12.3.2006

Των Ησαΐα Κωνσταντινίδη & Βερόνικα Βασίλεβα
Η μυθολογία και η παράδοση του βουλγαρικού λαού διαθέτουν έναν έντονα μαγευτικό χαρακτήρα και αποτελούν αναπόσπαστο και πολύτιμο κομμάτι της ευρύτερης βαλκανικής και ευρωπαϊκής πολιτιστικής ιστορίας. Γεγονός όμως είναι και η (εκπληκτική πράγματι) επίδραση, που η εν λόγω παράδοση δέχτηκε απ’ τον πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική θρησκεία. Επίδραση τόσο μεγάλη και τόσο σημαντική, ώστε να μπορεί άνετα να ειπωθεί πως η πολιτιστική πορεία του βουλγαρικού λαού εξελίχτηκε (και συνεχίζει να εξελίσσεται) σύμφωνα με δεδομένα κοινά με τα ελληνικά, «χρωματισμένη» το ίδιο όπως και η αντίστοιχη ελληνική, ευρισκόμενη έτσι μέσα στα ίδια πανανθρώπινα πλαίσια της απώτατης πλανητικής πολιτισμογένεσης. Η εικόνα αυτή βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την σταθερή «συνέχεια» της ελληνικής παρουσίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ασία, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
ΟΙ ΘΡΑΚΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ
Είναι γνωστό ότι σεβαστό κομμάτι της ιστορίας, του πολιτισμού, αλλά και της καταγωγής του ο βουλγαρικός λαός έλκει από τα αρχαία θρακικά φύλα. Οι Θράκες, ελληνογενές πολιτισμικό σύνολο, είναι αυτόχθονες της χερσονήσου του Αίμου και στην προϊστορική περίοδο γεωγραφικά καταλάμβαναν την από Πιερίας περιοχή ως τον ποταμό Ίστρο (σημερινό Δούναβη), τα παράλια του Ευξείνου Πόντου και του Βοσπόρου.
Κεντρικές μορφές στη λατρεία και τους θρύλους των Θρακών είναι ο θεός Διόνυσος (Ζαγρέας), προστάτης του αμπελιού και του οίνου και ο θεϊκός μουσικός, ποιητής, φιλόσοφος και μαθηματικός Ορφέας. Αμφοτέρων οι παραδόσεις διασώζονται αυτούσιες στα σύγχρονα βουλγαρικά έθιμα και ήθη. Στους λαϊκούς μύθους της Βουλγαρίας είναι όντως καταπληκτικό και το γεγονός της διάσωσης πάμπολλων θρύλων, που έχουν να κάνουν με το πάνθεον των ελληνικών θεοτήτων. Ο Διόνυσος, ως προείπαμε, λατρεύεται ακόμη και στις ημέρες μας, όπισθεν του «προσωπείου» όμως του αγίου Τρύφωνα, που τον «διαδέχτηκε» κατά το χριστιανικό πρότυπο ως προστάτης της αμπελουργίας. [ΣΗΜ.: Στη Βουλγαρία, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα, τα αρχέγονα λαϊκά ήθη και έθιμα «διοχετεύθηκαν» στην εποχή μας, καλυπτόμενα κυρίως υπό τον χριστιανο-ορθόδοξο μανδύα. Με τον τρόπο αυτό αφενός διασώθηκαν από την εξαφάνιση οι θρύλοι της λαϊκής ψυχής και αφετέρου εμπλουτίστηκε το χριστιανικό εορτολόγιο με ήθη ελληνικά-μη ιουδαϊκά.]
Με τη λατρεία του Διονύσου, στους χρόνους του οποίου και ανάγονται, σχετίζονται και τα λεγόμενα «αναστενάρια» («νεστινάρστβο»), που επίσης προσεταιρίστηκε αργότερα η ορθοδοξία. Ο κύκλος των αναστεναρίων είναι χαρακτηριστικό πως συνδέεται και με την κίνηση του ηλίου. Σύμφωνα με την παράδοση, τα αναστενάρια αποσκοπούν στο να ενεργοποιήσουν με μαγικό τρόπο την ηλιακή πορεία. Η παρουσία της φωτιάς στο όλο τελετουργικό παραπέμπει απευθείας στον ήλιο. Η φωτιά ως ισοδύναμο του ουρανίου πυρός (δηλ. του ηλίου) ενεργοποιείται, για να προστατεύσει τον ήλιο από τις δυνάμεις του κακού ή για να αυξήσει τη δύναμή του. Γενικά, το όλο μυστήριο των αναστεναρίων λειτουργεί και ως ένα είδος «καθαρτηρίου».
Από την διονυσιακή λατρεία θεωρείται πως κατάγεται και η γιορτή των «μασκαράδων» («κούκερι»), δηλαδή το καρναβάλι. Οι συμμετέχοντες στον εορτασμό αυτό ντύνονται και είναι γνωστοί ως «μπαμπόγεροι» («μπαμπούγκερι»), «νεράιδες» («ρουσάλκι»), «σουρβάκες» («σουρβακάρι»), «καλόγεροι» («καλούγκερι»), «καμηλιέρηδες» («καμηλάρι»), «μούτρα» («σουράτι») κτλ. Στη σύγχρονη βουλγαρική λατρευτική παράδοση η γιορτή των Αποκριών της Τυροφάγου (Σίρνι Ζάγκοβεζνι) σηματοδοτεί την έναρξη των πασχαλινών νηστειών, επτά εβδομάδες προ του Πάσχα. Η γιορτή αυτή είναι γνωστή και με άλλες ονομασίες, όπως π.χ. Σίρνιτσα (Τυροφάγος), Πρόσκα (Έλεος) κτλ. Στη διάρκεια της εορτής αυτής μπορεί κάποιος να φάει τα πάντα που προέρχονται από το γάλα. Το τραπέζι είναι πλούσιο, αφού σύμφωνα με την παράδοση ετοιμάζονται τροφές κάθε είδους από βούτυρο, αυγά, τυρί, μυζήθρα και γάλα.
Κατά την γιορτή αυτή παρατηρείται μία εκπληκτική αναβίωση του διονυσιακού πνεύματος, που συνδέεται κύρια με τις εκδηλώσεις των κούκερι (μασκαράδων)˙ πρόκειται φυσικά για το γνωστό καρναβάλι, που κατάγεται απευθείας από τη διονυσιακή λατρεία. Πάμπολλες είναι όντως οι ομοιότητες με τα αρχαία θρακικά μυστήρια, έτσι ώστε να μην υπάρχει ίχνος αμφιβολίας για τις καταβολές τους. Στην βάση λοιπόν των βουλγαρικών γιορτών των μασκαράδων (κούκερι ή σουρβακάρι) κατακάθονται τα αρχαία ελληνικά Ανθεστήρια, αφιερωμένα στο Διόνυσο, το θεό της ζωντανής, ανθισμένης φύσεως και της καρποφορίας.
Στο λεγόμενο «ειδωλολατρικό» ημερολόγιο, η περίοδος από τα χριστιανικά Χριστούγεννα έως την απαρχή της πασχαλινής νηστείας, αποτελεί μία ομοιογενή ολότητα στον λαϊκό βίο˙ έτσι οι λαϊκές γιορτές του χρονικού αυτού διαστήματος παρέμειναν στα αρχαία χρονικά ως περίοδος χαράς και ελευθερίας, περίοδος «γάμων».
Ο «γάμος» στις λατρευτικές δοξασίες του βουλγαρικού λαού έχει καθαρά διονυσιακή καταγωγή. Ο μασκαράς και η συνοδός του παντρεύονται συμβολικά, ακολουθώντας την ίδια τελετουργία που επικρατούσε στα ελληνικά διονυσιακά μυστήρια: εκεί ο Διόνυσος εκπροσωπούνταν από αντικαταστάτη του, η δε σύντροφός του ήταν η γυναίκα του άρχοντα. Ακριβώς όπως οι φαλλικές ενέργειες-συμβολισμοί των σύγχρονων μασκαράδων, έτσι και στην αρχαιότητα της Θράκης η πράξη αυτή φανέρωνε την πρόκληση έναντι στην φύση ευνοϊκής επίδρασης, την καρποφορία και τη γονιμότητα. Η δολοφονία και η νεκρανάσταση του μασκαρά-βασιλέως δεν είναι παρά ο φόνος και η επαναφορά στη ζωή του αρχαίου Διονύσου: ο θάνατος και η εκ νέου γέννηση της φύσης.
Στην ενδυμασία από δέρματα θηρίων και οικιακών ζώων, στις ζωόμορφες ή ανθρωπόμορφες μάσκες, που πολύ συχνά έχουν την μορφή τράγου, στον χορό, στον εξοπλισμό και γενικά στις κινήσεις των σύγχρονων μασκαράδων, μπορούμε να δούμε την αναβίωση των διονυσιακών Σατύρων, οι οποίοι χορεύουν με Νύμφες και Μαινάδες και εκτελούν συμβολικές ενέργειες, σχετιζόμενες και πάλι με την φύση.
Οι σύγχρονες εορτές το καρναβαλιού στη Βουλγαρία δεν είναι παρά η επιβίωση και η εξέλιξη των πανάρχαιων θρακικών διονυσιακών˙ έτσι, παρόλο που αντιτίθενται στα έθιμα του επίσημου χριστιανισμού και παρόλο που περιέχουν κάποια δόση φαλλικής ασυδοσίας («μαγικό» μέσο για την εξασφάλιση της φυσικής γονιμότητας), αυτές εμπλουτίζουν την ορθοδοξία και τη βουλγαρική παράδοση με έθιμα αρχαία θρακικά-μη ιουδαϊκά. Το σημαντικότερο όμως που προσφέρουν οι Αποκριές είναι η διάσωση μέσω των χιλιετιών της πανάρχαιας βαλκανικής λαϊκής παράδοσης και της σχέσης-δεσμού με τον Διόνυσο, την προσωπική συμβολοποίηση της θείας φύσης.
Ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ «ΣΑΤΑΝΑΣ»
Ένα πολύ χαρακτηριστικό, όσο και ενδιαφέρον, στοιχείο, που περικλείει η βουλγαρική μυθολογία, είναι η ύπαρξη αρνητικών μορφών, που η φύση τους είναι διαβολική. Αυτές απαρτίζουν μεν ένα συμπαγές σύνολο, μπορούν όμως (λόγω κάποιων διαφορών ως προς την παραδοσιακή τους ταυτότητα) να διαχωριστούν σε δύο βασικές ομάδες: τους καλικάντζαρους και τις σκιές.
Οι καλικάντζαροι (καρακόντζολι) είναι δαίμονες που εμφανίζονται στους ανθρώπους στο όριο μεταξύ της παλαιάς και της νέας αστρονομικής χρονιάς: πρόκειται για τις περίφημες «βρώμικες ημέρες», που διαρκούν από τα Χριστούγεννα ως τα Θεοφάνεια. Κατά την παράδοση, τις ημέρες αυτές η γη ανοίγει και όλοι οι δαίμονες βγαίνουν από τις κρυψώνες τους. Εμφανίζονται τη νύχτα και τριγυρνούν ως τα χαράματα, προκαλώντας τον τρόμο στους ανθρώπους. Η μορφή τους είναι όντως φοβερή: κουτσοί και μονόφθαλμοι, με κέρατα και ουρά, τριχωτό κορμί και καμπούρα. Βγαίνουν από τους τάφους ή από τους ποταμούς. Έχουν επίσης την δυνατότητα να μεταμορφώνονται σε λύκους, σκύλους και άλλα ζώα.
Συνδέονται άμεσα με την παράσταση για τους λυκανθρώπους και έχουν μακριά δόντια. Ζουν στον υπόγειο κόσμο, σε σπήλαια και βαθιά πηγάδια, έχοντας επαφή με τους νεκρούς. Αν και σύμφωνα με κάποιες δοξασίες συνδέονται μορφολογικά με τους Σατύρους ή τον αρχαίο Έλληνα θεό Πάνα, εντούτοις βρίσκονται εγγύτερα στον εβραϊκό Σατανά.
Από την άλλη, οι σκιές (ταλασάμι), συνδέονται με μία πανάρχαια παράδοση, κατά την οποία σε περίπτωση κτισίματος οίκου, εκκλησίας, γέφυρας, πηγαδιού ή βρύσης, υπάρχει υποχρεωτική τελετουργική πρακτική να θυσιάζεται ένας άνθρωπος. Ο άνθρωπος αυτός θάβεται ζωντανός μέσα στα θεμέλια του οικοδομήματος, ούτως ώστε αυτό να παραμείνει γερό και να μην πέσει. Μετά από πάροδο 40 ημερών, ο άνθρωπος πεθαίνει και η ψυχή του γίνεται σκιά, νυκτερινός δαίμονας, που ζει στο κτίσμα και το φυλάγει.
Η σκιά είναι αόρατο πνεύμα, που μοιάζει με φάντασμα, ντυμένο με λευκά ενδύματα. Τη νύχτα ακούγεται να θρηνεί, να τραγουδάει ή να παίζει αυλό. Δεν πρέπει κανείς να του ομιλεί, διότι σε τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος χάνει την όραση ή την ακοή του. Μια φορά τον χρόνο, τα Χριστούγεννα, ακριβώς τα μεσάνυχτα, η σκιά εμφανίζεται ξαφνικά σαν μία λάμψη. Ως προστάτης του οίκου, η σκιά της βουλγαρικής παράδοσης ταυτίζεται με την έννοια του αρχαίου ελληνικού «ήρωα». Ο «ήρωας» ως έννοια λαμβάνει αρκετές φορές τη μορφή φιδιού, κάτι που διασώθηκε και στη σκιά της βουλγαρικής μυθολογίας.
Άλλες αρνητικής υφής μορφές της βουλγαρικής παράδοσης είναι οι καλικάντζαροι (καρακόντζολι, αλλά και ταλασάμι). Αυτοί δεν είναι παρά πνεύματα νεκρών, που εμφανίζονται στον κόσμο των ζωντανών σε εξαιρετικές περιστάσεις (γιορτές, θεμελίωση οίκου κτλ.). Άλλες φορές έχουν όψη νεκρού, δηλαδή βρυκόλακα (βαμπίρ) και άλλες είναι αόρατοι δια γυμνού οφθαλμού.
Τελικά, αν θέλουμε να πραγματοποιήσουμε μία σύντομη σύγκριση ανάμεσα σε καλικάντζαρους και σκιές της λαϊκής μυθολογίας των Βουλγάρων, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο μεν καλικάντζαρος εκφράζει κάτι το αρνητικό, είναι μία προσωποποίηση του κακού, ενώ η σκιά έχει θετική σημασία, είναι κάτι το καλό. Με δυο λόγια, η μυθοπλασία του καλικάντζαρου προέρχεται απ’ την Παλαιά Διαθήκη (δημιούργημα του Θεού και συνεργάτης του!), ενώ η κεντρική ουσία της σκιάς είναι ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως παρ ’όλα αυτά και με το πέρασμα του χρόνου καλικάντζαροι και σκιές κατήντησαν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες, εκφράσεις του κακού επί της Γης και αποτελούν από κοινού την εικόνα του Διαβόλου της βουλγαρικής μυθολογίας…
ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣ
Ο θεός Ήλιος (Σλάντσε) παίζει επίσης σπουδαίο ρόλο στη βουλγαρική παράδοση. Η λατρεία του εντοπίζεται ήδη στα χρόνια των Προβουλγάρων, οι οποίοι ζουν στην χερσόνησο του Αίμου τον 4ο με 5ο αιώνα και εκεί – στον χώρο της σημερινής Βουλγαρίας – αναμειγνύονται με τους Θράκες και τους Σλάβους, μορφοποιώντας το βουλγαρικό έθνος. Κατά την παράδοση ο Ήλιος ζει σε τεράστιο ολόχρυσο παλάτι στην άκρη του κόσμου, πέραν της θάλασσας. Έχει μητέρα, η οποία κάθε βράδυ τον περιμένει να γυρίσει από την περιπλάνησή του στον κόσμο, έχοντάς του έτοιμο πλούσιο τραπέζι. Τα ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, που αποδίδονται στον Ήλιο, επιβεβαιώνονται κι από τον θρύλο, που τον θέλει να ερωτεύεται το άστρο της Αυγής (Ντενίτσα), με το οποίο και παντρεύεται. Απεικονίσεις του Ηλίου προβουλγαρικής τεχνοτροπίας και γενικώς ηλιακά σύμβολα έχουν βρεθεί σκαλισμένα σε βράχους και τοιχώματα στην αρχαιολογική περιοχή Πλίσκα, καθώς και στο Πρέσλαβ. Ο Ήλιος ταυτίζεται επίσης και με τον Τάνγκρα (=Απόλλων), κορυφαία θεότητα των Προβουλγάρων.
Από τη βουλγαρική λατρευτική παράδοση δεν θα μπορούσε να λείψει ο Ζευς. Αυτός σχετίζεται με τον σλαβικής προέλευσης θεό Περούν, για τον οποίο νομίζεται πως είναι παρόμοιος του Δία, αλλά και του Σκανδιναβού Θωρ, δίνοντας έτσι παγκόσμια διάσταση στα ελληνικά θεία αρχέτυπα. Ο Περούν λοιπόν όμοια με τον Δία φέρει ως κύριο χαρακτηριστικό του τον κεραυνό, σύμβολο ισχύος και παντοδυναμίας. Κορυφαία θεία μορφή, έχει τον θρόνο του στο όρος Πίριν (εκ του ελληνικού «πυρήν») της νότιας Βουλγαρίας, όπως ακριβώς ο Ζευς έχει τον δικό του στον Όλυμπο. Πιθανή ημέρα προς τιμήν του Περούν-Διός ήταν η Πέμπτη, η οποία και θεωρούνταν ως η ομορφότερη των ημερών, ημέρα χαράς που σχετίζεται με γαμήλιες τελετές και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις ευτυχών γεγονότων.
Ιερό δέντρο του Περούν, όπως και του Διός, θεωρείται η δρυς. Σ’ αυτό το αιωνόβιο «κοσμικό» δέντρο ενεδρεύει το φίδι (ζμιά) ή δράκων (ζμέι), ζώο που κατέχει ξεχωριστή θέση στις παραδόσεις του βουλγαρικού λαού και μας θυμίζει ελληνικά αντίστοιχα (Δράκων, Χίμαιρα κ.ά.). Ο δράκων λοιπόν, καθαρώς αρνητική μορφή της βουλγαρικής μυθολογίας, είναι σύμβολο του χάους και της αταξίας και βασικός αντίπαλος των θεών. Κατοικία του τα βαθιά σπήλαια και ίσως και η άβυσσος. Πολλά είναι τα επίγεια και ουράνια φαινόμενα, που εξηγούνται συνδεόμενα με τον δράκοντα. Πολλές φορές π.χ. το ουράνιο τόξο λαμβάνεται ως δράκων, ο οποίος προκαλεί τη βροχή, πίνοντας υπερβολικά νερό απ’ τον ωκεανό. Επίσης πιστεύεται πως ο κατακλυσμός οφείλεται στη σύγκρουση δύο τέτοιων δρακόντων. Όσον αφορά στους πίπτοντες αστέρες (μετεωρίτες), αυτοί νομίζονται για φωτεινοί δράκοντες. Τέλος, η έκλειψη του ηλίου και της σελήνης πιστεύεται πως οφείλεται στο ότι τα εν λόγω ουράνια σώματα καταβροχθίζονται από τον μεγάλο δράκοντα.
Επιστρέφοντας στο πάνθεον των ελληνικών θεοτήτων, που σχεδόν αυτούσιες απαντώνται στην βουλγαρική λατρεία, αξίζει να μνημονεύσουμε τον Απόλλωνα-Ήλιο, την Άρτεμη-Σελήνη, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Άρη και τον Ποσειδώνα. Τούτο μαρτυρεί και πλήθος αγαλματιδίων και παραστάσεων σε αγγεία, βράχους ή τάφους, που διάσπαρτα έχουν βρεθεί στη βουλγαρική γη.
ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ
Στη μελέτη της βουλγαρικής λαϊκής μυθολογίας ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ετήσιος κύκλος, όπως αυτός γίνεται συνείδηση μέσα από τις λαϊκές αντιλήψεις. Σύμφωνα λοιπόν με την παραδοσιακή παράσταση του βουλγαρικού έτους, αυτό χωρίζονταν όχι σε τέσσερις εποχές (χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο), αλλά σε δύο ημι-έτη, το φθινοπωρινο-χειμερινό και το ανοιξιατικο-καλοκαιρινό. Ο διαχωρισμός αυτός γίνονταν με βάση τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και ανάλογα ορίζονταν η εποχή. Ως απαρχή του έτους δεν θεωρούνταν η 1η Ιανουαρίου, όπως έχει επικρατήσει σήμερα, αλλά η 1η Σεπτεμβρίου, λόγω του ότι τότε μαζεύονταν η σοδειά. Άλλη εκδοχή θέλει πάντως ως αρχή του έτους τις μέρες γύρω στις 20 Δεκεμβρίου, οπότε και η μέρα «βλασταίνει» και αρχίζει να μεγαλώνει. Στον ετήσιο αυτό κύκλο ο λαός είχε δημιουργήσει πάνω στις ημερολογιακές εορτές μια αντίληψη, που συνδέονταν με την ελπίδα μαζί μ’ αυτές να έρθει υγεία, ευλογία και ευημερία. Με την αποδοχή του χριστιανισμού από το βουλγαρικό λαό οι γιορτές αυτές διατήρησαν τον παλαιοθρησκευτικό τους χαρακτήρα, εντασσόμενες όμως οργανικά στον εκκλησιαστικό κανονισμό της ορθοδοξίας.
Η αρχαία ψυχή διατηρείται ζώσα στις παραδόσεις του βουλγαρικού λαού, όπως αυτό ξεκάθαρα διαφαίνεται στο λαϊκό εορταστικό ημερολόγιό του. Αρχαία λατρευτικά πεπραγμένα και μυστηριακές δοξασίες βρίσκουν όντως αντανάκλαση στη σύγχρονη παράδοσή του, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των ηθών κι εθίμων του απωτάτου παρελθόντος, αλλά και την επιβίωση των ψυχικών αρχετύπων των αρχέγονων πληθυσμών της βαλκανικής μέσα στους σύγχρονους λαούς της περιοχής.
Ακολουθεί μια συνοπτική παράθεση των βασικότερων εορτασμών του λαϊκού ημερολογίου των Βουλγάρων με αυστηρή ημερολογιακή σειρά.
Η γιορτή των Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου (Μπογκογιαβλένιε) κατέχει εξέχουσα θέση στο βουλγαρικό λαϊκό εορταστικό ημερολόγιο. Παλαιότερα πολύ συνέπιπτε με τον εορτασμό του θεού Ηλίου (25 Δεκεμβρίου), δηλ. τα χριστιανικά Χριστούγεννα, γι’ αυτό και η ονομασία τους ως Φώτα. Στη βουλγαρική είναι γνωστά και ως Γιορντάνοβντεν (ημέρα του Ιορδάνη) και πιστεύεται ότι την ημέρα αυτή ολοκληρώνεται ο κύκλος των λεγομένων «βρώμικων ημερών», που ξεκινούν στις 25 Δεκεμβρίου. Με το πέρας αυτής της δωδεκαήμερης περιόδου τα κακά πνεύματα (βρικόλακες, καλικάντζαροι κ.ά) φεύγουν από τη Γη και επανέρχονται στον κάτω κόσμο. Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Βουλγαρία η ημέρα των Φώτων συνοδεύεται από τη βύθιση και ανάσυρση του σταυρού από τα νερά, απ’ όπου τον ανελκύει αυτός που καταφέρνει και τον βρίσκει πρώτος απ’ όλους τους συμμετέχοντες.
Το τριήμερο 1-3 Φεβρουαρίου είναι η γιορτή του αγίου Τρύφωνα του Κλαδευτή (Τρίφον Ζαρεζάν), που αποτελεί απευθείας επιβίωση της πανάρχαιας θρακικής γιορτής του οίνου, η οποία συνδέονταν με τη λατρεία του Διονύσου. Ο Τρύφωνας είναι μια προσωπικότητα ευρισκόμενη στη σφαίρα του θρύλου, που εντούτοις έχει τις ιστορικές της βάσεις στη μορφή ενός μεγαλομάρτυρα της χριστιανικής εκκλησίας με το ίδιο όνομα, γεννημένου περί το έτος 255 Μ.Ε. στη Φρυγία της Μικράς Ασίας. Σήμερα η γιορτή αυτή συμπίπτει με τη χριστιανική Υπαπαντή του Σωτήρος. Συμβολικά η εορτή του αγίου Τρύφωνα οριοθετεί την έναρξη του ανοιξιατικο-καλοκαιρινού ημι-έτους.
Οι εορτές των Απόκρεω (Σίρνι Ζάγκοβεζνι) εντάσσονται στο ίδιο αρχαίο θρακικό πνεύμα. Πρόκειται για την εμφάνιση των καρναβαλιών, που συνιστούν ολόκληρο τελετουργικό σύμπλεγμα, θεμελιωμένο πάνω σε δεδομένα συμβολικά νοήματα και θεατρικά δρώμενα. Ντυμένα με δέρματα ζώων τα καρναβάλια μετέχουν σε μια «μαγική» διαδικασία, που μέσω «ιεροτελεστιών» προσπαθεί να καταστήσει τη φύση και πάλι γόνιμη, κι όταν λέμε φύση εννοούμε τόσο το φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα και πανίδα), όσο και τον μικρόκοσμο του ανθρώπου. Η κορυφαία στιγμή του εθίμου είναι όταν διεξάγεται το τελετουργικό όργωμα και η σπορά. Η σκηνή αυτή διαδραματίζεται ενώπιον όλης της κοινότητας. Ενώπιον λοιπόν των πάντων ο «βασιλιάς» ή η «νύφη» ζεύουν σε ξύλινο αλέτρι τον «γαμπρό» και πραγματοποιούν τρεις κύκλους γύρω απ’ το χοροστάσιο, ενώ ταυτόχρονα ρίχνουν ολόγυρα σπόρους. Στο τέλος ο «γαμπρός» πέφτει νεκρός και η «νύφη» πηγαίνει από πάνω του και κλαίγοντας τον χτυπά, έως ότου εκείνος ξαναζωντανεύει! Πρόκειται για την παράσταση του πανάρχαιου θρύλου της αιώνιας επιστροφής και της αναγέννησης της φύσης, του παντός.
Το Πάσχα στη βουλγαρική ονομάζεται Βελίκντεν (Μεγάλη Ημέρα) και Βαζκρεσένιε Χριστόβο (Ανάσταση του Χριστού) και συμβολίζει εκτός από τη μεγαλύτερη γιορτή του χριστιανισμού και την αποκορύφωση της φυσικής αναγέννησης. Στην ουσία ο κεντρικός εορτασμός της Βελίκντεν διαρκεί από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Κυριακή του Πάσχα. Σε γενικές γραμμές ο εορτασμός αντιστοιχεί στον ανάλογο ελληνικό (με βαφή αυγών, περιφορά επιταφίου κτλ.). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίληψη ότι τη νύχτα της ανάστασης, ακριβώς τα μεσάνυχτα, ο ουρανός ανοίγει και οι ψυχές όλων των νεκρών κατέρχονται στη Γη. Τις ψυχές αυτές μπορεί να τις διαισθανθεί κάποιος από το βούισμά τους γύρω από τα λουλούδια και τα άλλα φυτά. Για να διευκολυνθούν στο ταξίδι της επιστροφής τους διεξάγεται η τελετή του «ζεστάματος των ψυχών των νεκρών», όπου με φωτιές στην ύπαιθρο ξεπροβοδίζονται και πάλι για το βασίλειο του Άδη…
Η ημέρα του αγίου Γεωργίου (Γκέργκιοβντεν) στις 6 Μαΐου, που είναι και η ημέρα των βουλγαρικών ενόπλων δυνάμεων, βασίζεται στο αρχέτυπο του Περσέα, ο οποίος νικώντας το τέρας έσωσε την Ανδρομέδα, την οποία και νυμφεύτηκε. Στη χριστιανική παράδοση ο άγιος Γεώργιος διασώζει μια κοπέλα σκοτώνοντας το δράκο και το θρίαμβό του αυτό ακολουθεί χριστιανική βάπτιση. Ακόμη και ετυμολογικά ο Γεώργιος σχετίζεται με τις αγροτικές εργασίες (από το «γη» και «έργο»). Έτσι η βουλγαρική παράδοση θέλει τον γεωργό να πηγαίνει τη μέρα αυτή στο χωράφι του, όπου και κόβει μίσχο από τα σπαρτά και κλαδί από οπωροφόρα δέντρα˙ με τον τρόπο αυτό πιστεύεται ότι τίθεται τέλος σε πιθανές μαγείες, που θα μπορούσαν να γίνουν και να βλάψουν την παραγωγή.
Μια αξιοπερίεργη περίοδος του βουλγαρικού εορταστικού ημερολογίου είναι η λεγόμενη «εβδομάδα των νεράιδων», που ξεκινά 50 ημέρες μετά το Πάσχα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας θρυλείται ότι απ’ τα ποτάμια και τις λίμνες αναδύονται νεράιδες, με τη μορφή λευκών και κίτρινων πεταλούδων, οι οποίες δεν είναι παρά ψυχές νεκρών, που έφυγαν από τον επίγειο κόσμο πρόωρα. Πολλές νεράιδες είναι βλαβερές για την υγεία, ενώ άλλες βοηθούν στην αντιμετώπιση κάποιων ασθενειών. Για να προστατευτεί κάποιος από τις νεράιδες είναι καλό να έχει πάνω του λίγο άψινθο (πελίν), που είναι είδος πικρού κρασιού, και που πιστεύεται ότι αποδιώκει το κακό.
Η γιορτή του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), η βουλγαρική Ένιοβντεν, συμπίπτει χρονικά και νοηματικά με το θερινό ηλιοστάσιο. Πρόκειται για την επιβίωση του πανάρχαιου αυτού ηλιακού εορτασμού, που συναντάται σε πλήθος λαών, υπό το ένα ή το άλλο «επικάλυμμα». Ήδη από νωρίς το πρωί της ημέρας αυτής όλοι πρέπει να μαζευτούν στις κορυφές των βουνών ή των ψηλών λόφων, για να παρακολουθήσουν την ανατολή του ήλιου. Εκείνη την ώρα ο καθένας βλέπει τη σκιά του και, αν αυτή είναι ολόκληρη, τότε συνεπάγεται ότι θα έχει και το επόμενο έτος υγεία. Ύστερα οι γυναίκες μαζεύουν λουλούδια και βότανα, από τα οποία φτιάχνεται τεράστιο στεφάνι και όλοι περνούν απ’ αυτό τρεις φορές. Η ένδειξη της επιβίωσης της ηλιολατρείας του απωτάτου παρελθόντος διαφαίνεται από το πυρ, που συνοδεύει την ανατολή του ήλιου ψηλά πάνω στα βουνά.
Η γιορτή του αγίου Ηλία (Ιλίντεν) στις 20 Ιουλίου είναι άλλη μια απόδειξη της διάσωσης πανάρχαιων λατρευτικών στοιχείων στη σύγχρονη βουλγαρική παράδοση. Ο Ηλίας θεωρείται ο άρχων του ουρανού και (ακόμη και ετυμολογικά) είναι ο ίδιος ο Ήλιος, που πάνω στο άρμα του διασχίζει το στερέωμα. Είναι ο κύριος του κεραυνού και της αστραπής, καθώς και της βροχής και απ’ αυτόν εξαρτάται η ευλογία της γήινης επιφάνειας. Πιστεύεται ότι οι αστραπές κι οι βροντές που ο Ηλίας ρίχνει απ’ τον ουρανό είναι αποτέλεσμα της μάχης του με φτερωτούς δράκους και τρικέφαλες λάμιες. Είναι λοιπόν ο σημερινός αϊ-Ηλίας της βουλγαρικής μυθολογικής παράδοσης μια συνθετική επιβίωση του Δία των αρχαίων Ελλήνων, του Περούν των Σλάβων και του Τάνγκρα των Προβουλγάρων με τον υπέρτατο παγκόσμιο θεό της προϊστορίας, τον Ήλιο.
Στις 6 Δεκεμβρίου εορτάζεται η ημέρα προς τιμήν του αγίου Νικολάου (Νικούλντεν). Πρόκειται για την καλυμμένη λατρεία του αρχαίου Ποσειδώνα, θεού των υδάτων, καθώς και του Βέλες των Σλάβων. Όπως και στην ελληνική εθιμοτυπία, έτσι και στη βουλγαρική την ημέρα αυτή επιβάλλεται η κατανάλωση ψαριού. Ειδικά ψάρι-σύμβολο του αγίου θεωρείται το «σαράν» (κυπρίνος ή σαζάνι). Με το ψάρι αυτό συνδέεται και ο θρύλος, κατά τον οποίο κάποτε ο άγιος έπλεε με τη βάρκα του στη θάλασσα, ώσπου ξαφνικά δυνατά κύματα την χτύπησαν και τρύπησαν τον πάτο της. Και ενώ όλοι οι ταξιδιώτες κινδύνευαν να πνιγούν, ο άγιος έβαλε το χέρι του στα νερά και έβγαλε από εκεί έναν κυπρίνο, με τον οποίο «βούλωσε» την τρύπα κι έτσι το ταξίδι είχε αίσιο τέλος!
Τα Χριστούγεννα (Κόλεντα ή Ροζντεστβό Χριστόβο), που συμπίπτουν με την πανάρχαια ηλιακή γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου είναι μια ακόμη επιβίωση της ηλιακής λατρείας, που μέσω του χριστιανισμού πέρασε και στη σύγχρονη βουλγαρική παράδοση. Γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, αν και η Παραμονή των Χριστουγέννων την προηγούμενη ημέρα (Μπούντνι Βέτσερ) είναι επίσης μεγάλης σημασίας και βασική οικογενειακή γιορτή. Πρόκειται για ανώτατη γιορτή, εφόσον συμβολίζει την γέννηση του φωτός, του Ηλίου-Ιησού. Από τη μέρα αυτή και έως τα Φώτα βγαίνουν στην επιφάνεια της Γης τα υποχθόνια πνεύματα-νάνοι, που θα επιστρέψουν στο ημίφως μόνο μετά από την πάροδο δωδεκαημέρου και την αποκαθαρτική διαδικασία, που ολοκληρώνεται στα Θεοφάνια.
Comentarios