ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
3.12.2017
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Αναλυτές και απλός κόσμος παρακολουθούν σχεδόν εμβρόντητοι και σοκαρισμένοι τη σύγχρονη ελληνική παρακμή, αυτή την κάθοδο της Ελλάδας και του λαού της προς τον Άδη, αλλά αδυνατούν να δώσουν ορθές ερμηνείες γι’ αυτό το τόσο αρνητικό φαινόμενο που απειλεί τον ελληνισμό ακόμη και με βιολογική εξαφάνιση! Αδυνατούν να δώσουν καν κάποια στοιχειώδη έστω εξήγηση… Αρκούνται έτσι στις (κοινότοπες) διαπιστώσεις, γεμάτες πολλές φορές με ιδεοληψίες άλλων εποχών -ξεπερασμένες απ’ την πραγματικότητα-, που δεν οδηγούν όπως είναι φυσικό πουθενά. Και το καθοδικό «σπιράλ» για τον ελληνισμό συνεχίζεται, χωρίς πάτο, σαν μέσα σε έναν εφιαλτικό σύγχρονο «πίθο των Δαναΐδων»…
Κι όμως, τα ιστορικά παραδείγματα υπάρχουν και είναι πάντοτε χρήσιμα, τόσο για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων όσο και για την εξεύρεση λύσης στο μείζον «ελληνικό πρόβλημα» της εποχής μας. Υπάρχουν παραδείγματα μέσα από την ιστορική εμπειρία, με περιπτώσεις που ομοιάζουν με τη σημερινή ελληνική κρίση και παρακμή, όπου δύναται να γίνει μία συγκριτική ανάλυση της τωρινής ελληνικής πραγματικότητας και άλλων παρελθόντων, και να εντοπιστούν ομοιότητες ή διαφορές, αλλά και χρήσιμα στοιχεία που να βοηθούν στην έξοδό μας από τη σημερινή μίζερη κατάσταση.
Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η σύγκριση της σημερινής ελληνικής παρακμής με την αντίστοιχη βρετανική της δεκαετίας του 1970. Πού βρισκόταν το Ηνωμένο Βασίλειο, τότε; Σε μια σαφώς καθοδική πορεία, σε όλα απολύτως τα επίπεδα! Όχι μόνο ως οικονομικό μέγεθος, αλλά και ως κοινωνία η Βρετανία της εποχής εκείνης είχε «σαπίσει». Το ίδιο και στην εξωτερική της πολιτική, η είσοδός της στην ΕΟΚ το 1973 απλώς «φώτισε» την παρακμή μιας ένδοξης άλλοτε αυτοκρατορίας, μιας υπερδύναμης του παρελθόντος που είχε καταντήσει σκιά του εαυτού της. Η Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του 1970 ήταν ένας «σκελετός» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, κινδυνεύοντας με άμεσο ΘΑΝΑΤΟ λόγω εσωτερικής σήψης· ακριβώς όπως η Ελλάδα του σήμερα, το άθλιο αυτό απομεινάρι του αυτοκρατορικού ελληνικού παρελθόντος…
Όλα είχαν ξεκινήσει αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η συνεχόμενη άνοδος των ΗΠΑ, μέσω του «αμερικανικού ονείρου» που εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο τον πλανήτη μετά το 1945, αντικατέστησε την έως τότε πανίσχυρη βρετανική παρουσία -μέσω των αποικιών του Λονδίνου, που του προσέδιδαν μια αυτοκρατορική διάσταση- η οποία άρχισε να αναδύει το άρωμα της «ναφθαλίνης». Επίσης, ο Ψυχρός πόλεμος που ξεκίνησε ήδη από το 1945 ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ μετατόπισε το γεωπολιτικό κέντρο του ενδιαφέροντος από το Λονδίνο στην Ουάσιγκτον, με την τελευταία να αναδύεται πια ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του αγγλοσαξονικού κόσμου. Τέλος, οι δημογραφικοί δείκτες ήταν όλοι με το μέρος των ΗΠΑ· την ώρα που η Αμερική, ως ένα πολυεθνικό «πείραμα», αύξανε ολοένα και πιο πολύ τον πληθυσμό της -μέσω της εξωτερικής μετανάστευσης-, αφομοιώνοντας κάθε ξένο στοιχείο μέσα σε ένα «χωνευτήρι» που στερείτο πολιτισμικής βάσεως και ιστορικού παρελθόντος, η Μεγ. Βρετανία απλώς «ανακύκλωνε» το έμψυχο υλικό της, κινδυνεύοντας με γήρανση πληθυσμού και ιδεών, με συνέπεια να μην μπορεί να αναπαράγει την έως τότε σημαντική γεωπολιτική της ενέργεια.
Μετά από μια πορεία πτώσης περίπου 15 ετών, το βρετανικό πολιτικό σύστημα των αρχών της δεκαετίας του 1960 νόμισε πως βρήκε τη «λύση» στην παρατεταμένη κρίση που δημιουργείτο: θέλησε να αντιμετωπίσει την καθοδική πορεία της κοινωνίας και του έθνους με την ενίσχυση του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας». Τα φτωχότερα στρώματα του βρετανικού πληθυσμού, που όλο και περισσότερο διευρύνονταν, αλλά και η μεσαία τάξη που άρχισε κι εκείνη να υποφέρει, πίεζαν πλέον αφόρητα για μια μεγάλη «αναδιανομή» υπέρ τους και σε βάρος της βρετανικής ελίτ. Έτσι, συνέβη τότε μία μείζονα συναίνεση ανάμεσα στις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις της χώρας (τους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς), όταν με βασικό εργαλείο τον κεϋνσιανισμό στην οικονομία -την κεντρική θεωρία του Τζον Μέιναρντ Κέινς περί «κρατικού παρεμβατισμού»- επέκτειναν απότομα τον κρατικό τομέα σε βάρος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή επιχειρηματικότητας. Η σκέψη τους ήταν να «απορροφηθεί» η διογκούμενη δυσαρέσκεια του βρετανικού πληθυσμού μέσα από διάφορα δημόσια έργα κι έτσι να αποφευχθεί -έστω προσωρινά- μία πιθανότατη κοινωνική έκρηξη.
Πράγματι, το παραπάνω μοντέλο φάνηκε στην αρχή να «πιάνει», αφού για μερικά τουλάχιστον χρόνια η Βρετανία γλίτωσε τα χειρότερα. Το όλο σχέδιο όμως είχε ένα βασικό ελάττωμα: ήταν προσωρινού χαρακτήρα, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε βάθος χρόνου. Κερδίζοντας λίγο χρόνο, η βρετανική πολιτική ελίτ θα έπρεπε να επεξεργαστεί ένα μακρόχρονο σχέδιο μόνιμης εξόδου από την κρίση. Δεν το έκανε όμως ποτέ, αφού οι πολιτικάντηδες του Ηνωμένου Βασιλείου πίστεψαν ότι με το «κεϋνσιανό υπόδειγμα» και τον κρατικισμό είχαν βρει την ησυχία τους από τα μείζονα προβλήματα του τόπου. Έτσι, η πραγματική κρίση δεν άργησε να εμφανιστεί, όταν το (τόσο προσωρινό) κύμα ανακούφισης πέρασε οριστικά περί το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1970.
«Κλειδί» των εξελίξεων υπήρξε η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Στη διάρκειά της υπέφεραν οι πλέον ευάλωτες οικονομίες του πλανήτη, εκείνες που δεν ήταν «οχυρωμένες» ως προς το να αντιμετωπίσουν μία οικονομική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων. Μία εξ αυτών ήταν η «κρατικοδίαιτη» βρετανική οικονομία, με τον μεγάλο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και την έντονη γραφειοκρατία που εμπόδιζε κάθε πραγματική ανάπτυξη. Τα πανίσχυρα, τότε, εργασιακά συνδικάτα της Βρετανίας ξεσήκωσαν τον κόσμο κατά της τότε συντηρητικής κυβέρνησης υπό τον Τεντ Χιθ, φέρνοντας τελικά στην εξουσία τους Εργατικούς του Τζέιμς Κάλαχαν· οι τελευταίοι υποσχέθηκε περίπου στους πάντες τα πάντα, στηρίζοντας τους συνδικαλιστές στο να ρίξουν την προηγούμενη κυβέρνηση (εκείνη των «ανάλγητων και κακών» Συντηρητικών). Έτσι, οι Εργατικοί ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για μια πενταετία, τάζοντας «λαγούς με πετραχήλια» στον βρετανικό λαό και υποσχόμενοι «ανάκαμψη» και «ανάπτυξη», αφού… «λεφτά υπήρχαν» (απλά δεν διανέμονταν από το συντηρητικό καθεστώς υπέρ των ασθενέστερων)!
Το αποτέλεσμα υπήρξε τραγικό. Η Μεγ. Βρετανία όχι απλώς δεν βγήκε από την τρομακτική κρίση που είχε ξεσπάσει λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αλλά βυθίστηκε ακόμη περισσότερο μέσα σ’ αυτή! Οι κυβερνήσεις των Εργατικών όχι μόνο δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα, αλλά δημιούργησαν πολλαπλάσια προβλήματα, που έφεραν γρήγορα την αποδιοργάνωση του κράτους και την αποσύνθεση της κοινωνίας. Η Βρετανία κυριολεκτικά παρέλυσε: μόνο κατά τον χειμώνα του 1977-78 έκαναν απεργία οι πάντες, ακόμη και οι πιο απίθανες κατηγορίες εργαζομένων, αφού οι μισθοί συμπιέζονταν ασφυκτικά προς τα κάτω, ενώ οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις κατέρρεαν η μία μετά την άλλη με πάταγο. Θέμα χρόνου ήταν η πλήρης καθίζηση των πάντων, με καταστρεπτικές συνέπειες για τη διεθνή θέση της χώρας και για το ίδιο το μέλλον των υπηκόων της…
Και τότε εμφανίστηκε, από το πουθενά και ως ιστορική νομοτέλεια, η ηγετική εκείνη μορφή που έμελλε να βγάλει τη χώρα από την κρίση και να σώσει τους Βρετανούς από τον απόλυτο όλεθρο! Ήταν η 54χρονη, τότε, Μάργκαρετ Θάτσερ, η «σιδηρά κυρία», η οποία ηγήθηκε του κόμματος των Συντηρητικών και κέρδισε στις εκλογές του 1979. Οι κρατικιστές Εργατικοί έπεσαν από την κυβέρνηση (έκαναν σχεδόν μια εικοσαετία για να συνέλθουν!), την ώρα που η Θάτσερ είχε ως πρόγραμμά της τα τελείως αντίθετα από τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ο βρετανικός λαός, αν και το πρόγραμμά της του φαινόταν «σκληρό» και «αντιλαϊκό», την ψήφισε, περισσότερο για να γλιτώσει από τους Εργατικούς και την καταστροφή που προκαλούσαν, ίσως και μην έχοντας άλλη σοβαρή επιλογή…
Κι όμως η Μάργκαρετ Θάτσερ, η Ηγέτιδα του Ηνωμένου Βασιλείου, τα κατάφερε! Παρά τις τόσο αντίξοες συνθήκες, παρά την τρομερή αντίσταση που πρόβαλλαν σχεδόν εξ αρχής εναντίον της τα παρασιτικά συνδικάτα (με μεγάλες απεργίες, παραγωγικά σαμποτάζ κτλ.), εν τούτοις η Βρετανίδα συντηρητική πολιτικός ΠΕΤΥΧΕ στο έργο της. Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά (ειδικά από το 1982-83 και έπειτα) ένα σημαντικό μέρος του λαού πίστεψε όντως στο μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα και την ακολούθησε πιστά, έως το τέλος: δεν είναι τυχαίο ότι η «αντιδημοφιλής» αρχικά Θάτσερ κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις! Παρέμεινε συνολικά 11 χρόνια πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου (1979-1990), παραδίδοντας μία τελείως διαφορετική χώρα από εκείνη που παρέλαβε. Ακόμη και μετά την αποχώρησή της από την ενεργό πολιτική, το Συντηρητικό κόμμα παρέμεινε στην εξουσία επτά ολόκληρα χρόνια επιπλέον, έως το 1997.
Η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να αλλάξει προς το καλύτερο μόνο τη βρετανική κοινωνία. Άλλαξε προς την ίδια κατεύθυνση ΚΑΙ τους πολιτικούς της αντιπάλους, τους Εργατικούς! Το κόμμα των Εργατικών, ενώ επί σειρά ετών αντιδρούσε (ανούσια) στις θατσερικές μεταρρυθμίσεις, κινούμενο σε όλο και πιο ακραίες αριστερές θέσεις, από ένα σημείο και μετά αναγκάστηκε και το ίδιο να αλλάξει. Μετά από πολλές και βαρύτατες εκλογικές ήττες, ανέδειξε στην ηγεσία του έναν νεαρό πολιτικό, τον Τόνι Μπλερ, ο οποίος δεν δίστασε να αλλάξει συθέμελα τη φυσιογνωμία του κόμματός του. Μάλιστα σε χρόνο-ρεκόρ οι Εργατικοί, υπό την προεδρία του Μπλερ, ανέκαμψαν και μπόρεσαν να κερδίσουν θριαμβευτικά στις εκλογές του 1997, επανερχόμενοι έπειτα από 18 ολόκληρα χρόνια στην εξουσία! Οι (νέοι) Εργατικοί του Μπλερ και του στενού του συνεργάτη -επί σειρά ετών υπουργού οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργού- Γκόρντον Μπράουν κυβέρνησαν με τη σειρά τους επί πολλά συνεχόμενα χρόνια, με τους Συντηρητικούς να βρίσκονται «μονίμως» στην αντιπολίτευση…
Σήμερα η Μεγ. Βρετανία, παρά την παγκόσμια οικονομική ύφεση και παρά την αθρόα μετανάστευση που έχει αναμφίβολα αλλοιώσει τον εθνικό και θρησκευτικό της χαρακτήρα (ο δήμαρχος του Λονδίνου είναι… μουσουλμάνος Πακιστανός μετανάστης!), δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε πριν από 40 χρόνια. Παρά τους «κραδασμούς» που προξένησε το Brexit του 2016 (δηλ. η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και η θεσμοθέτηση μιας «ειδικής σχέσης» με τις Βρυξέλλες, προκειμένου η Βρετανία να παραμείνει το 28ο μέλος της Κοινότητας), οι οικονομικοί δείκτες της χώρας όλο και βελτιώνονται! Η ανεργία είναι περίπου ανύπαρκτη, ενώ υπάρχουν πάρα πολλές θέσεις εργασίας όχι μόνο για τους Βρετανούς υπηκόους, αλλά και για ξένους μετανάστες· σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο είναι από τις ελάχιστες πλέον χώρες (τις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού) που εξακολουθούν να δέχονται αλλοδαπούς εργαζομένους χωρίς περιορισμούς. Καμία σχέση λοιπόν η σημερινή βρετανική οικονομία με τη γενική αναρχία που επικρατούσε στη χώρα αυτή πριν από μια γενιά και βάλε…
Ελλάδα: πορεία… αντίστροφη από αυτή της Βρετανίας!
Η χώρα μας ακολούθησε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της Μεγ. Βρετανίας, τα τελευταία 45 χρόνια! Το 1973, όταν ξέσπασε η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση και έπεσε από την εξουσία ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις πλέον αναπτυσσόμενες χώρες παγκοσμίως: η δραχμή ήταν μεταξύ των πιο ισχυρών νομισμάτων του κόσμου, η ανεργία στη χώρα μας ήταν μηδενική, ο πληθυσμός της αυξανόταν με ρυθμό ικανοποιητικό (επέστρεφαν και οι μετανάστες των δεκαετιών 1950 και 1960), ενώ το δημόσιο χρέος, το έλλειμμα και ο πληθωρισμός κινούντο σε χαμηλότατα επίπεδα, χαμηλότερα ακόμη κι από εκείνα του μέσου όρου της ΕΟΚ, χωρίς καν η Ελλάδα να έχει μπει ακόμη στην Κοινότητα!
Η θετική αυτή εικόνα άρχισε να αναστρέφεται ήδη από το 1974 και την καταραμένη Μεταπολίτευση. Πρώτος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ύστερα, εφάρμοσε ένα εντελώς κρατικιστικό πρόγραμμα, διογκώνοντας υπερβολικά τον δημόσιο τομέα και εξαφανίζοντας μία προς μία τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, βιομηχανίες και παραγωγικές μονάδες. Ήταν η περίφημη «σοσιαλμανία» του Καραμανλή, για να ακολουθήσουν από το 1981 και μετά -με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση- τα ακόμη χειρότερα, αφού στη διόγκωση του Δημοσίου ήρθε τότε να προστεθεί και ον ολοένα αυξανόμενος εξωτερικός δανεισμός της χώρας. Μόνο μέσα σε οκτώ χρόνια η Ελλάδα δανείστηκε όσα δεν είχε δανειστεί από το 1821 έως το 1981 (!!!) και έτσι η πατρίδα μας κατάντησε δέσμια των ξένων (αμερικανικών, ιαπωνικών κτλ.) τραπεζών που την δάνειζαν…
Η άφρων πολιτική της εικοσαετίας 1974-1995 (αρχή και τέλος του πρώιμου καραμανλισμού-παπανδρεϊσμού της Μεταπολίτευσης) υπήρξε ιστορικά το ανάλογο της αντίστοιχης πολιτικής κρατικοποιήσεων κτλ. της βρετανικής συναίνεσης Δεξιάς-Αριστεράς της εικοσαετίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως και τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1970. Και στις δυο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα υπήρξε το ίδιο: το πλήρες αδιέξοδο, η συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα και του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, η παραλυσία ενός δημοσίου τομέα «γίγαντα με μυαλό μωρού» και η γενική κρίση, με αύξηση της ανεργίας, του χρέους κράτος και νοικοκυριών, με όλα τα αρνητικά επακόλουθα…
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βρετανική και ελληνική, ιδιαίτερα καταστροφικός ήταν ο ρόλος των περιβόητων «εργατικών συνδικάτων». Αυτά, αποτελούμενα από κοινωνικούς κηφήνες και αισχρά κομματόσκυλα, απομυζούσαν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, δημιουργώντας ένα τεράστιο και δυσκίνητο κράτος (που μόνο το έθνος δεν υπηρετούσε), ζημιώνοντας ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη των δύο αυτών χωρών. Έτσι, η Βρετανία του τότε και η Ελλάδα του σήμερα έπαυσαν σταδιακά να είναι αυτάρκεις σε προϊόντα, καταντώντας χώρες παροχής υπηρεσιών και μόνο, αναγκαζόμενες όμως να εισάγουν διαρκώς περισσότερα ξένα είδη· τούτο είχε ως ολέθριο αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του εξωτερικού χρέους, αφού το εμπορικό ισοζύγιο έγειρε επικίνδυνα υπέρ των εισαγωγών, με τις εξαγωγές να είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ας όψονται τα συνδικάτα των «εργατοπατέρων», που τελικά εξόντωσαν εντελώς την εργατική τάξη που υποτίθεται υπερασπίζονταν…
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973-74 υπήρξε το γεγονός πλανητικής κλίμακας που οδήγησε στην «έκρηξη» της βρετανικής κρίσης. Οι σοσιαλιστές του Ηνωμένου Βασιλείου υποσχέθηκαν και τα πιο αδιανόητα πράγματα, κερδίζοντας μεν την εξουσία, αλλά οδηγώντας τελικά σε ακόμη πιο πολλαπλά αδιέξοδα την κατάσταση. Αντίστοιχα, για την Ελλάδα καταλυτικής σημασίας για την κατάρρευση της οικονομίας της υπήρξε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2008-09· από την κατάρρευση της «Lehman Brothers» στις ΗΠΑ (Σεπτέμβριος 2008) και μετά, η χώρα μας μπήκε σε μία ασύλληπτη ύφεση, τελείως άγνωστη σε εποχές ειρήνης -μόνο σε πολεμικές περιόδους παρατηρούνταν τέτοια φαινόμενα- και «φως στο τούνελ» δεν λέει ακόμη και τώρα να φανεί, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης!
Η αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι κύρια το πολιτικό της δυναμικό. Τα «παραδοσιακά» κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κτλ.) είναι αδύνατο να ΑΛΛΑΞΟΥΝ και να προσαρμοστούν στο πνεύμα των νέων καιρών, μεταβάλλοντας παράλληλα την πολιτική τους προς όφελος του έθνους. Αντιθέτως, εμμένουν εκνευριστικά στα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες δομές και τις ίδιες λογικές, που παραπέμπουν στη βούλησή τους να λειτουργούν με όρους του (κακού) παρελθόντος, ζώντας σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και του εθνικού μας συμφέροντος. Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι με τις δυνάμεις του (δήθεν) «συνταγματικού τόξου» υπάρχει ίχνος έστω ελπίδας για σωτηρία, πλανάται πλάνη μεγάλη. Όπως και στη Βρετανία, όταν εμφανίστηκε η Ηγήτορας Μάργκαρετ Θάτσερ, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα «ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΩΝ ΜΕΤΡΩΝ» της, έτσι και τώρα στην Ελλάδα είναι απαραίτητη η «σιδηρά πυγμή» Εκείνου που Πρέπει, που θα εισάγει την πατρίδα μας στις αναδυόμενες πλανητικές συνθήκες της Νέας Εποχής! Κάθε άλλη «λύση» είναι ανεδαφική και ανεφάρμοστη…
Комментарии