται συνεπώς θέμα αντίφασης σε ό,τι αφορά τα λατρευτικά ήθη κι έθιμα των κατοίκων της περιοχής, που εκδηλώνονταν ανά καιρούς (ακόμα ενδεχομένως και στη διάρκεια του αυτού έτους) άλλοτε ως «εορταστικά» - διονυσιακά και άλλοτε ως «πνευματικά» - ορφικά. Άρα δεν μπορεί να τεθεί δίλημμα ούτε και για τα σχετιζόμενα με την περιοχή της Δράμας λατρευτικά δρώμενα, όπως δεν μπορεί να τεθεί και για καμιά απολύτως άλλη γεωγραφική περιοχή, που ακολούθησε την ίδια θρησκευτική πεπατημένη.
Σύμφωνα με μια αξιοπαρατήρητη εκδοχή, το κεντρικό ορφικό λατρευτικό κέντρο, αλλά και κατοικία του Ορφέα, δεν υπήρξε άλλο από το όρος Φαλακρό (το θρυλικό επί τουρκοκρατίας «Boz Dağ», δηλ. «Γκρίζο Βουνό»), που μάλιστα ερευνητές – συγγραφείς του πρόσφατου παρελθόντος ταυτίζουν στις μελέτες τους με το ίδιο το Παγγαίο όρος της αρχαιότητας, που απλώς κατόπιν άλλαξε ονομασία, ενώ την δική του έλαβε το τωρινό Παγγαίο. Το Φαλακρό όρος, που βρίσκεται στα όρια του νομού Δράμας, βορειοδυτικά από την πρωτεύουσα Δράμα, είναι ένα εντυπωσιακό βουνό, εν τούτοις εν πολλοίς ανεξερεύνητο, ενώ λίγα είναι τα στοιχεία από τη σφαίρα του θρύλου, τα οποία έχουν γίνει ευρέως γνωστά γι’ αυτό. Το 1995 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το βιβλίο του Δραμινού λογοτέχνη – συγγραφέα Τηλέμαχου Τσελεπίδη «Δράμα: Ηδωνίδα Γη και Πρασιάδα Λίμνη», το οποίο φιλοδόξησε να θέσει «αιρετικές» θέσεις για την ιστορία του νομού, όπως π.χ. η προαναφερόμενη περί ταύτισης του αρχαίου Παγγαίου με το σημερινό φαλακρό.
Κεντρική θέση του συγγραφέα είναι ότι κατά την προϊστορία στα σημερινά όρια του νομού Δράμας υπήρχε μια τεράστια λίμνη, η Πρασιάδα, η οποία και έβρεχε ως και την Ελευθερούπολη κι έφτανε μέχρι τον Αμυγδαλεώνα και τους Φιλίππους (όλα τα προηγούμενα στα όρια του νομού Καβάλας). Τα γλυκά νερά της άγγιζαν το όρος Ματίκιο (δηλ. αυτό που σήμερα ξέρουμε ως Παγγαίο), σχημάτιζαν θανατηφόρα έλη γύρω από το καλυβοχώρι Καλαμπάκι και πλημμύριζαν το χωριό Μαυρολεύκη (αμφότερα σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη Δράμα). Ήταν με δυο λόγια «μια λίμνη θεαματική και απέραντη, κυρίαρχη στο μεγάλο κάμπο της Ηδωνίδας γης με το υγρό μεγαλείο της, από την ομίχλη των προϊστορικών χρόνων και μέχρι πριν από εξήντα χρόνια», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο έργο του ο συγγραφέας. Και όντως, είναι αλήθεια ότι μέχρι το έτος 1935 ελώδεις εκτάσεις και μια μεγάλη λίμνη κάλυπταν τον χώρο της πεδιάδας που χωρίζει την πόλη της Δράμας απ’ την Καβάλα, υπολείμματα προφανώς μιας μεγαλύτερης υδάτινης έκτασης του απώτατου παρελθόντος…
Σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση (του συγγραφέα – τ. γυμνασιάρχη Παναγιώτη Αραμπατζή) στην πραγματικότητα το ορφικό κέντρο – όρος δεν είναι ορθό να αναγράφεται ως «Παγγαίο» (που προέρχεται προφανώς από το «Παν» και το «Γη»), αλλά ως «Παγκαίο», διότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Ημείς εισηγούμεθα την ετυμολογίαν και ορθογραφίαν της λέξεως, ως γράφομεν κατωτέρω, με γκ και ουχί γγ. Διατί; Ιδού διατί: καθώς εξιστορούν οι κάτοικοι της νοτίας πλευράς του Παγκαίου και προς την θάλασσαν κατοικούντες, επί του όρους υπάρχει μία χαράδρα, η οποία το παν καίει» (βλ. Π. Α. Αραμπατζή «Η ιστορία της Δράμας. Α΄ Ετυμολογικά», Δράμα, 1994, σελ. 52). Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έζησε και δίδαξε ο Ορφέας, σύμφωνα με πολλές εκδοχές, υποθέσεις και ενδείξεις.
Σύγχρονες εκδηλώσεις ορφικού – διονυσιακού περιεχομένου στην περιοχή του νομού Δράμας
Ο λαϊκός πολιτισμός στην περιοχή του νομού Δράμας έρχεται κατ’ ευθείαν από το θρακικό παρελθόν του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου και επιβιώνει μέσα από ήθη κι έθιμα που διασώθηκαν χάρη στην ορθόδοξη παράδοση του λαού μας, έπειτα από την οριστική επικράτηση του χριστιανισμού. Έτσι πραγματοποιήθηκε κι ένας ακόμα ευεργετικός σκοπός, εφόσον πέραν του ότι έχουμε σήμερα σχεδόν αυτούσιο το «σώμα» της πανάρχαιας λατρείας των προγόνων μας στην περιοχή, εμπλουτίστηκε και το χριστιανικό εορτολόγιο με αρχαιοελληνικές τοπικές λατρευτικές συνήθειες, αποβάλλοντας σιωπηρά πολλά μεσανατολικής προέλευσης θρησκευτικά εκδηλωτικά στοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο συνέβη κύρια με την ορθόδοξη ανατολική εκδοχή του χριστιανισμού κι όχι με τον δυτικότροπο καθολικισμό ή προτεσταντισμό.
Ολόκληρη λοιπόν η λαογραφία της περιοχής της Δράμας είναι δομημένη πάνω σε διονυσιακά θεμέλια. Αυτό παρατηρείται βασικά στις εορταστικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα στις μέρες των Φώτων (τα εκκλησιαστικά Θεοφάνεια, στις αρχές Ιανουαρίου): τότε στις εορταστικές εκδηλώσεις κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις και μαζί μ’ αυτές η χρήση κουδουνιών, τραγουδιών, χορών και άλλων σατιρικών κυρίως παραστάσεων. Ο σκοπός αυτών των εκδηλώσεων έχει τις ρίζες του στον τοτεμισμό των ανθρώπων της περιοχής του απωτάτου παρελθόντος, οι οποίοι επιδίωκαν μέσω αυτών των (ουσιαστικά) «επικλήσεων» να επιτευχθεί μια καλή αφετηρία στο νέο έτος (η λεγόμενη «ευετηρία») με διαστάσεις που καταλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα επιθυμιών: από την επιθυμία για προσωπική υγεία και οικογενειακή ευτυχία μέχρι την γενικότερη θέληση για πλούσια παραγωγή (βασικά γεωργική, εφόσον οι τότε κοινωνίες ήταν βαθιά αγροτικού χαρακτήρα).
Τα σημαντικότερα σύγχρονα κέντρα διονυσιασμού (με την έννοια πως διασώζουν επακριβώς τα δρώμενα της διονυσιακής λατρείας στο επίπεδο της παράδοσης) στο νομό της Δράμας είναι στα χωριά Καλή Βρύση (φυσικά), Μοναστηράκι, Βώλακας, Πετρούσα, Ξηροπόταμος και Πύργοι. Στα μέρη αυτά, είτε ανήμερα των Φώτων είτε την επομένη (δηλ. του αγίου Ιωάννη) σημειώνονται εκδηλώσεις με αρχαίες θρακικές καταβολές, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι μεταμφιεσμένοι ως «Αράπηδες»: αυτοί είναι ενδεδυμένοι με μακριές μαύρες κάπες, ενώ στο κεφάλι φορούν κουκούλες φτιαγμένες από δέρμα κατσίκας. Στη μέση τους είναι ζωσμένοι με κουδούνια, ενώ στη ράχη τους παρουσιάζουν ελαφρά καμπούρα. Ανάλογα με το γεωγραφικό σημείο η περιγραφή ποικίλλει, αφού σε κάποια μέρη προτιμάται για παράδειγμα αντί για κουκούλα το πρόσωπο να καλύπτει προβιά, όμως οι μικροδιαφορές ετούτες δεν μεταλλάσσουν κατ’ ουσία το περιεχόμενο του συμβολισμού. Τα πρόσωπα των «Αράπηδων» είναι μαυρισμένα με καπνιά, ενώ στα χέρια τους είναι «οπλισμένοι» με χοντρά ξύλα.
Τις ίδιες μέρες λαμβάνει χώρα και ένα άλλο πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο, η λεγόμενη περιφορά της καμήλας. Η καμήλα αυτή, που ενώ παλαιότερα ήταν αληθινή, σήμερα χρησιμοποιείται ομοίωμά της, περιφέρεται πράγματι σ’ όλο το χωριό με τη συνοδεία μουσικής λύρας. Το δρώμενο αυτό έχει πολύ βαθύ συμβολικό χαρακτήρα: η καμήλα δεν είναι παρά έκφραση των δυσκολιών της ζωής, έτσι ώστε για να επιβιώσει κάποιος θα πρέπει να έχει την αντοχή αυτού του ζώου της ερήμου…
Πάλι τις ίδιες μέρες παίρνει «σάρκα και οστά» μια άλλη αρχαία αναπαράσταση, αυτή του τοπικού γάμου. Τότε βγαίνουν στους δρόμους και οι «Αρκούδες», που δεν είναι παρά άντρες μεταμφιεσμένοι με προβιές ολόκληρες. Η αναπαράσταση του γάμου δεν είναι παρά κυρίαρχη ευχή προς μια νέα και γόνιμη χρονιά, καλύτερη από την προηγούμενη. Την ημέρα αυτή αφιερώνουν στη γυναίκα, την αποκαλούμενη «μαμμή», που επισκέπτονται οι μητέρες του χωριού με διάφορα δώρα. Όλα αυτά δεν είναι τελικά παρά απευθείας αντανακλάσεις στο σήμερα των παναρχαίων Θεσμοφορίων, κάτι το εκπληκτικό, αν αναλογιστεί κανείς τόσο τους αιώνες που μας χωρίζουν από τότε όσο και τα γεγονότα που διαμέσου των αιώνων επέβαλλαν στους λαούς της περιοχής ξένης προέλευσης θρησκευτικά στερεότυπα.
Άλλο, ίσως το κυρίαρχο, λατρευτικό δρώμενο των ημερών αυτών περί τα Θεοφάνεια, συνιστά η εκδήλωση των «Μπαμπούγερων»: κατά τη διάρκειά της άντρες, μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζώνονται με βαριά κουδούνια και αμέσως μετά τη λήξη του αγιασμού εμφανίζονται περιπλανώμενοι στο χωριό. Οι «Μπαμπούγεροι» συμβολίζουν δαιμονικά υποχθόνια όντα (κάτι δηλ. σαν τους καλικάντζαρους), που ξεπετάγονται απ’ τις τρύπες τους και παραμένουν στην επιφάνεια της γης για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η λαϊκή δοξασία τους θέλει για ψυχές νεκρών, που λαμβάνουν αλλόκοτη κι αποκρουστική μορφή και επιστρέφουν πίσω στον «έξω» κόσμο για να διευθετήσουν τυχόν «εκκρεμότητες» που άφησαν πριν εγκαταλείψουν τα εγκόσμια!
Εκεί όμως που το διονυσιακό πνεύμα γνωρίζει τη σύγχρονη αποθέωσή του είναι στις ημέρες των Αποκριών, των γνωστότερων και ως Καρναβάλια. Είναι πασίγνωστο στην περιοχή το Καρναβάλι της Χωριστής, κάτι σαν το τοπικό «Καρναβάλι της Πάτρας» σε μικρογραφία! Έτσι την Καθαρά Δευτέρα, όπου παραδοσιακά επικρατεί το αίσθημα της συγχώρησης και της λησμονιάς του κακού, σημειώνονται διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις (εμπλουτισμένες βέβαια με σύγχρονες δυτικόφερτες επιρροές) που παραπέμπουν ευθέως σε παμπάλαιες διονυσιακές πρακτικές. Βασική μορφή στην περίοδο των Αποκριών αποτελεί ο «Καλόγερος», ο οποίος αντιπροσωπεύει το πνεύμα της καρποφορίας και της βλάστησης και δεν είναι παρά αυτή η σύγχρονη παραλλαγή του Διόνυσου: φέρει παλιόρουχα φτιαγμένα από προβιές και είναι κι αυτός ζωσμένος με κουδούνια, ένα από τα οποία θεωρείται ότι έχει φαλλική σημασία. Ο «Καλόγερος» είναι επικεφαλής πομπής μασκαράδων, οι οποίοι επισκέπτονται τα σπίτια του τόπου, από τα οποία οι γυναίκες τον ραίνουν με πολυσπόρια (που συμβολίζουν την πλούσια παραγωγή). Λίγο πριν το τέλος της εκδήλωσης γίνεται εικονική σπορά, ενώ ο εορτασμός καταλήγει με τον πανάρχαιο διονυσιακό κυκλικό χορό γύρω από την μόλις «σπαρμένη» γη…
Μια αναφορά στα μουσικά όργανα που δεσπόζουν κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών αποτελεί μία ακόμα απόδειξη της συνέχειας της διονυσιακής παράδοσης στη σημερινή Δράμα. Κυρίαρχη λοιπόν είναι η παρουσία της γκάιντας, του περίφημου ασκαυλού ή ασκίαυλου της αρχαιότητας, που θρυλείται πως πρώτος κατασκεύασε ο θεός Πάνας. Άλλο βασικό μουσικό όργανο είναι η λύρα, που κι αυτή άγει την καταγωγή της στην αρχαία θρακική παράδοση, που είχε (όπως και η τοπική) σχήμα αχλαδιού. Βέβαια οι τοπικές παραδόσεις της σημερινής Δράμας εμπλουτίστηκαν και από την ποντιακή λύρα των προσφύγων (γνωστή και ως «κεμεντζέ»), που όμως διαφέρει από τη θρακική τόσο μορφολογικά όσο και στο παίξιμο. Τη λύρα συνοδεύουν απαραίτητα τύμπανα (τα περίφημα «νταούλια»), ενώ την γκάιντα ντέφια. Τέλος, μέσα στα εορταστικά δρώμενα της περιοχής επιβιώνει φυσικά και η πανάρχαια φλογέρα του ποιμένα Ορφέα, φτιαγμένη είτε από καλάμι είτε και από κόκαλο αετού…
Άλλες μορφές λατρείας στον δραμινό χώρο κατά την αρχαιότητα
Στον λατρευτικό κύκλο της περιοχής της Δράμας κατά τους απώτατους καιρούς ανήκουν και άλλες θεϊκές και ηρωικές προσωπικότητες της αρχαιότητας. Κλασικό είναι το παράδειγμα του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος τιμόταν ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της Ελλάδας, συνεπώς και στην περιοχή που εξετάζουμε. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πόλης της Ηράκλειας (σήμερα στο νομό Σερρών), που συνδέονταν μάλιστα απευθείας οδικώς με τη Δράμα με το βορειότερο κομμάτι της Εγνατίας Οδού και που έλαβε το όνομά της προς τιμήν του μεγαλύτερου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας. Στη Δράμα ο Ηρακλής δοξάστηκε και λατρεύτηκε έντονα, όπως φανερώνουν και πανάρχαιες επιγραφές που βρέθηκαν σε σημεία του νομού: μέσα στην πόλη της Δράμας, στη ζώνη του βυζαντινού τείχους (εκεί όπου κάποτε υπήρχε το θρυλικό ωρολόι της), βρέθηκε επιγραφή όπου ο Ηρακλής αποκαλείται Κύριος (ΚΥΡΙΩ ΗΡΩ ΗΡΑΚ…), στη δε κωμόπολη του Δοξάτου (περί τα 10 χλμ. απ’ τη Δράμα) βρέθηκε η επιγραφή ΘΕΩ ΠΑΤΡΩΩ ΗΡΑΚΛ…, όπου ο ήρωας αναφέρεται ως Πατρώος. Έχουν βρεθεί κι άλλες επιγραφές για τον Ηρακλή στα όρια του νομού, σε συνδυασμό με άλλες θεότητες ή ηρωικές μορφές της ιστορίας μας.
Όπως προείπαμε ήδη η λατρεία του Διονύσου δεν αναιρεί καθόλου αυτή του θεού του φωτός, του Απόλλωνα, αλλά το ακριβώς αντίστροφο συμβαίνει: Διόνυσος και Απόλλων ουσιαστικά λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους, συνθέτοντας ένα δυναμικό εννοιολογικό δίπολο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Έτσι, παρά την υπέρμετρη σχεδόν λατρεία του Διονύσου στην περιοχή της Δράμας κατά την αρχαιότητα, ο Απόλλωνας όχι μόνο δεν «λησμονείται», αλλά τιμάται και αυτός με μεγαλοπρεπή τρόπο. Το έτος 1873 εντοπίστηκε στον χώρο του άλλοτε οθωμανικού δικαστηρίου στο κέντρο της Δράμας επιγραφή με τα λόγια ΙΕΡΩ ΑΠΟΛΛΩΝΙ, δηλ. «στον ιερό Απόλλωνα». Υποδηλώνεται έτσι ότι κάποτε σ’ εκείνο το μέρος υπήρχε μετά βεβαιότητας ιερός ναός προς τιμή του Απόλλωνα, κάτι εξάλλου που διασώζει και η ίδια η λαϊκή τοπική παράδοση. Άλλες επιγραφές προς τιμή του Απόλλωνα έχουν βρεθεί στην τοποθεσία Κουδούνια (ελάχιστα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Δράμα), όπου επίσης θρυλείται η ύπαρξη στα πολύ παλιά χρόνια ανάλογου ναού. Επίσης, αρχαία νομίσματα με σβάστικες (το αρχαίο δηλ. παγκόσμιο σύμβολο του θεού Ήλιου – Απόλλωνα) έχουν βρεθεί αρκετά στην περιοχή, όντας άλλη μια τρανή απόδειξη της απολλωνολατρείας άλλοτε στην περιοχή.
Τέλος, από την αρχαία δραμινή λατρεία δεν θα μπορούσε να λείπει ο «πατέρας των θεών» της ελληνικής παράδοσης, ο παντοδύναμος Ζευς. Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών και με τις τοπικές επιμέρους παραδόσεις κάτι τέτοιο συνέβαινε, εντούτοις είναι αλήθεια ότι πολύ λίγα χειροπιαστά στοιχεία έχει φέρει προς το παρόν στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Είναι όμως εξίσου αληθές ότι στην περιοχή της Δράμας κάποτε κατοικούσε το θρακικό φύλο με την επωνυμία Δίοι, που από το όνομά τους βγαίνει το άμεσο συμπέρασμα ότι ήταν αφιερωμένοι εξολοκλήρου στο Δία. Με δυο λόγια θα πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου ένα πράγμα, όταν προβαίνουμε σε ανάλογες έρευνες: ότι πολλά είναι τα στοιχεία εκείνα που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της επικράτησης των πρώτων χριστιανικών χρόνων και ότι σε τελική ανάλυση θα πρέπει κάποιος να είναι ικανοποιημένος που έχουμε έστω κι αυτά τα ολίγα, που αποτελούν αναμφισβήτητα τεκμήρια του λαμπρού λαϊκού πολιτισμού που άλλοτε ανθούσε στη συγκεκριμένη περιοχή.
ΠΗΓΕΣ
1. «Νομός Δράμας. Τουριστικός οδηγός», εκδ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δράμας, 2000
2. Π. Αραμπατζής: «Η ιστορία της Δράμας. Α΄ Ετυμολογικά», Δράμα, 1994
3. Β. Πασχαλίδης: «Η Δράμα 7000 χρόνια», Δράμα, 1997
4. Τ. Τσελεπίδης: «Δράμα: Ηδωνίδα Γη και Πρασιάδα Λίμνη», εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1995
5. Τ. Τσελεπίδης: «Μυθικοί και ιστορικοί ήρωες της Δράμας», Δράμα, 1999
Comments