Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Άνοιξη 2005
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Το όνειρο της ανασύστασης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας
Όταν ο ελληνικός στρατός συντριβόταν από τα τουρκικά ασκέρια την άνοιξη του 1897 σε έναν πολύ βραχύ χρονικά πόλεμο για τα δεδομένα της εποχής, μια παράδοξη υπεραισιοδοξία επικρατούσε σ’ έναν μυστικό πυρήνα Ελλήνων πατριωτών. Όσοι αποτελούσαν αυτόν τον κύκλο – φανατικοί εθνικιστές όλοι τους – πανηγύριζαν σιωπηρά για τη συντριβή, αφού βαθιά μέσα τους πίστευαν (και έλπιζαν) στην εκπλήρωση μιας παλιάς προφητείας του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Μιας προφητείας που αν επαληθευόταν, θα σφράγιζε την ολοκλήρωση του ελληνισμού. Πράγματι, οι μυημένοι σ’ αυτόν τον κύκλο περίμεναν την προέλαση των τουρκικών ορδών ακόμα πιο νότια, ως τα Εξαμίλια της Κορίνθου, απ’ όπου, κατά τον Κοσμά τον Αιτωλό, θα εξαπολυόταν η γενική ελληνική επίθεση και θα εκπληρωνόταν το ποθούμενο: η ανάσταση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη!
Όλοι αυτοί που περίμεναν τέτοιες εξελίξεις ήταν μέλη μιας μυστικής ελληνικής οργάνωσης για την ανασύσταση και τη μεγαλουργία του έθνους. Βασικά ήταν αξιωματικοί του στρατού, αλλά και πολίτες και διανοούμενοι που συμμερίζονταν αυτές τις απόψεις. Πρόκειται για τον κύκλο της περίφημης όσο και μυστηριακής Εθνικής Εταιρείας, γύρω από την οποία χτίστηκαν ολόκληρες ιστορίες και θρύλοι, άλλοτε αληθινοί και άλλοτε απλώς μυθεύματα. Όποια όμως και να είναι τελικά η αλήθεια, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η οργάνωση αυτή συνιστά μία ανεξερεύνητη σε βάθος πτυχή της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, με συγκλονιστικές προεκτάσεις που δεν έχουν ακόμα πλήρως αποσαφηνιστεί...
Η Εθνική Εταιρεία επισήμως ιδρύθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1894. Εντούτοις, είχε πρωτοεμφανιστεί ως ολοκληρωμένη οργάνωση με σαφείς στόχους μισό χρόνο νωρίτερα, τον Μάιο του ίδιου έτους. Τα ιδρυτικά της μέλη ήταν οι εξής αξιωματικοί του στρατού: Κωνσταντίνος Κωνσταντινόπουλος (μηχανικό), Γεώργιος Κολοκοτρώνης (πεζικό), Κωνσταντίνος Φωτιάδης (μηχανικό), Ιωάννης Αμβράσογλου (πυροβολικό), Κωνσταντίνος Πάλλης (πυροβολικό), Γεώργιος Σολιώτης (πυροβολικό), Πέτρος Μάνος (ιππικό), Σωτήριος Μεντζελόπουλος (πυροβολικό), Γεώργιος Τσόντος (πυροβολικό), Κωνσταντίνος Αντωνιάδης (πυροβολικό), Αριστείδης Κανάρης (πυροβολικό), Γεώργιος Καπιτσίνης (πυροβολικό), Νικόλαος Κανταρτζής (πυροβολικό) και Αθανάσιος Μήτσης (πεζικό) – (βλ. Γιάννης Γιανουλόπουλος, «Η Ευγενής μας Τύφλωσις...», σελ. 33).
Μέχρι το 1897 η Εθνική Εταιρεία άλλαξε τουλάχιστον δυο φορές τη σύνθεση της ηγεσίας της – απ’ όσα βέβαια έχουν γίνει γνωστά ή έχουν διαρρεύσει. Τον Δεκέμβριο του 1896 πραγματοποιήθηκε ριζικός «ανασχηματισμός» της, με τη νέα σύνθεση να έχει πρόεδρό της τον καθηγητή πανεπιστημίου και ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο (1851-1919), που 20 χρόνια αργότερα θα γίνει και πρωθυπουργός της Ελλάδας! Στη δυναμική αυτή σύνθεση θα συμμετάσχουν μεγάλες μορφές του τότε ελληνισμού, όπως ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής (1853-1924), ο λαογράφος και καθηγητής πανεπιστημίου Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), οι αξιωματικοί Χρήστος Σολιώτης (1839-1898) και Αλέξανδρος Σοφιανός (1847-1912) κ.ά. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η οργάνωση διευρύνεται δεχόμενη στους κόλπους της και πολίτες, που όμως αποδέχονται τις στρατιωτικού τύπου αρχές της.
Η Εθνική Εταιρεία αποτελεί τον αναμφίβολο εκπρόσωπο του πανελληνισμού (που πρεσβεύει τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τη Μεγάλη Ιδέα) σε μια εποχή που γενικά οι παν-ισμοί «ήταν της μόδας». Ας θυμηθούμε ότι το ίδιο περίπου διάστημα στη Γερμανία αναπτυσσόταν ο πανγερμανισμός, στη Ρωσία ο πανσλαβισμός (με κυρίαρχη βέβαια τη θέση της Ρωσίας μέσα σε μια σλαβική αυτοκρατορία του μέλλοντος), στην Τουρκία ο παντουρκισμός κ.ο.κ. Η ιδεολογία της Εθνικής Εταιρείας συνιστά μια δέσμη αρχών εθνικιστικού και πατριωτικού χαρακτήρα, οι οποίες αναλύονται στις ακόλουθες παραγράφους.
Κεντρικός ιστός των ιδεολογικών θέσεων της Εθνικής Εταιρείας είναι η ανασύσταση της «ένδοξης ελληνικής αυτοκρατορίας του παρελθόντος» (εννοείται αυτής του Βυζαντίου) με πρωτεύουσά της την Κωνσταντινούπολη και η εκδίωξη του Τούρκου «προαιώνιου εχθρού» - όπως η ίδια η εταιρεία τον αποκαλεί στα κείμενά της – στα βάθη της Ανατολής. Πρόκειται ακριβώς για μια θεώρηση δομημένη σε ζωντανούς ακόμη τότε θρύλους της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, που μιλούσαν για ξύπνημα του «μαρμαρωμένου βασιλιά», «ανολοκλήρωτες λειτουργίες στην Αγία Σοφία», γοργόνες και Μεγαλέξανδρους και άλλες τέτοιες ιστορίες που γέννησε η λαϊκή φαντασία κατά τη διάρκεια των αιώνων της Τουρκοκρατίας.
Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκείνος που κατέγραψε τις ιστοριούλες αυτές σε δύο συμπαγείς τόμους με τον τίτλο «Παραδόσεις», ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, υπήρξε παράλληλα και ανώτατο στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας.
Βασική θέση της οργάνωσης αποτελεί και εκείνη που προωθεί τη μετατροπή του ελληνικού έθνους σε «έθνος-οδηγό» της ανθρωπότητας, με σημαντική ισχύ στην ευρύτερη περιοχή και πρωτοπόρο στους τομείς του πολιτισμού, της τεχνικής και της επιστήμης. Εδώ έχουμε την απλή έκφραση της «ρατσιστικής» αντίληψης της Ιστορίας, μέσω της πεποίθησης ότι οι Έλληνες είναι κάτι σαν «εκλεκτός λαός» του Θεού πάνω στη Γη!
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θέση της Εθνικής Εταιρείας που συμπυκνώνεται στον αντισλαβισμό και κυρίως τον αντιβουλγαρισμό της, εφόσον οι ιθύνοντές της θεωρούσαν ότι τον κυριότερο εχθρό της Ελλάδας αποτελούσαν όχι οι Τούρκοι, αλλά οι σλαβικοί λαοί, επισημαίνοντας έτσι τον κίνδυνο από το βορρά. Η Εθνική Εταιρεία ένοιωθε πάντα τις εκατοντάδες εκατομμυρίων Σλάβων του βορρά να κατακάθονται απειλητικά πάνω από τα όρια του τότε αλύτρωτου ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ θεωρούσε πως, μετά την περαιτέρω διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βουλγαρία θα αδράξει την ευκαιρία και θα προσπαθήσει να καταλάβει τις εν λόγω περιοχές (που την εποχή εκείνη ήταν ακόμα κομμάτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), αποκτώντας έτσι την πολυπόθητη γι’ αυτήν διέξοδο στο Αιγαίο πέλαγος.
Τη θέση της αυτή ενίσχυε η τότε βουλγαρική δραστηριότητα στα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, με σκοπό την απορρόφησή τους από το ενιαίο βουλγαρικό κράτος (όπως είχε συμβεί το 1885 με την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας).
Η Εθνική Εταιρεία πίστεψε εξαρχής ότι αποτελούσε τη συνέχεια της θρυλικής Φιλικής Εταιρείας, που είχε στην ουσία κηρύξει τον ελληνικό ξεσηκωμό κατά των Οθωμανών ήδη από τις 20 Οκτωβρίου του 1820 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Όπως δηλαδή η Φιλική Εταιρεία υπήρξε μία εθνικιστική οργάνωση μυστηριακού χαρακτήρα, με «κλειστές» δομές (άρα επαναστατική), έτσι και τα μέλη της δεύτερης αυτής ελληνικής ομάδας «εθνικών αγωνιστών» αποφάσισαν να βαδίσουν στα ίδια ιδεολογικά χνάρια, κατά το πρότυπο της Φιλικής Εταιρείας.
Και πράγματι η Εθνική Εταιρεία μιμήθηκε τη Φιλική Εταιρεία σχεδόν στα πάντα, προσαρμόζοντάς τα απλώς στο πνεύμα της τότε χρονικής περιόδου. Αποδεχόταν και προωθούσε, για παράδειγμα, το αντάρτικο κατά του εχθρού, ως προς την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων και των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών, με τη συγκρότηση «ατάκτων» ταγμάτων, που θα έχουν δεδομένη φθοροποιό δράση μέσα στα σκλαβωμένα ακόμη τότε εδάφη της πέραν της Θεσσαλίας ενδοχώρας και των παραλίων.
Η Εθνική Εταιρεία έφτασε στο σημείο ακόμη και να προσλάβει στοιχεία μυητικής διαδικασίας, που έχει και ο τεκτονισμός και τα οποία χρησιμοποιούσε άλλοτε και η Φιλική Εταιρεία. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να «κατηγορηθεί» αργότερα από ερευνητές ότι είχε άμεση σχέση με τον τεκτονισμό και ότι είχε δεχτεί επιρροές από αυτόν, ενώ υπήρξαν και κάποιοι που ισχυρίστηκαν ότι στην πραγματικότητα η Εθνική Εταιρεία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά όργανο των μασονικών στοών, με δράση ύποπτη. Η αλήθεια πάντως είναι πως υπήρξαν μέλη της Εθνικής Εταιρείας τα οποία ήταν πράγματι τέκτονες, αφού εκείνη την περίοδο η γενικότερη δράση της μασονίας θεωρούταν φιλανθρωπική και αφιλοκερδής και δεν είχαν έρθει ακόμη στο φως οι γνωστές σήμερα μομφές εναντίον της για την πιθανή ιουδαϊκή της προέλευση και τον σκοτεινό της ρόλο.
Όπως ακριβώς η Φιλική Εταιρεία 75 περίπου χρόνια πριν, έτσι και η Εθνική Εταιρεία βάσιζε τη μυστηριακή της δύναμη και τη γοητεία που ασκούσε σε μια Αόρατη Αρχή, η οποία ήταν «πανταχού παρούσα» και έλεγχε με «θαυματοποιό τρόπο» τη συνολική δράση των μελών της, λειτουργώντας παράλληλα και ως επίδοξος τιμωρός «κάθε αδίκου και αντεθνικώς δρώντα»! Βέβαια, αυτή την Αόρατη Αρχή υποτίθεται ότι δεν μπορούσε κανείς βαθιά αμύητος να την αντιληφθεί, όμως επρόκειτο περί «τρικ» της ίδιας της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης, με σκοπό τον εκφοβισμό «απάντων των ενδιαφερομένων» και την επιβολή σιδηράς πειθαρχίας στο εσωτερικό της. Συνεπώς, η Αόρατη Αρχή στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αλλά συμβόλιζε απλώς την αποφασιστικότητα της ηγεσίας της οργάνωσης, που αλλιώς ονομαζόταν «διοικητικό συμβούλιο» ή και Ανώτατη Αρχή (αυτό το δεύτερο ίσως και για να παραπέμπει στη μυστηριώδη δύναμη που υποτίθεται ότι πλανιόνταν πάνω από φίλους και εχθρούς).
Ως άμεσος στρατηγικός στόχος της Εθνικής Εταιρείας τέθηκε αμέσως η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η ένταξή της στο ελληνικό κράτος. Η Μακεδονία προτιμήθηκε καταρχήν έναντι της Κρήτης, κυρίως λόγω του σλαβικού κινδύνου που θεωρούταν ότι ελλόχευε στον βορρά. Έτσι η Εθνική Εταιρεία επιδόθηκε σε έναν «αγώνα δρόμου», προκειμένου η Ελλάδα να είναι αυτή που θα κερδίσει τα μακεδονικά εδάφη μετά την προβλεπόμενη αποχώρηση από αυτά της οθωμανικής εξουσίας. Η Κρήτη θα μπορούσε να περιμένει «λίγο αργότερα», εφόσον δεν θεωρούταν υψηλού κινδύνου η πιθανότητα οριστικής της απώλειας, ενώ αντίθετα με μια επέκταση προς τον βορρά θα έφτανε πιο κοντά και το όραμα απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης και της γης της Ιωνίας...
Έτσι, η Εθνική Εταιρεία, ως οργάνωση στρατιωτικού περιεχομένου, προκάλεσε εκείνη την «καυτή» περίοδο των ζυμώσεων, την τριετία δηλαδή 1894-1897, την προπαγανδιστική συζήτηση μέσα στις τάξεις του επίσημου ελληνικού στρατού γύρω από τα «εθνικά θέματα» (όπως έγινε ήδη από τότε γνωστή η προπαγάνδα της). Σκοπός, βέβαια, ήταν να πείσει τους αξιωματικούς και τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων ως προς την αναγκαιότητα άμεσης πολεμικής δράσης, με τελικό σκοπό την πραγματοποίηση του ονείρου της διεύρυνσης των τότε ελληνικών συνόρων και της τελικής συντριβής των «εχθρών του γένους»! Ξεκίνησε έτσι ο στρατιωτικός διάλογος γύρω από τα «εθνικά θέματα», με έντονες τις προσπάθειες της Εθνικής Εταιρείας να προβάλει τις απόψεις της γύρω από αυτά και να ωθήσει τα πράγματα προς την απαρχή ένοπλης δράσης... (Να σημειώσουμε εδώ ότι, ακόμη και σήμερα, με τον όρο «εθνικά θέματα» εννοούμε τα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται για έναν όρο που συναντάται μόνο στην ελληνική γλώσσα για την περιγραφή ανάλογων καταστάσεων και που, ασφαλώς, έλκει την προέλευσή του από εκείνη ακριβώς την περίοδο).
Σημιεώθηκε λοιπόν κατά την τριετία 1894-1897 μια διττή δράση της Εθνικής Εταιρείας: από τη μία μεριά, ημιεπίσημη προπαγάνδα («διαφώτιση») των στρατιωτικών παραγόντων με παράθεση επιχειρημάτων για την ανάγκη ένοπλου αγώνα και, από την άλλη, αποστολή εθελοντικών σωμάτων αντάρτικου στις επαρχίες του βορρά και στην Κρήτη, όπου αγωνίζονταν για την εκεί επιβολή των ελληνικών συμφερόντων.
Ειδικά στη Μακεδονία οργανώθηκε το 1896 ολόκληρη οργάνωση αντάρτικων χτυπημάτων, με πολύ μεγάλη συχνότητα και βαρύτητα. Ένας παλαίμαχος αγωνιστής της Μακεδονίας, ο Αθανάσιος Μπρούφας (με δράση ήδη από το 1878 υπέρ της ελληνικής υπόθεσης), πέρασε τον Ιούλιο του 1896 στα υπόδουλα εδάφη, συγκροτώντας αντάρτικα σώματα – κι όλα αυτά υπό την καθοδήγηση της οργάνωσης. Αψηφώντας τους τεράστιους κινδύνους που τους περίμεναν, τα σώματα αυτά οργανώθηκαν και, με βάση τους το έδαφος της σημερινής FYROM (!), ξεκίνησαν την απελευθερωτική δραστηριότητά τους...
Τον Μάρτιο του 1897 η δράση των καθοδηγούμενων ουσιαστικά πλήρως από την Εθνική Εταιρεία σωμάτων αντάρτικου πολέμου είχε πια κορυφωθεί. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της τουρκικής πλευράς, η οποία και διέκοψε τον Απρίλιο του 1897 τις διπλωματικές σχέσεις με το ελληνικό κράτος, κατηγορώντας το για επέμβαση στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος.
Η τουρκική αντίδραση ήταν άμεση. Στις αρχές Απριλίου άρχισαν οι συρράξεις στην τότε συνοριακή γραμμή της Θεσσαλίας, με την ολική υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων (η περίφημη σύρραξη στη διάβαση της Μελούνας). Από την αρχή φάνηκε ότι ο αστραπιαίος αυτός πόλεμος απέβαινε σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Ήδη στο δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου οι Οθωμανοί κατέλαβαν σημαντικές ελληνικές πόλεις (όπως τη Λάρισα και τον Τύρναβο), και η μοναδική πραγματικά αξιόλογη και ηρωική αντίσταση των Ελλήνων υπήρξε η αιματηρή μάχη του Βελεστίνου, στην οποία όμως τελικά κέρδισαν οι Τούρκοι... Μετά την κατάληψη και του Βόλου στα τέλη του ίδιου μήνα ο πόλεμος φαινόταν να έχει πολύ άσχημη κατάληξη για την Ελλάδα. Και πράγματι, δεν πέρασαν παρά λίγες μόνο ημέρες από την τελική του κρίση, όταν στις 5 Μαΐου του 1897 οι ελληνικές δυνάμεις έχασαν την πλέον σημαντική μάχη, αυτήν του Δομοκού...
Έληξε έτσι, με την ταπεινωτική ελληνική ήττα, ο ξαφνικός εκείνος πόλεμος, που μόνο σε απελευθέρωση των «σκλάβων αδελφών» δεν οδήγησε. Αντίθετα η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλει και παχυλές πολεμικές αποζημιώσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία...
Θεωρήθηκε έτσι υπαίτια η ίδια η Εθνική Εταιρεία για τη φοβερή αυτή συντριβή, αφού όχι μόνο δεν σημειώθηκε η ελληνική αναδίπλωση μετά τις πρώτες ήττες και η πραγματοποίηση του «ποθούμενου», αλλά η χώρα βγήκε σοβαρά τραυματισμένη – υλικά και ηθικά – από αυτή τη γρήγορη περιπέτεια. Το κύρος της οργάνωσης, αλλά και γενικότερα το κύρος των στρατιωτικών, γνώρισε ανεπανόρθωτο πλήγμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, αμέσως μετά την πρωτοφανή ήττα του 1897, το μέλλον της Εθνικής Εταιρείας έμοιαζε πια θολό κι αβέβαιο...
Ο θρυλικός Παύλος Μελάς και η «Αόρατη» Αρχή
Όπως είδαμε και στην πρώτη ενότητα αυτής της έρευνας, μετά την συντριβή του ελληνικού στρατού στον σύντομο πόλεμο του 1897, στους κόλπους της Εθνικής Εταιρείας (Ε.Ε.) δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής εσωστρέφεια και μια απαισιοδοξία για το μέλλον της χώρας και για το «μείζον ζήτημα» της απελευθέρωσης των «σκλάβων αδελφών». Η εικόνα αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε μόλις έναν χρόνο πριν, το 1896, όταν είχαν διοργανωθεί στην Ελλάδα οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, κάτι που είχε εκληφθεί και ως λαμπρό προμήνυμα για τον θρίαμβο στον επερχόμενο πόλεμο και για την επέκταση των συνόρων πάνω από την Θεσσαλία και την εξάπλωση του ελληνικού κράτους στα νησιά του Αιγαίου και στην Μικρά Ασία! Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή να πούμε ότι και η φωτεινή εκείνη αναλαμπή της Ολυμπιάδας του 1896 συντέλεσε στην επίσπευση των γεγονότων που οδήγησαν στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στην ταπεινωτική ήττα της ελληνικής πλευράς...
Η Εθνική Εταιρεία όμως πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα της, απλώς και μόνο λόγω της ήττας στον ατυχή πόλεμο του 1897. Έτσι, και ενώ την επομένη του πολέμου ήταν έτοιμη να διαλυθεί, εντέλει επικράτησαν οι πιο ψύχραιμες φωνές που υποστήριζαν ένα είδος ανασυγκρότησής της, έπειτα βέβαια από ανάλυση των τραγικών γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Υπήρξε, δηλαδή, τόσο μεγάλη η προσήλωση των μελών της Εθνικής Εταιρείας στα οράματά τους (περί της Μεγάλης Ιδέας), που δεν μπορούσαν με τίποτε να παραδεχτούν ότι η ήττα του 1897 υπήρξε συνέπεια βιαστικών και ανοργάνωτων κινήσεων και από την δική τους πλευρά.
Ακολουθήθηκε λοιπόν μια «πονηρή» τακτική, που επέτρεψε την συνέχιση της Εθνικής Εταιρείας. Η τακτική αυτή ξεκινούσε από το συμπέρασμα ότι η οργάνωση δεν ευθυνόταν για την συντριβή, εφόσον η πολεμική συμμετοχή της δεν ήταν παρά της τάξης ενός μόνο εθελοντικού σώματος, τα δε στελέχη της που κατείχαν στον πόλεμο επιτελικές θέσεις στην πραγματικότητα δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν τις δικές τους απόψεις για την στρατηγική που έπρεπε να εφαρμοστεί. Άρα, υπεύθυνοι ήταν οι στρατιωτικοί που λάμβαναν τις τελικές αποφάσεις και που δεν ανήκαν στην Εθνική Εταιρεία. Μάλιστα, οι στρατιωτικοί αυτοί κατηγορήθηκαν ότι και πριν από τον πόλεμο εξέφραζαν απαισιόδοξες και «αντεθνικές» αντιλήψεις και ότι δεν ήταν σε θέση να εμψυχώσουν τον ελληνικό στρατό με την ψοφοδεή τους νοοτροπία!
Έτσι, κι αφού επί μερικούς μήνες καλλιεργήθηκε το παραπάνω κλίμα, στις 30 Νοεμβρίου του 1897 η Εθνική Εταιρεία δημοσίευσε ένα ιστορικό κείμενο, το οποίο αναφέρεται λεπτομερώς στα γεγονότα του πολέμου και στον αληθινό ρόλο που η ίδια έπαιξε σ’ αυτά. Πρόκειται περί μιας αναλυτικής έκθεσης των συμβάντων, όπου η οργάνωση προσπαθεί να δικαιολογήσει τις υπερπατριωτικές της θέσεις προ του πολέμου και να αποποιηθεί των όποιων ευθυνών της κατά την διάρκειά του, επιρρίπτοντας τις ευθύνες όχι στους αλυτρωτικούς κύκλους που υπήρχαν τότε μέσα στον στρατό, αλλά στους «ρεαλιστές» που ήταν ανίκανοι να οδηγήσουν το έθνος στην τελειωτική του ολοκλήρωση, η οποία ταυτιζόταν με την διεύρυνση των συνόρων στα όρια της άλλοτε ένδοξης ελληνικής επικράτειας.
Πέραν αυτού, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1897 επιχειρήθηκε και κάποιου είδους ανασυγκρότηση της Εθνικής Εταιρείας, με στόχο ένα καινούριο ξεκίνημα. Αντί όμως για κάτι τέτοιο, το βάρος της ήττας της προηγούμενης άνοιξης αναγκάζει την οργάνωση να αλλάξει δραστικά τον τρόπο δράσης της. Αποφασίζεται λοιπόν η τυπική της διάλυση (με την ακριβή ημερομηνία της οποίας να μην είναι σαφής και με τις απόψεις περί αυτής να διίστανται) και το πέρασμά της σε μια άλλη μορφή ύπαρξης, που να υπηρετεί όμως πάντοτε τον ίδιο σκοπό.
Βασικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές φαίνεται ότι έπαιξαν δύο πρόσωπα: ο Μιχαήλ Μελάς, πατέρας του περίφημου Παύλου Μελά, και ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης, ο οποίος εκείνο το διάστημα δεχόταν συνεχώς τα πυρά του Τύπου για τις εθνικιστικές θέσεις που είχε εκφράσει προ του πολέμου. Ειδικά ο πολύ πλούσιος πατέρας του Παύλου Μελά έφτασε στο σημείο να απολέσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του μόνο και μόνο για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες των οικονομικών της οργάνωσης. Έτσι, το έφερε η μοίρα ώστε το έργο της Εθνικής Εταιρείας να ταυτιστεί τα επόμενα χρόνια με την οικογένεια Μελά...
Ο ίδιος ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904, εκτός του ότι παραμένει εν πολλοίς αινιγματικός, συνοδεύεται κι από τις μυστηριακές ιδέες με τις οποίες εμφορούταν η Εθνική Εταιρεία, αφού συνδέθηκε άμεσα με την έννοια της περιβόητης «Αόρατης» Αρχής. Πράγματι, όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος αυτής της έρευνας, η Εθνική Εταιρεία είχε την πολύ επιτυχημένη ιδέα να τοποθετήσει «υπεράνω όλων» στο πλαίσιο της οργάνωσής της την υπερφυσική δύναμη της «Αόρατης» Αρχής, την οποία ποτέ κανείς δεν έβλεπε και η οποία βρισκόταν παντού ως επίδοξος τιμωρός κάθε εχθρού αλλά και κάθε λιπόψυχου μέλους της ίδιας της οργάνωσης. Υπό αυτό το πνεύμα, η συνολική δράση του Παύλου Μελά στην μακεδονική γη εμπνεόταν διαρκώς από το πνεύμα αυτής της «Αόρατης» Αρχής, έτσι ώστε ο ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα να έχει καταστεί ένας πραγματικός θρύλος, ένας ιδιότυπος Έλληνας «Ρομπέν των δασών», η φήμη του οποίου ξεπερνούσε τις δυνατότητες ενός απλού ανθρώπινου όντος!
Οι κύκλοι που αποτελούσαν άλλοτε την Εθνική Εταιρεία και που συνέχισαν την δράση της οργάνωσης με άτυπο πια τρόπο μετά το μοιραίο 1897, κατόρθωσαν και έστησαν ένα πανέξυπνο επικοινωνιακό (όπως θα λέγαμε σήμερα) κόλπο, με στόχο την οικοδόμηση ενός μύθου γύρω από το πρόσωπο του πρωτεργάτη του μακεδονικού έπους, του Παύλου Μελά. Οι υπερανθρώπινες διαστάσεις που είχαν προσδοθεί στον ήρωα γρήγορα τον κατέστησαν επίκεντρο θαυμασμού και παρηγοριάς για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας και φόβητρο για τις αντίπαλες δυνάμεις των Οθωμανών και των Σλάβων.
Έτσι κάθε κατόρθωμα των αντάρτικων ελληνικών δυνάμεων στην μακεδονική γη ανακούφιζε διπλά τους εκεί Έλληνες, εφόσον και το παραμικρό κατόρθωμα αποδιδόταν αμέσως στην τόσο αγαπητή γι’ αυτούς μορφή του Παύλου Μελά, που είχε πια καταστεί στις συνειδήσεις τους σαν ο απεσταλμένος του Θεού για την οριστική εκδίωξη του Τούρκου δυνάστη και την απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών! Πέραν της ψυχολογικής ανάτασης που προσέφερε, η εικόνα του υπερφυσικού Παύλου Μελά λειτουργούσε ως πόλος έλξης και συσπείρωσης για τους Έλληνες της Μακεδονίας, αλλά και ως φόβητρο για την αντίπαλη πλευρά.
Η ζωή και η δράση του Παύλου Μελά εκείνα τα χρόνια είναι απόλυτα συνυφασμένες με τους στόχους και την δραστηριότητα της «σκιώδους» πλέον Εθνικής Εταιρείας. Ήδη από την ίδρυσή της, το φθινόπωρο του 1894, ο Μελάς μετέχει ενεργά σ’ αυτήν. Στο πρώτο μέρος της μελέτης αυτής είδαμε ότι βασικός στόχος της υπήρξε η εξάπλωση της Ελλάδας πρώτιστα προς βορρά, με την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και κατόπιν η απελευθέρωση και άλλων ελληνικών εδαφών, όπως, για παράδειγμα, της Κρήτης. Έτσι, ο Παύλος Μελάς, ως βασικός παράγοντας της εταιρείας, ταύτισε την ίδια του την ζωή με το ζήτημα της επανένταξης της μακεδονικής επικράτειας στους κόλπους του τότε ελεύθερου ελληνικού κράτους. Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 θα λάβει και ο ίδιος ενεργό μέρος, περνώντας μυστικά στα όρια της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την οργάνωση του ένοπλου αγώνα.
Επτά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1904, ο Παύλος Μελάς θα ξαναδιαβεί τα τότε σύνορα για τον ίδιο με τότε (1897) σκοπό. Έχοντας οργανώσει σώμα αποτελούμενο από 35 άνδρες και ως «Γενικός Αρχηγός των εν Δυτική Μακεδονία ελληνικών αντάρτικων δυνάμεων», λαμβάνει το ψευδώνυμο «καπετάν Μίκης Ζέζας» και ξεκινά την νέα του δράση. Καταρχάς επιδιώκει χτυπήματα κατά των βουλγαρικών δυνάμεων που διεκδικούν την περιοχή για λογαριασμό τους, αφού εξάλλου είναι γνωστός και ο έντονος αντιβουλγαρισμός της Εθνικής Εταιρείας. Πράγματι ο Μελάς θεωρεί ότι βασικός αντίπαλος της Ελλάδας στην Μακεδονία δεν είναι η «θνήσκουσα» πια Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την οποία προβλέπει σύντομη αποχώρησή της από τα εδάφη αυτά, αλλά η σε ανοδική πορεία ευρισκόμενη Βουλγαρία. Στρέφεται έτσι σφόδρα κατά των βουλγαρικών σωμάτων, που δρουν τον καιρό εκείνον στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, οργανώνει και εξοπλίζει καινούρια ελληνικά σώματα, βασισμένα σε Έλληνες της Μακεδονίας, για να αποτελέσουν την αιχμή του ελληνικού αγώνα στην Μακεδονία. Επρόκειτο για μια έξυπνη κίνηση του θρυλικού μακεδονομάχου, εφόσον θεωρήθηκε ότι περισσότερο ζήλο θα έδειχναν οι εκτός ελληνικών κρατικών ορίων Έλληνες για την απελευθέρωσή τους, απ’ ό,τι οι Έλληνες του μικρού τότε σε έκταση ελεύθερου ελληνικού κρατιδίου.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά, που εν πολλοίς παραμένει και σήμερα μυστήριος και πεδίο διχογνωμιών, συνδέεται άμεσα με την έννοια της «Αόρατης» Αρχής και την όλη μυθολογία που είχε δημιουργηθεί γύρω από αυτήν. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 τουρκικές δυνάμεις περικυκλώνουν το χωριό Σιάτιστα, στο οποίο είχε καταφύγει ο Μελάς, παγιδεύοντάς τον και πολιορκώντας τον αλύπητα. Πράγματι, ήταν «χρυσή» ευκαιρία για τους Οθωμανούς να απαλλαγούν οριστικά από τον «βραχνά» που τους είχε προκαλέσει η δράση του Μελά στην Μακεδονία, όπου σε διάστημα τριών μόλις μηνών είχε ξεσηκώσει τους ελληνικούς πληθυσμούς. Έτσι, σε μια στιγμή που ο Μελάς επιχείρησε την ηρωική έξοδο από την πολιορκία του, βλήθηκε από τα τουρκικά βόλια και μισή ώρα αργότερα ξεψύχησε στην γη για την απελευθέρωση της οποίας αγωνίστηκε...
Αντιλαμβανόμενοι οι συμμαχητές του την ζημιά που θα προκαλούσε στους Έλληνες της περιοχής η ανακοίνωση του θανάτου του, αποφάσισαν να κόψουν και να κρύψουν το κεφάλι του, ούτως ώστε όταν βρεθεί το πτώμα από τους Οθωμανούς να είναι ακέφαλο, και να μην μπορεί να αποδειχτεί ότι ο Παύλος Μελάς είναι νεκρός! Ακόμη λοιπόν και μετά τον φυσικό του θάνατο ο Μελάς παρέμεινε επί αρκετό καιρό ένας ολοζώντανος θρύλος, εφόσον συνέχισαν να του αποδίδονται πλήθος κατορθωμάτων που προκαλούσαν ενθουσιασμό στις ψυχές των εκεί Ελλήνων... Βλέπουμε, δηλαδή, σαφέστατα ότι ακολουθήθηκε η λογική της ίδιας της «Αόρατης» Αρχής: ο Παύλος Μελάς, αν και φυσικά απών, εντούτοις εξακολουθούσε να «υπάρχει», αφού του αποδιδόταν οτιδήποτε συνέβαινε προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή.
Εκτός από τον Παύλο Μελά, μια άλλη μορφή που συνδέθηκε με το Μακεδονικό ζήτημα ήταν ο Ίων Δραγούμης, επιφανές επίσης στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας. Ο Δραγούμης, που εκτελέστηκε το καλοκαίρι του 1920 από τους βενιζελικούς, υπήρξε μια δυναμική φιγούρα του ελληνικού εθνικισμού, με ανεξάρτητες αντιλήψεις, χωρίς να ανήκει ιδεολογικά ούτε στους φιλελεύθερους βενιζελικούς ούτε στους συντηρητικούς βασιλόφρονες. Ως μέλος της ελληνικής βουλής, είχε θέσει ενδιαφέρουσες απόψεις, που κυμαίνονταν από την έντονη υποστήριξη της εδαφικής επέκτασης των Ελλήνων προς τον βορρά, την αντίθεσή του (μαζί με το Κ.Κ.Ε. και τον Ιωάννη Μεταξά!) στην Μικρασιατική εκστρατεία (που επανέλαβε τον εφιάλτη του 1897, δικαιώνοντας απόλυτα όλους όσοι είχαν διαφωνήσει με το τολμηρό αυτό εγχείρημα), ενώ εμφορούταν από έναν έντονο φιλοαλβανισμό και παράλληλο αντισλαβισμό!
Έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς φήμες ότι μέλη της Εθνικής Εταιρείας υπήρξαν και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης (από τους πρωτεργάτες του μακεδονικού αγώνα) και ο λογοτέχνης Περικλής Γιαννόπουλος. Κάτι τέτοιο όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί, δεδομένης της μυστικότητας που επικρατούσε στον κύκλο της οργάνωσης μετά την τυπική της διάλυση στα τέλη του 1897.
Με την ένταξη μεγάλου μέρους της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος το 1912 φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε ο βασικός στρατηγικός σκοπός της Εθνικής Εταιρείας για εκείνα τα χρόνια. Είναι αρκετά θολή η εικόνα για το πώς συνέχισαν οι κύκλοι που είχαν αυτές τις αντιλήψεις να δραστηριοποιούνται, από την στιγμή που τα στοιχεία που βγήκαν στο φως είναι αρκετά πενιχρά, ο δε συσκοτισμός που προκαλούν οι αόριστοι «ψίθυροι» κάνει ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα. Πολλές είναι πράγματι οι εκδοχές για το πώς συνέχισε την δράση της η Εθνική Εταιρεία ειδικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή, αφού είναι σαφές ότι ο μυστικός αυτός πυρήνας Ελλήνων πατριωτών δεν θα κατέθετε έτσι εύκολα τα «όπλα»...
Εθνική Εταιρεία, Ελευθέριος Βενιζέλος και Μικρασιατική Καταστροφή
Όπως είδαμε και στα προηγούμενα μέρη αυτής της μικρής μελέτης, τα μέλη της Εθνικής Εταιρείας δεν θα κατέθεταν εύκολα τα όπλα. Η οργάνωση έδειχνε μια εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα μέσα στα χρόνια, κι αυτό σε μια περίοδο όπου τα πάντα ήταν ρευστά για το ελληνικό έθνος, με «καταιγισμό» γεγονότων που μετάλλασσαν διαρκώς την εικόνα της χώρας. Πράγματι, η περίοδος από τα τέλη του 19ου αιώνα και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920 (μετά την Μικρασιατική Καταστροφή) χαρακτηρίζεται από ξαφνικές και ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, από εδαφικές μεταβολές (μέσω επέκτασης των ελληνικών συνόρων) έως και πληθυσμιακές «εκρήξεις» (με ελληνικούς πληθυσμούς να μετακινούνται στην ελληνική επικράτεια μετά την ανταλλαγή τους από γειτονικά κράτη)...
Αμέσως μόλις τα σύνορα του ελληνικού κράτους επεκτάθηκαν προς βορρά, με την ένταξη σε αυτό του μεγαλύτερου κομματιού της γεωγραφικής Μακεδονίας, η προσοχή του μυστηριακού εθνικιστικού κύκλου που βρισκόταν πίσω από την αινιγματική Εθνική Εταιρεία στράφηκε σφόδρα προς την κατεύθυνση της εθνικής ολοκλήρωσης, αφού αυτό πιστευόταν ότι συνιστούσε η εδαφική εξάπλωση της Ελλάδας αυτή την φορά προς ανατολάς. Και είναι αλήθεια πως εκείνη ειδικά την εποχή (περί τα μέσα της δεκαετίας του 1910) οι συνθήκες φαινόταν ότι ευνοούσαν ανάλογες κινήσεις από ελληνικής πλευράς. Καταρχάς, εκείνη ακριβώς την χρονική στιγμή σημειώνονταν γενικότερες ανακατατάξεις δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού βρισκόμασταν πια στην διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Παράλληλα, ο ίδιος ο «προαιώνιος εχθρός», η Οθωμανική δηλαδή αυτοκρατορία, βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης, όντας ο περίφημος «μεγάλος ασθενής», όπως την αποκαλούσαν τότε οι δυτικοί διπλωμάτες. Όλοι λοιπόν ανέμεναν ο ασθενής να αποβιώσει και να μοιραστούν την κληρονομιά του...
Εφόσον, λοιπόν, οι συνθήκες ήταν άκρως ευνοϊκές (ακόμη και στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα βρέθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή, στο πλευρό των νικητών), τα εναπομείναντα μέλη της παλιάς Εθνικής Εταιρείας, που τυπικά παρέμενε βέβαια διαλυμένη, άρχισαν να ονειρεύονται, όπως και το 1897, το ξαναζωντάνεμα του μαρμαρωμένου βασιλιά και την συνέχιση της Θείας Λειτουργίας στην Αγια-Σοφιά από εκεί ακριβώς που είχε σταματήσει! Απλώς, δεν θα επαναλαμβάνονταν τα λάθη του 1897 και όλα θα απέβαιναν σε όφελος του ελληνισμού, από την στιγμή μάλιστα που τώρα τα δεδομένα έδειχναν να είναι υπέρ της ελληνικής πλευράς. Μέσα στο ονειροπόλημά τους αυτό δεν φαντάζονταν ότι και πάλι ελλόχευε στο βάθος μια νέα εθνική τραγωδία...
Πρέπει εδώ υποχρεωτικά να σημειώσουμε ότι ειδικά γι’ αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν καθόλου ακριβή στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των στελεχών της Εθνικής Εταιρείας ή με την ταυτότητα αυτών που μετείχαν. Εξάλλου, η οργάνωση είχε προ ετών τυπικά διαλυθεί, δεν κρατούνταν πρακτικά όπως πριν (ή κι αν αυτό γινόταν, δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτά!) και μόνο υποθετικά μπορούμε να μιλάμε για τους συμμετέχοντες σε αυτήν και να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στα όσα ονόματα κατά καιρούς «αποκαλύπτονται»...
Η Ιωνία μπήκε στο στόχαστρο των Ελλήνων εθνικιστών όχι απλώς για λόγους ιστορικούς και συναισθηματικούς, αλλά και για λόγους γεωπολιτικούς. Ως γνωστόν, η Μικρά Ασία ήταν ανέκαθεν το έτερον ήμισυ του αιγιακού χώρου (μαζί με την Ελλάδα) και δεν νοούταν καν να είναι αποκομμένη από το υπόλοιπο ελληνικό κράτος, αφού το τελευταίο υπέκυπτε χωρίς αυτήν σε γεωπολιτική «παραλυσία»: δεν μπορούσε να ελέγχει ολόκληρο το Αιγαίο, ούτε και τα τόσο νευραλγικά Στενά του Βοσπόρου, ενώ παράλληλα έχανε και κάθε άμεση επαφή με ζωτικές περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, η Κεντρική Ασία και η Υπερκαυκασία. Με δυο λόγια, πίσω από την προβολή των θρύλων και των παραδόσεων για ανασύσταση του Βυζαντίου βρίσκονταν λόγοι γεωπολιτικοί, στρατηγικοί και οικονομικοί.
Υφίσταται η ιστορική πληροφορία ότι μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στην μικρασιατική περιπέτεια, αμέσως σχεδόν μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η αρχική θέση της Εθνικής Εταιρείας ήταν υπέρ της πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου, του πολιτικού, δηλαδή, που ανέλαβε να διεκπεραιώσει το τεράστιο αυτό εγχείρημα. Ο Βενιζέλος πράγματι έφερε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ταίριαζαν στον στόχο της οργάνωσης ως προς την Μικρά Ασία: εκδηλώθηκε υπέρ της εδαφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους, μίλησε για γρήγορα χτυπήματα κατά του εχθρού και για αύξηση του ελληνικού πληθυσμού με τουλάχιστον 2 εκατομμύρια ακόμη ψυχές. Κεντρικό δόγμα της πολιτικής του ήταν αρχικά η δημιουργία της «Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών», πολύ προτού πέσει από την εξουσία μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας (το φθινόπωρο του 1920) και στρέψει την πολιτική του προς την προσέγγιση του αντιπάλου και τον συμβιβασμό.
Έτσι, ήταν λογικό η Εθνική Εταιρεία, ως μυστηριακή εθνικιστική οργάνωση, να στηρίξει αρχικά τον Βενιζέλο και τα σχέδιά του για διεύρυνση του ελληνισμού. Σχετικά γρήγορα όμως απέσυρε την υποστήριξή της, καθώς και κάθε ίχνος εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, ίσως λόγω των αποτελεσμάτων της έως τότε πολιτικής του στο μείζον μικρασιατικό ζήτημα. Το ποτήρι «ξεχείλισε», όταν ο Βενιζέλος προκήρυξε εκείνες τις περίεργες εκλογές του 1920, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα ο φερόμενος ως υψηλόβαθμο στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας πολιτικός και διανοούμενος Ίων Δραγούμης έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των βενιζελικών... Ο Βενιζέλος χάνει τελικά τις εκλογές και αποσύρεται από το μικρασιατικό παιχνίδι, που ήδη είχε «χοντρύνει» επικίνδυνα, κάτι που κατά πολλούς αποτελούσε έντονη επιθυμία του αφού διέβλεπε την επερχόμενη καταστροφή, ενώ κατ’ άλλους έπραξε ό,τι έπραξε εμπρόθετα, για να επιφέρει έτσι την συντόμευση του σχεδίου ανταλλαγής πληθυσμών, που κατόπιν ο ίδιος πρότεινε...
Οι κύκλοι της Εθνικής Εταιρείας κατηγόρησαν έκτοτε τον Βενιζέλο ότι ήταν όργανο του σιωνισμού (ως εκφραστής του εβραϊκού εθνικισμού) και ότι ήταν τέκτονας ανωτάτου βαθμού, ο οποίος απεργαζόταν το κακό της Ελλάδας υπηρετώντας ξένες δυνάμεις και συμφέροντα! Ακόμη και σήμερα, οι ελληνικοί εθνικιστικοί πυρήνες έχουν τον Βενιζέλο στο επίκεντρο της κριτικής τους και δεν τον δικαιώνουν καθόλου για τα πεπραγμένα του, λόγω της «προδοσίας» εκ μέρους του σε σχέση με την απελευθέρωση της Ιωνίας (ο Βενιζέλος είναι «μαύρο πρόβατο» και για τους ιστορικούς του Κ.Κ.Ε., αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους!). Ήδη από την εποχή εκείνη κατηγορήθηκε εντονότατα μέχρι και ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα Έλληνας, αλλά... Εβραίος, με το όνομα Μπεν Ιζραέλι (ο γιος του Ισραήλ), το οποίο αργότερα εξελλήνισε!...
Η μετεξέλιξη της Εθνικής Εταιρείας:
Η Εθνική Ένωση Ελλάδος
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είναι γνωστό ότι ένα τμήμα της Εθνικής Εταιρείας θα μετονομαστεί «Εθνική Ένωση Ελλάδος» (Ε.Ε.Ε.), με ιδεολογικό της καθοδηγητή τον συγγραφέα και γιατρό Αριστείδη Ανδρόνικο. Η νέα αυτή οργάνωση, που αποτελεί μετεξέλιξη της Εθνικής Εταιρείας, έχει σαφέστερη τοποθέτηση και κατάρτιση και οι θέσεις της δεν καλύπτονται πια από πέπλο μυστηρίου, όπως συνέβαινε προηγουμένως. Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται τώρα όχι μόνο στην υπεράσπιση του ελληνικού εθνικισμού, αλλά στην εκστρατεία κατά του σιωνισμού, της μασονίας και του κομμουνισμού! Ο Ανδρόνικος είναι ο πρώτος στην Ελλάδα που συνέγραψε και κυκλοφόρησε βιβλία κατά του σιωνισμού, με χαρακτηριστικότερο το «Ο Ιούδας διαμέσου των Αιώνων».
Αργότερα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ανδρόνικος συνεχίζει την προσπάθεια σύμπηξης των ελληνικών εθνικιστικών δυνάμεων κάτω από έναν ενιαίο φορέα, με την επανεμφάνιση της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος ύστερα από αρκετά χρόνια παραμονής της στο «ψυγείο». Αυτή την περίοδο ως μέλη της αναφέρονται τα ονόματα του ποιητή Αγγέλου Σικελιανού, του μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου και του εκδότη της «Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου» και συγγραφέα Ιωάννη Πασσά. Άλλο όνομα που ακούστηκε έντονα είναι αυτό του θρυλικού μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση, που φέρεται να μυήθηκε στην οργάνωση από τον γιατρό Γεράσιμο Πατρονικόλα, που υπήρξε, εκτός από στενός του φίλος, και σύζυγος της αδελφής του.
Πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό αυτής της περιόδου αποτελεί τον Ιανουάριο του 1945 η σύσταση επί αυστριακού εδάφους της εξόριστης ελληνικής «κυβέρνησης», με πρωθυπουργό τον Έκτορα Τσιρονίκο. Την «κυβέρνηση» αυτή αποτελούσαν μέλη της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος που είχαν καταφύγει στην Αυστρία και συνδέθηκε με την χρησιμοποίηση του περιβόητου «μυστικού όπλου» που κυκλοφορούσε η φήμη ότι κατείχε τότε η Γερμανία και με το οποίο θα άλλαζε τον ρου του πολέμου, που τότε, ως γνωστόν, έβαινε προς συντριβή του Άξονα. Το «μυστικό όπλο» δεν ήταν άλλο από την ατομική βόμβα, με το οποίο η εξόριστη «κυβέρνηση» του Τσιρονίκου προσδοκούσε πως ο Χίτλερ θα εξαφάνιζε τον εχθρό κι έτσι αυτή θα επέστρεφε στην Ελλάδα για να κυβερνήσει και επίσημα, επιβάλλοντας στην χώρα εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς! Είναι εμφανές ότι ο αντισιωνισμός και ο αντικομμουνισμός της οργάνωσης την οδήγησαν σε απόλυτη υποστήριξη του αγώνα του Χίτλερ για μια νέα Ευρώπη...
Κάπου εδώ αρχίζει το ιστορικό «μπέρδεμα», με ορισμένους να ισχυρίζονται ότι η Εθνική Ένωση Ελλάδος επί κατοχής αποτέλεσε στην ουσία αυτό που αργότερα έγινε πραγματικός θρύλος στους χώρους της έρευνας ως Ομάδα Ε. Βέβαια, όλα ετούτα παραμένουν αναπόδεικτα ελλείψει στοιχείων, όμως λέγεται ότι η Ομάδα Ε προέκυψε από μια διάσπαση της τότε Εθνικής Ένωσης Ελλάδος, που συνέβη γύρω στο 1945. Η νεότερη αυτή μυθολογία, που συνεχίζεται ως και σήμερα, έχει βγάλει στο φως πολλές αληθοφανείς ιστορίες (που συνδυάζονται, αυθαίρετα όμως, με διάφορα ιστορικά γεγονότα), που για να αποκαλυφτεί η όποια αληθινή τους βάση, πρέπει να γίνει ό,τι συμβαίνει όταν ανακαλύπτεται χρυσάφι: να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από το ψέμα όπως ακριβώς διαχωρίζεται το ψήγμα χρυσού από το χώμα...
Comentarios