top of page
  • Εικόνα συγγραφέα.

Εισαγωγή στη γλωσσολογία: ένας “σκελετός” εννοιών

20.12.2022

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


Τι είναι γλώσσα


«Ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» (Αντισθένης, 5ος - 4ος αι. π.Χ., ιδρυτής της Σχολής των Κυνικών φιλοσόφων).

Την επιστήμη της γλωσσολογίας, την θεμελίωσαν πρώτοι οι Έλληνες. Ο πλατωνικός διάλογος «Κρατύλος» θεωρείται σήμερα ως η πρώτη συγκροτημένη γλωσσολογική έρευνα. Για να κατανοήσουμε όμως τι σημαίνει «γλωσσολογία», θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο μείζον ερώτημα: τι είναι γλώσσα;

Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί ορισμοί της γλώσσας, τους οποίους ανέπτυξαν κατά καιρούς διάφοροι στοχαστές, γλωσσολόγοι και μη. Για παράδειγμα, ο διάσημος Αμερικανοεβραίος ανθρωπολόγος και γλωσσολόγος Έντουαρντ Σαπίρ (Edward Sapir), σε ένα βιβλίο του, του 1921, που τιτλοφορείται “Language” («Γλώσσα»), αναφέρει τα εξής: «Η γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινη και μη ενστικτώδης μέθοδος για να μεταδίδουμε ιδέες, συγκινήσεις και επιθυμίες με τη βοήθεια συμβόλων εκουσίως παραγομένων».

Ένας άλλος σπουδαίος επιστήμονας του παρελθόντος, ο Αμερικανός γλωσσολόγος Ρόμπερτ Α. Χολ (Robert A. Hall), στο βιβλίο του “Essay on Language”, παραθέτει τον παρακάτω ορισμό: «[Η γλώσσα είναι] ο θεσμός χάρη στον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν και επιδρούν ο ένας στον άλλο μέσω προφορικών – ακουστικών, αυθαίρετων συμβόλων που χρησιμοποιούνται καθ’ έξιν».

Πολύ σημαντική είναι η άποψη που εξέφρασε ο μέγας Ελβετός γλωσσολόγος Φερντινάντ ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure), ο οποίος στο κλασικό του έργο «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας» (“Cours de linguistique générale”) -που πάντως δεν είναι αυτούσιο δικό του έργο, παρά συντάχθηκε μετά τον θάνατό του από τους μαθητές του βάσει των θρυλικών διαλέξεών του-, αναφέρει: «Η γλώσσα ως σύνολο είναι κάτι πολύπλευρο και ετερογενές. Πατώντας συγχρόνως σε διάφορους επιστημονικούς χώρους – στον φυσικό, τον φυσιολογικό, τον ψυχολογικό – ανήκει ακόμη τόσο στο άτομο όσο και στην κοινωνία. Έτσι δεν μπορούμε να την κατατάξουμε σε καμιά κατηγορία των εκδηλώσεων του ανθρώπου, γιατί δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε την ενότητά της. Ο λόγος, αντιθέτως, είναι ένα αυτοτελές όλο και συγχρόνως μια ταξινομική αρχή. Δίνοντας στον λόγο προβάδισμα μεταξύ όλων των εκφάνσεων της γλώσσας, εισάγουμε μια φυσική τάξη σ’ ένα σύνολο που δεν προσφέρεται σε καμιά άλλη ταξινόμηση».

Ο δε γνωστός σύγχρονος γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky), στο κλασικό του πλέον σύγγραμμα «Συντακτικές δομές» (“Syntactic Structures”), του 1957, σημειώνει τα ακόλουθα: «Στο εξής θα θεωρώ ότι μια γλώσσα είναι ένα σύνολο (πεπερασμένο ή μη) προτάσεων, καθεμιά από τις οποίες είναι πεπερασμένη σε έκταση και κατασκευασμένη από πεπερασμένο σύνολο στοιχείων».

Για το θέμα της γλώσσας, στο πολύ ενδιαφέρον έργο «Η Οδύσσεια των λέξεων» του Νίκου Μαθιουδάκη, αναγράφονται μεταξύ άλλων τα εξής αξιοπρόσεκτα: «...η γλώσσα είναι μια ανθρώπινη μέθοδος που αποτελείται από ένα σύστημα σημείων με σκοπό την επικοινωνία και την έκφραση. Τόσο η επικοινωνία όσο και η έκφραση ενέχουν τον προφορικό και τον γραπτό λόγο, την προφορική και τη γραπτή γλώσσα».

Από εκεί και πέρα, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης (στο πόνημά του «Θεωρητική γλωσσολογία») εμβαθύνει σε περισσότερα στοιχεία. Γράφει συγκεκριμένα: «Γλώσσα είναι ο λόγος και η ομιλία: το εσωτερικό, γενικό σύστημα που χαρακτηρίζει τη δομή μιας φυσικής γλώσσας (ο λόγος) και η συγκεκριμένη από τα άτομα μιας γλωσσικής κοινότητας πραγμάτωσή του (η ομιλία). Γλώσσα είναι, εξάλλου και οι φθόγγοι, που απαρτίζουν τη μορφή (ή ύλη) μιας γλώσσας είτε ως εσωτερικές οντότητες (“ακουστικές εικόνες” των λέξεων) είτε ως υλικές πραγματώσεις των ακουστικών εικόνων, ως φυσικοί, υλικοί φθόγγοι (κινητικοακουστικής υφής). Γλώσσα είναι, βεβαίως, και το περιεχόμενο, οι σημασίες που δηλώνονται από τις διάφορες φωνολογικές μορφές. Και γλώσσα είναι, πάνω απ’ όλα, η σύζευξη σημασίας και φωνολογικής αντιπροσώπευσης, περιεχομένου και μορφής. Γλώσσα είναι ακόμη η επικοινωνία του ανθρώπου είτε ως ατόμου είτε ως κοινωνικής ομάδας (γλωσσικής κοινότητας), άρα γλώσσα είναι και η ατομική και η κοινωνική πλευρά της επικοινωνίας. Γλώσσα είναι, τέλος, και η κατάσταση και η εξέλιξη της επικοινωνίας, δηλ. και το σύστημα του λόγου στη συγχρονική του μορφή και η “ιστορία” του λόγου, τα διαχρονικά στάδια της εξέλιξής του. Αλλά, αν όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι γλώσσα (langage), τότε η γλώσσα είναι και φυσική και νοητική οντότητα μαζί, και υλική και άυλη, και κοινωνική και ατομική διαδικασία, και στατική (ως κατάσταση) και δυναμική (ως εξέλιξη) παρουσία».

Η καθηγήτρια Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, στο βιβλίο της «Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία», αναφέρεται σε κάτι πολύ σημαντικό, στη βιολογική βάση της γλώσσας, γι’ αυτό και αξίζει να μεταφέρουμε εδώ ορισμένα πολύ κομβικά σημεία από αυτό:

«...η ανθρώπινη γλώσσα αποτελεί μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή ικανότητα για τους λόγους που θα δούμε τώρα. Η ομοιότητα ανάμεσα στα συστήματα επικοινωνίας των ζώων και την ανθρώπινη γλώσσα έγκειται στο ότι και στις δυο περιπτώσεις γίνεται χρήση αισθητών συμβολισμών, φωνητικών, κινητικών κ.λπ., προκειμένου να δηλωθεί κάποιο μήνυμα από το ένα ζώο ή άτομο στο άλλο. Η ομοιότητα όμως σταματάει εδώ, ενώ οι διαφορές είναι εντυπωσιακές.

α) Η πρώτη, αν και όχι η πιο σπουδαία διαφορά, είναι ότι τα συστήματα των ζώων περιορίζονται σε πολύ μικρά και κλειστά σύνολα συμβόλων που μεταβιβάζουν μόνο βιολογικές ανάγκες σχετικά με φαγητό, φόβο, σεξουαλική επιθυμία, μητρική τρυφερότητα κ.λπ., ενώ η ανθρώπινη γλώσσα περιέχει ένα απέραντο λεξιλόγιο που επεκτείνεται σε όλα τα αισθητά και πέρα από αυτά σε σύνθετες και αφηρημένες έννοιες.

β) Η χρήση των συμβόλων που κάνουν τα ζώα είναι άμεσα συνδεδεμένη με κάποιο περιβάλλον κι εμφανίζεται μόνο όταν στο περιβάλλον αυτό υπάρχουν οι κατάλληλοι εξωτερικοί ερεθισμοί. Έχομε, δηλαδή, τη συγκεκριμένη επιλογή της κατάλληλης κραυγής του φόβου από τους πιθήκους μόνο όταν στο άμεσο περιβάλλον υπάρχει ο κίνδυνος. Με άλλα λόγια, ο πίθηκος –και αυτό ισχύει για όλα τα ζώα– δεν μπορεί να κάνει χρήση των συμβόλων του προκειμένου να περιγράψει ένα χθεσινό κίνδυνο ή να προετοιμάσει τους άλλους πιθήκους για ένα πιθανό μελλοντικό κίνδυνο. Η έκφραση, δηλαδή, των ζώων είναι μια βιολογική, αντανακλαστική απόκριση σε ένα παρόντα ερεθισμό. Αντίθετα, η ανθρώπινη γλώσσα πηγαίνει πέρα από το άμεσο περιβάλλον. Περιέχει εκφράσεις που αναφέρονται όχι μόνο στο παρόν αλλά και το παρελθόν και το μέλλον, όχι μόνο σε πραγματικές αλλά και σε φανταστικές καταστάσεις.

γ) Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γλώσσας είναι ότι λειτουργεί με γραμματικούς κανόνες. Περιέχει, δηλαδή, γραμματική δομή και η δομή αυτή είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπτύξει απεριόριστη δημιουργικότητα στα μηνύματα που μπορεί να συλλάβει και να μεταδώσει. Έχει παρατηρηθεί ότι και οι μέλισσες μπορούν να μεταδώσουν απεριόριστο αριθμό μηνυμάτων αφού η ποιότητα και ποσότητα της τροφής μπορεί να ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση, πληροφορία που μεταδίδουν αυξομειώνοντας ανάλογα την ταχύτητα της κίνησης των φτερών τους. Στην περίπτωση όμως αυτή, η ποικιλία αφορά μόνο το βαθμό μιας και της ίδιας διάστασης. Περιορίζεται, δηλαδή, σε ένα και μόνο μήνυμα. Η δημιουργικότητα και η ποικιλία που υπάρχει στην ανθρώπινη γλώσσα είναι η ποικιλία μηνυμάτων.

Η ύπαρξη γραμματικής δομής και απεριόριστης δημιουργικότητας στην ανθρώπινη γλώσσα οδήγησαν πολλούς θεωρητικούς στο παρελθόν (Humboldt, Καρτέσιος κ.ά.) αλλά και σήμερα, με επικεφαλής τον Αμερικανό Noam Chomsky, στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινο φαινόμενο, αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα. Αυτή η ικανότητα ευθύνεται για τη διαφοροποίηση του ανθρώπου από τα ζώα».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι ορισμοί για το τι είναι γλώσσα ποικίλλουν (και αναφερθήκαμε εν συντομία μόνο σε μερικούς εξ αυτών). Από εκεί και έπειτα ανακύπτει, βεβαίως, το μεγάλο ζητούμενο, το ζητούμενο της γλωσσογενέσεως. Πώς άρθρωσε λόγο ο άνθρωπος; Ποια υπήρξε η αιτία εκείνη, ένεκα της οποίας στο εμβρυακό στάδιο της ανθρωπότητας γεννήθηκε και, εν τέλει, διαμορφώθηκε αυτό που σήμερα νοούμε και σκιαγραφούμε ως γλώσσα; Με πολύ γλαφυρό τρόπο περιγράφει τη διαδικασία γένεσης του «γλωσσικού φαινομένου» -όπως το αποκαλεί- ο καθηγητής Θ. Π. Τάσιος, στο έργο του «Πρακτικά ζητήματα της νεοελληνικής γλώσσας». Αξίζει να παραθέσουμε εδώ το σχετικό απόσπασμα:

«Ας φαντασθούμε λοιπόν το νήπιο, γενετικώς προικισμένο απο πρίν με εναν απίστευτων λειτουργικών ικανοτήτων εγκέφαλο – κενόν όμως απο εμπειρίες σχέσεων, οι οποίες και θα ολοκληρώσουν σταδιακώς την ανάπτυξή του.

α) Το βρέφος δέχεται ενα ερέθισμα ή συναισθάνεται μιαν Ανάγκη – ανάγκη πάσης φύσεως (πείνα, κρύο, επιθυμία του Άλλου ή αποτροπή κινδύνου)

β) Πρίν απ’ την (όσην εφικτή) Πράξη για την ικανοποίηση της Ανάγκης, βγάζει μιαν άμεση Δήλωση (μια εκ-δήλωση) της ανάγκης – μιαν απόκριση στο ερέθισμα, με τα ακόλουθα μέσα: - οπτικά (π.χ. μέσω νευρικών κινήσεων μελών του σώματος· αργότερα, ο αρχέγονος άνθρωπος μπορεί να “δηλώνει” και με Χορό), ή – φωνητικά (π.χ. κραυγή πόνου)

γ) Πιθανολογούμε οτι η πολλαπλή επανάληψη όποιων όμοιων ζευγών “Ανάγκη / άμεση εκ-Δήλωση” (καθώς καταγράφονται στον εγκέφαλο) προκαλούν την εμφάνιση ενος κοινού “κωδικού” σήματος που δηλώνει αυτό το είδος αναγκών. Αυτή η νοητική σύλληψη είναι η απαρχή του γλωσσικού φαινομένου. Εύλογον είναι να πρόκειται για “σήμα-εικόνα”· μέσα στον εγκέφαλο. Ίσως μπορούμε να μιλάμε για μιαν οιονεί-έννοια (“νοητική εικόνα πράγματος αφηρημένου”).

δ) Στη φάση αυτή, όταν το ανθρώπινο όν (βρέφος ή αρχέγονος ενήλικας) ευρίσκεται σε κάποια σχέση με Άλλον, θα προκύψει με βεβαιότητα η ανάγκη να λάβει χώραν και μια εκ-Δήλωση αυτού του σήματος προς τα έξω – ιδίως όταν ζητείται εξωτερική βοήθεια. Τότε, οι πάμπολλες εν εγκεφάλω συνοπτικές παραστάσεις (οι οιονεί-έννοιες – το σημαινόμενον) δυσχερέστατα μπορεί να παρασταθούν με σωματικές στάσεις ή κινήσεις. Γι’ αυτό, ενώ τα ζώα (χωρίς κατάλληλες φωνητικές χορδές), θα εξαντλήσουν τις δυνατότητες της “γλώσσας του σώματος”, στην περίπτωση του ανθρώπινου όντος (υπο την πίεση της ανάγκης της Επικοινωνίας “εν-κοινωνία”), θα έρθει στιγμή όπου θα αξιοποιηθεί και το τεράστιο δυναμικό δυνατοτήτων της φωνής. Προσοχή: Τότε, αυτός (ο τυχαίος ίσως στην αρχή) ήχος που θ’ ακουσθεί, ΔΕΝ είναι κραυγή (δηλαδή άμεση εκδήλωση, συγχρονική με το γεγονός το οποίο την προκαλεί): Είναι ενα άκουσμα ανεξάρτητο απο συγκεκριμένο γεγονός – άκουσμα όμως που δηλώνει ενα τέτοιο όμοιο γεγονός· είναι το “σημαίνον”του Saussure. Έτσι, το άκουσμα “μάμ“ του βρέφους δέν είναι κραυγή – είναι ήδη λέξη. Μια λέξη όμως μιας (ατελέστατης ακόμη) πρωτο-γλώσσας, που συνδηλώνει μάλιστα πολλά αντικείμενα (γάλα, μαστός, πείνα). Η εκφορά της πρώτης λέξης, συνιστά μιαν επανάσταση: Εύστοχα έχει λεχθεί οτι η κρυστάλλωση μιας χαλαρής σωρευμένης εμπειρίας, σε ένα και μόνο σύμβολο, είναι ήδη μια διανοητική κατάκτηση. Τώρα δέ, χάρις στη λέξη, οι όποιες οιονεί-έννοιες που αναπτύχθηκαν καταρχήν μέσα στον εγκέφαλο, τώρα ξεφράζονται, δηλαδή “εκ-φράζονται” και κοινωνούνται θα λέγαμε (βιάζοντας λίγο την ορθή ετυμολογία του “εκφράζω”). Είναι δε εξαιρετικά ενδιαφέρον το ζήτημα του μηχανισμού επιλογής του ακουστικού ενδύματος της λέξης – ιδίως των πιό αρχέγονων απ’ αυτές. Ο J. Lyons περιγράφει παραστατικά τη γλωσσολογική ιστορία του θέματος, απ’ τον Κρατύλο του Πλάτωνος και τους Στωικούς, μέχρι σήμερα. Έτσι, οι λέξεις πληθύνονται και εκλεπτύνονται νοηματικώς. “Κάθε λέξη είναι προϊόν ιστορικής διεργασίας – είναι πολιτισμικό μόρφωμα” (Μπαμπινιώτης Γ.). Κι έτσι, με τους αιώνες, οργανώνεται η Γλώσσα».

Μία ενδιαφέρουσα διατύπωση και ερμηνεία των εννοιών της γλώσσας και του λόγου δίνει ο Γιάννης Μπαλής, στο βιβλίο του «Η μαγική γλώσσα», από όπου αντιγράφουμε: «...λόγος είναι η ανθρώπινη νοημοσύνη, το αίτιο της σκέψης, ενώ γλώσσα είναι τα υλικά σημεία που ο λόγος κατασκευάζει για να επικοινωνήσει τις νοητικές διαπιστώσεις του, στ’ άλλα νοήμονα όντα. [...] Το κάθε κομμάτι λόγου, η κάθε λέξη, κρίνονται ως επαρκή, όταν καταφέρνουν ν’ αντιπροσωπεύουν και να συλλαμβάνουν την πραγματικότητα όσο το δυνατόν πιστότερα. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι ο λόγος δεν είναι μια ατομική υπόθεση, αλλά είναι αποτέλεσμα συλλογικό, είναι αποτέλεσμα σωστής κοινωνικής και ιστορικής κρίσης, είναι αποτέλεσμα παρελθόντος και εμπειρίας. [...] Ο λόγος είναι το πρωταρχικό αίτιο για το πλάσιμο της γλώσσας».

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οικοδομείται ό,τι εννοούμε σήμερα κάτω από τον όρο «γλωσσολογία». Ήτοι, η επιστημονική μελέτη της ανθρώπινης γλώσσας ως καθολικού φαινομένου, αλλά -ταυτόχρονα- η μελέτη και των επιμέρους γλωσσών του κόσμου. Κεντρική, δε, επιδίωξη της γλωσσολογίας είναι η εξής: να δώσει απαντήσεις, το κατά δύναμιν, σε ερωτήματα που έχουν να κάνουν με τη φύση της γλώσσας, τη δομή της, τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου, αλλά και με την κοινωνία. Γι’ αυτό τον λόγο η γλωσσολογία αγγίζει και εξαπλώνεται σε κάθε σχεδόν σύγχρονο επιστημονικό τομέα· μιλάμε, λοιπόν, παράλληλα για κειμενογλωσσολογία, για κοινωνιογλωσσολογία, για ανθρωπογλωσσολογία, για νευρογλωσσολογία, για εθνογλωσσολογία κ.ο.κ. Είναι, με δυο λόγια, η γλωσσολογία μία από τις ανώτερες κατακτήσεις του ανθρώπου. Κι ετούτο, διότι το αντικείμενό της -η γλώσσα- είναι αποκύημα ανώτερου (θεϊκού) νου. Όλα να χαθούν, δύνανται κάποτε θεωρητικά να επανακτηθούν· η γλώσσα όμως εάν χαθεί, όχι. Κι όπως είχε πει ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, Διονύσιος Σολωμός: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;»...


Λεξικό ορισμών


Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητη την, εν συντομία έστω, παράθεση των βασικότερων όρων της γλωσσολογικής επιστήμης, για μία ευρύτερη κατανόηση αυτού του φαινομένου. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα γλωσσάριο των όρων-κλειδιά της γλωσσολογίας, οι οποίοι και συνθέτουν οργανικά τη μεγάλη αυτή επιστήμη. Η παράθεση, στην οποία προβαίνουμε, γίνεται με αυστηρή αλφαβητική σειρά.

Ανθρωπογλωσσολογία: Είναι η μελέτη της σχέσης γλώσσας και πολιτισμού, καθώς και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν.

Γλωσσικά καθολικά: Είναι τα χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης γλώσσας. Αν υπάρχουν γλωσσικά καθολικά τα οποία είναι υποχρεωτικά σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα, τότε αυτά δεν είναι παρά στοιχεία τα οποία μοιράζονται όλες οι ανθρώπινες γλώσσες. Τα γλωσσικά καθολικά είναι σαν να κοιτάμε ανθρώπινα πρόσωπα και να προσπαθούμε να πάρουμε μία εικόνα: «τι είναι κοινό σε όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα» και «τι είναι δυνατό να βρίσκεται πάνω σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο». Π.χ., έχουν όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα μύτη; Με αυτή τη μεταφορά γίνεται πιο κατανοητό τι εννοούμε όταν μιλάμε για γλωσσικά καθολικά.

Γλωσσική κατάκτηση: Αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τη γλώσσα, καθώς και να παράγουν λέξεις και προτάσεις για να επικοινωνήσουν. Η γλωσσική κατάκτηση συχνά αναφέρεται στην κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, που μελετά την κατάκτηση αυτής από τα παιδιά και, συγκεκριμένα, από τα βρέφη και τα νήπια. Αυτό διακρίνεται από την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας, η οποία αφορά την κατάκτηση μίας δεύτερης ή περαιτέρω γλωσσών εκτός της μητρικής, τόσο από παιδιά όσο και από ενήλικες.

Γραμματική: Το σύνολο των κανόνων που διέπουν τη δομή μιας γλώσσας. Κανόνες της δομής της γλώσσας θεωρούνται αυτοί που ενυπάρχουν στη γλώσσα και όχι το τι θεωρείται «ποιοτικά» καλύτερο να λέγεται.

Διαχρονία: Οι αλλαγές των στοιχείων ενός γλωσσικού συστήματος μέσα στον χρόνο.

Διεπιστημονική προσέγγιση της γλώσσας: Η γλωσσολογία μελετάει τη γλώσσα και σε συνδυασμό με άλλες επιστήμες. Έτσι δημιουργείται η διεπιστημονική προσέγγιση της γλώσσας.

Εθνογλωσσολογία: Είναι ένας τομέας της ανθρωπολογικής γλωσσολογίας, ο οποίος μελετά τη σχέση μεταξύ μιας γλώσσας και της μη γλωσσικής πολιτισμικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που μιλούν αυτή τη γλώσσα.

Ετυμολογία: Είναι ο κλάδος της ιστορικής γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη της περιόδου σχηματισμού, της γλώσσας προέλευσης (και των διαμεσολαβητικών γλωσσών), αλλά και της δομικής εξέλιξης (φωνολογικής, μορφολογικής και σημασιολογικής) μιας λέξης/φράσης. Βασική πηγή για την ετυμολόγηση είναι τα διαχρονικά σώματα κειμένων, που μας δείχνουν την εποχή σχηματισμού μιας λέξης, τη χρήση της και την αδιάλειπτη ή μη πορεία της στον χρόνο και στα λεξικά.

Ζωικός κώδικας επικοινωνίας: Υφίσταται η ικανότητα στα ζώα να μεταδίδουν μηνύματα μεταξύ τους, αλλά και προς άλλα είδη (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου), καθώς και να επικοινωνούν με τρόπους οι οποίοι διαφέρουν από τους ανθρώπινους. Πρόκειται για «γλώσσες» των ζώων, οι οποίες εμπλουτίζονται με χημικά, οσφρητικά ή οπτικά σήματα.

Κατανομή: Αποτελεί το σύνολο των περιβαλλόντων, στα οποία εμφανίζεται μια γλωσσική μονάδα.

Κειμενογλωσσολογία: Η μελέτη της γλώσσας σε μεγαλύτερες μονάδες από την πρόταση, η μελέτη της συνομιλίας ή η μελέτη της αναπαράστασης στην αφήγηση μιας κοινωνικής πρακτικής.

Κοινωνιογλωσσολογία: Είναι η μελέτη των διασυνδέσεων της γλώσσας και της κοινωνικής δομής, της γλωσσικής ποικιλίας και της στάσης του ανθρώπου απέναντι στη γλώσσα.

Λεξιλόγιο: Το σύνολο των γνωστών λέξεων εντός της γλώσσας που γνωρίζει ένα άτομο. Αναπτύσσεται συνήθως με την πάροδο του χρόνου. Χρησιμεύει ως πολύτιμο και βασικό εργαλείο για την επικοινωνία και την απόκτηση γνώσεων. Ονομάζεται επίσης και «λεξικό».

Μεταγλώσσα: Είναι οι λέξεις, οι φράσεις, οι όροι, τα σημεία και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται σε κάθε επιστήμη, για να περιγραφεί το ίδιο το επιστημονικό αντικείμενο. Στην περίπτωση της γλωσσολογίας, δηλαδή, είναι η ίδια η γλώσσα.

Μόρφημα: Η μικρότερη μονάδα-φορέας σημασίας σε μια δεδομένη γλώσσα. Τα στοιχεία που συνδυάζονται για να σχηματίσουν λέξεις ονομάζονται «μορφήματα».

Μορφολογία: Η μελέτη του σχηματισμού μιας λέξης και της δομής της. Μελετά τον τρόπο με τον οποίο συντίθενται οι λέξεις από τα μικρότερα συστατικά τους, καθώς και τους κανόνες που ελέγχουν αυτή τη διαδικασία.

Νευρογλωσσολογία: Είναι η μελέτη του εγκεφάλου και του τρόπου λειτουργίας του στην παραγωγή, αντίληψη και πρόσκτηση της γλώσσας.

Νοηματική γλώσσα: Είναι οπτικο-κινησιακή γλώσσα, δηλαδή βασίζεται στην κίνηση των χεριών, στη στάση ή στην κίνηση του σώματος, καθώς και στις εκφράσεις του προσώπου, προκειμένου να αποδώσει ένα νόημα. Διαθέτει λεκτικές και συντακτικές δομές, για να εκφράσει οποιαδήποτε αφηρημένη έννοια. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές νοηματικών γλωσσών, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οντογένεση της ομιλίας: Η εξέλιξη του οργανισμού από τη γονιμοποίηση του κυττάρου έως την πλήρη διαμόρφωσή του ως προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη του λόγου στον άνθρωπο. Ολόκληρη η περίοδος σχηματισμού της ομιλίας ενός ατόμου, από τις πρώτες πράξεις του λόγου μέχρι την τέλεια εκείνη κατάσταση, κατά την οποία η μητρική γλώσσα γίνεται πλέον ένα πλήρες εργαλείο επικοινωνίας και σκέψης.

Ορθογραφία: Ονομάζουμε έτσι το σύνολο των κανόνων που αφορούν τη γραπτή απεικόνιση των λέξεων μιας γλώσσας. Υπό την έννοια αυτή, στην ορθογραφία συμπεριλαμβάνονται οι κανόνες συλλαβισμού και η χρήση των σημείων στίξης.

Παραδειγματικές σχέσεις: Οι σχέσεις που δημιουργεί μια γλωσσική μονάδα με όλες τις άλλες, με τις οποίες έχει κάτι κοινό και από τις οποίες μπορεί να αντικατασταθεί. Επειδή δεν πρόκειται για σχέσεις που προκύπτουν από τη συνεμφάνιση των μονάδων στον λόγο, αλλά για σχέσεις που καθορίζονται με βάση τη μνημονική, «συνειρμική» σύνδεσή τους, όπως υπάρχουν δυνάμει στον εγκέφαλο των ομιλητών είναι σχέσεις «εν τη απουσία».

Πραγματολογία: Εννοείται η μελέτη της χρήσης της φυσικής γλώσσας σε πραγματικές συνθήκες ανθρώπινης επικοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη της επίδρασης που έχει το περιβάλλον, είτε είναι γλωσσικό είτε εξωγλωσσικό, στην ερμηνεία μιας πρότασης, όπως αυτή εκφέρεται μέσα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Προέλευση της ομιλίας: Υπάρχουν δύο ειδών θεωρίες σχετικά με την προέλευση της ομιλίας: α) οι θεωρίες της δημιουργίας, σύμφωνα με τις οποίες η γλώσσα «δίνεται» στον άνθρωπο ως δώρο Θεού και β) οι θεωρίες της εξέλιξης, σύμφωνα με τις οποίες η γλώσσα είναι αποτέλεσμα της πορείας του ανθρώπινου είδους και της προσπάθειας προσαρμογής στις συνθήκες διαβίωσής του. Στο βιβλίο «Γένεσις» της Παλαιάς Διαθήκης (2, 19) διαβάζουμε: «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν ̓Αδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ ̓Αδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ»... Στον δε διάλογο «Κρατύλος» του Πλάτωνα (426c - 427b) παρατίθεται η θεωρία της ονοματοποιίας, η οποία πιστεύει ότι οι λέξεις «νομοθετήθηκαν» με βάση τη σημασιολογική αξία των φθόγγων: «τὸ ῥῶ ἔμοιγε φαίνεται ὥσπερ ὄργανον εἶναι πάσης τῆς κινήσεως [...] οἷον “κροῦειν”, “θραύειν”, “ἐρείκειν”, “θρύπτειν”, “κερματίζειν”, “ῥυμβεῖν”, πάντα ταῦτα τὸ πολὺ ἀπεικάζει διὰ τοῦ ῥῶ [...] τῷ δὲ αὖ ἰῶτα πρὸς τὰ λεπτὰ πάντα [...] ὥσπερ γε διὰ τοῦ φεῖ καὶ τοῦ ψεῖ καὶ τοῦ σῖγμα καὶ τοῦ ζῆτα, ὅτι πνευματώδη τὰ γράμματα, πάντα τὰ τοιαῦτα μεμίμηται αὐτοῖς ὀνομάζων, οἷον τὸ “ψυχρὸν” καὶ τὸ “ζέον” καὶ τὸ “σείεσθαι”»...

Σημαινόμενο: Η μία από τις δύο όψεις που συνιστούν το γλωσσικό σημείο και, συγκεκριμένα, η έννοια (το νόημα) μιας λέξης.

Σημαίνον: Η μία από τις δύο όψεις που συνιστούν το γλωσσικό σημείο και, συγκεκριμένα, η ακουστική εικόνα, δηλαδή η μορφή μιας λέξης.

Σημασιολογία: Εννοείται η μελέτη του νοήματος (της σημασίας) των λέξεων. Συνδέεται με την περιγραφή της αναπαράστασης του νοήματος μιας λέξης στον νου μας και με το πώς χρησιμοποιούμε αυτή την αναπαράσταση-απεικόνιση για την κατασκευή προτάσεων.

Σημείο: Κατά τον Σωσσύρ («Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας»): «Ονομάζουμε σημείο το συνδυασμό της ιδέας και της ακουστικής εικόνας».

Σημειωτική: Παλαιότερα ήταν γνωστή ως «σημειολογία». Είναι η επιστήμη που μελετά τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συμβολικών συστημάτων στο σύνολό τους. Στο αντικείμενό της εμπίπτει οτιδήποτε χρησιμοποιείται με κάποια σημασία και υποκαθιστά κάτι άλλο.

Συγχρονία: Ένα γλωσσικό σύστημα με τη μορφή που είχε σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Συνταγματικές σχέσεις: Οι σχέσεις που συνάπτουν οι γλωσσικές μονάδες διατασσόμενες στον λόγο, σχέσεις δηλαδή μιας μονάδας με τα γλωσσικά της συμφραζόμενα, με ό,τι προηγείται και ό,τι έπεται· γι’ αυτό και λέγονται «σχέσεις εν τη παρουσία».

Σύνταξη: Η μελέτη της δομής της πρότασης. Με όρους κανόνων προσπαθεί να περιγράψει τι ανήκει στη γραμματική δομή μιας ιδιαίτερης γλώσσας.

Υπόθεση της κρίσιμης ηλικίας: Η υπόθεση αυτή δηλώνει ότι η ικανότητα μάθησης μιας μητρικής γλώσσας αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου, από τη γέννηση έως την εφηβεία του ανθρώπου. Στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου η κατάκτηση της γλώσσας επιτυγχάνεται εύκολα και γρήγορα, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη γλωσσική διδασκαλία. Αν για κάποιο λόγο, το παιδί δεν εκτεθεί από νωρίς στη γλώσσα, η κατάκτηση της γραμματικής γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη.

Ύφος: Οι περισσότεροι ομιλητές μιας γλώσσας μιλούν αλλιώς με τους φίλους τους, αλλιώς σε μια επαγγελματική συνέντευξη ή όταν παρουσιάζουν μια έκθεση στην τάξη, αλλιώς όταν απευθύνονται σε μικρά παιδιά, αλλιώς όταν απευθύνονται στους γονείς τους κ.ο.κ. Αυτές οι «διάλεκτοι περιστάσεων» είναι γνωστές με τον όρο «ύφος» (ή «επίπεδο ύφους»).

Φθόγγος: Έτσι ονομάζεται ο κάθε γλωσσικός ήχος. Είναι η μονάδα περιγραφής και ανάλυσης που χρησιμοποιεί η φωνητική.

Φυλογένεση της ομιλίας: Η γένεση και η ιστορική εξέλιξη των έλλογων όντων σε σχέση με την ιστορία και την εξέλιξη του λόγου. Όταν το ανθρώπινο ον στάθηκε όρθιο στα δύο του πόδια (διποδία), αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετατοπιστεί προς τα κάτω η θέση του λάρυγγα, κάτι που διευκόλυνε σημαντικά την εκφορά των σημάτων. Παράλληλα, η απελευθέρωση των άκρων είχε τεράστια σημασία, διότι επέτρεψε τη χρησιμοποίηση των άνω άκρων για την κατασκευή και χρήση εργαλείων.

Φυσιολογία της ομιλίας: Για την παραγωγή της ομιλίας συνεργάζονται τρία συστήματα: α) το αναπνευστικό, που αποτελεί την πηγή ενέργειας του μηχανισμού ομιλίας, β) το λαρυγγικό, που αποτελεί τον δονητή και την βαλβίδα και γ) το αρθρωτικό, που εξυπηρετεί ως αντηχείο/διαμορφωτής για να διαμορφωθεί η φώνηση από τον λάρυγγα σε ομιλητικούς ήχους, δηλαδή σε φωνήματα. Όταν εισπνέουμε, ο αέρας εισέρχεται από την μύτη, αφού φιλτράρεται από τα τριχία της και θερμαίνεται και κατεβαίνει από την τραχεία και τους βρογχικούς σάλπιγγες στους πνεύμονες. Οι πνεύμονες λειτουργούν ως σπόγγοι, εκτείνονται και αποθηκεύουν τον αέρα. Κατόπιν, οι αναπνευστικοί μύες που είναι προσκολλημένοι στις πλευρές του θώρακα και το διάφραγμα (οριζόντιος μυς που διαχωρίζει τους πνεύμονες από τα σπλάχνα) αρχίζουν και ασκούν πίεση στον διασταλμένο θώρακα και τους πνεύμονες, με αποτέλεσμα οι πνεύμονες να συμπιέζονται και ο αέρας, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, να εξέρχεται πάλι από τους βρογχικούς σάλπιγγες και την τραχεία. Στο άνω μέρος της τραχείας είναι ο λάρυγγας, μέσα στον οποίο βρίσκονται οι φωνητικές πτυχές. Οι ϕωνητικές πτυχές είναι πτυχώσεις µαλακού ιστού δεξιά και αριστερά στον λάρυγγα, οι οποίες µπορούν να έρχονται σε κοντινή απόσταση µεταξύ τους ή να αποµακρύνονται χάρη στους ειδικούς µύες και χόνδρους του λάρυγγα µε τους οποίους συνδέονται. Ο εκπνευόμενος αέρας δονεί τις φωνητικές χορδές και παράγεται φώνηση. Ο ήχος που προκύπτει από τη φώνηση, δηλαδή από τη δόνηση των φωνητικών χορδών, μεταβάλλεται περαιτέρω στους ξεχωριστούς ομιλητικούς ήχους (φθόγγους) από τους αρθρωτές. Οι κυριότεροι αρθρωτές είναι τα χείλη, η γλώσσα, τα δόντια, η άνω και κάτω σιαγόνα και οι παρειές. Οι αρθρωτές επηρεάζουν τους παραγόμενους φθόγγους με δύο τρόπους: α) μεταβάλλοντας το μέγεθος και το σχήμα της στοματικής κοιλότητας και β) μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο απελευθερώνεται η ροή του αέρα. Έτσι, για παράδειγμα στα φωνήεντα, η φωνητική οδός είναι πλήρως ανοιχτή, ενώ αντίθετα κατά την παράγωγή των τριβόμενων -π.χ. /s/- στη φωνητική οδό έχει δημιουργηθεί κάποια στένωση από το πλησίασμα δύο αρθρωτών.

Φώνημα: Είναι η μικρότερη μονάδα ανάλυσης του λόγου. Ένας γλωσσικός ήχος είναι φώνημα, εάν διακρίνει τις λέξεις μεταξύ τους, έχει, δηλαδή, διακριτική ή διαφοροποιητική λειτουργία, και δεν μπορεί να διαιρεθεί σε άλλη μικρότερη μονάδα.

Φωνητική: Η μελέτη και η πρόσληψη των γλωσσικών ήχων από αντικειμενική σκοπιά. Συνδέεται με τους ήχους της γλώσσας, τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιλαμβάνεται ο ακροατής.

Φωνολογία: Η μελέτη των ήχων από λειτουργική σκοπιά, δηλαδή το ποιοι ήχοι έχουν διακριτική/διαφοροποιητική λειτουργία για το νόημα του γλωσσικού σήματος.

Ψυχογλωσσολογία: Η μελέτη των φυσιολογικών και νευροβιολογικών παραγόντων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να αποκτήσει, να χρησιμοποιήσει, να παραγάγει και να κατανοήσει τη γλώσσα.


Ομιλία και λόγος


«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Κατ’ αυτό τον τρόπο ξεκινά το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (Α΄, 1). Ο Λόγος στον άνθρωπο είναι, συνεπώς, θεόπνευστος. Και (κατ’ αντιστοιχία με την Αγία Τριάδα Πατρός – Υιού – Αγίου Πνεύματος) έχουμε στη γλωσσική επιστήμη τον Λόγο ως πηγή δημιουργίας δύο άλλων κορυφαίων εννοιών: της Γλώσσας και της Ομιλίας. Την τριαδική αυτή πραγματικότητα αναγνώρισε ο ίδιος ο Φερντινάντ ντε Σωσσύρ, πραγματοποιώντας την τριπλή διάκριση «λόγος – γλώσσα – ομιλία», που εντοπίζεται στο έργο του «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας».

Πραγματικά, η σύγχρονη γλωσσολογία αναγνωρίζει την ως άνω πραγματικότητα. Λόγος (langage) είναι η γενική ικανότητα του ανθρώπου να αξιοποιεί το αφηρημένο σύστημα σημείων και κανόνων (γλώσσα, langue), για να επικοινωνεί με τα μέλη της γλωσσικής του κοινότητας, παράγοντας συγκεκριμένες πραγματώσεις (ομιλία, parole). Ο λόγος, δηλαδή, δεν είναι παρά το κέλυφος, το οποίο ενσωματώνει τόσο τη γλώσσα όσο και την ομιλία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάκριση, ο λόγος είναι ένα πανανθρώπινο, παγκόσμιο φαινόμενο και η κάθε γλώσσα αποτελεί εκδήλωσή του.

Η γλώσσα αντιστοιχεί στο αφηρημένο σύστημα γλωσσικών σημείων που διαθέτουν κοινωνική αξία. Πρόκειται για το εσωτερικευμένο γλωσσικό σύστημα των ομιλητών, στο πλαίσιο του οποίου τα γλωσσικά σημεία, με τους ήχους (σημαίνοντα) και τα σύμβολα ή έννοιές τους (σημαινόμενα) αναπτύσσουν παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις, δηλ. οργανώνονται ή δομούνται, με απώτερο στόχο την επικοινωνία σε μια γλωσσική κοινότητα. Άλλωστε, για τον Σωσσύρ, η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό γεγονός, καθώς διαμορφώνεται μέσω μιας κοινωνικής σύμβασης ανάμεσα στα μέλη της γλωσσικής κοινότητας, χωρίς να είναι φυσικά δυνατόν να τροποποιηθεί με βάση τη βούληση ενός μόνο ομιλητή.

Τέλος, η ομιλία αναφέρεται στη συγκεκριμένη διαδικασία ανταλλαγής γλωσσικών μηνυμάτων. Πρόκειται για μία διαδικασία εξατομικευμένη, εφ’ όσον αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη γλωσσική πραγμάτωση/παραγωγή ενός ατόμου. Υπό αυτή την έννοια, η ομιλία αντιστοιχεί στη γλωσσική χρήση από συγκεκριμένα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας και είναι εξαιρετικά ετερογενής, αφού μπορεί να διαφοροποιείται με βάση την ηλικία, το φύλο, το επίπεδο ύφους κτλ.

Γλώσσα και ομιλία εμφανίζονται βέβαια σε αντιθετική μεταξύ τους σχέση· ο πρώτος όρος νοηματοδοτεί το σύστημα, ενώ ο δεύτερος τη χρήση του λόγου. Αυτή όμως η εκ πρώτης όψεως αντιφατική τους θέση εντός του λόγου είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που τελικά συνδέει τις δύο έννοιες, μέσα σε μία διαλεκτική σύνθεση, αφού την ίδια στιγμή λειτουργούν συμπληρωματικά, είναι σαν να «διαλέγονται» μεταξύ τους: αμφότερες φαινομενικά «συγκρουόμενες», εν τέλει συνδέουν την αφηρημένη πλευρά του λόγου ως κοινωνικής σύμβασης με την ατομική του πλευρά ως εξειδικευμένης χρήσης. Αυτή την εσωτερική αλήθεια συνέλαβε αργότερα και ο Νόαμ Τσόμσκι, κάνοντας λόγο για τη διάκριση ανάμεσα σε γλωσσική ικανότητα (σύστημα) και γλωσσική επιτέλεση (χρήση), που από κοινού απαρτίζουν αυτό που νοούμε ως «λόγο».

Από εκεί και μετά, γίνεται μία άλλη διάκριση: η πραγμάτωση του λόγου, δηλαδή η ομιλία, είναι εκείνη που ξεχωρίζει σε προφορική και γραπτή. Διακρίνεται, δηλαδή, σε προφορικό και γραπτό λόγο. Φυσικά, σε ιστορικό επίπεδο, προηγήθηκε κατά πολύ ο προφορικός λόγος. Άρα, ο γραπτός λόγος είναι επιγέννημα του προφορικού, γραφική παράσταση και συμβολισμός του. Ο Σωσσύρ, στα «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας» του, σημείωσε τα ακόλουθα: «Αντικείμενο της γλωσσολογίας δεν είναι η σπουδή των λέξεων τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική τους μορφή. Αλλά η προφορά των λέξεων είναι τόσο στενά δεμένη με τη γραπτή τους εικόνα, ώστε η γραπτή παράσταση υποκλέπτει τον κύριο ρόλο. Φτάνουμε ακόμη να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στη γραπτή παράσταση της λέξης που προφέρουμε παρά στην ίδια τη λέξη. Είναι το ίδιο σαν να νομίζουμε πως μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιον κοιτώντας τη φωτογραφία του μάλλον παρά τον ίδιο...».

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν εδώ, τα όσα αναγράφει για το ζήτημα γλώσσας και ομιλίας ο αείμνηστος Βρετανός γλωσσολόγος Τζον Λάιονς (John Lyons), στο βιβλίο του “Language and Linguistics” (1981: στα ελληνικά μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Εισαγωγή στη γλωσσολογία»). Ακολουθούν ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Μια από τις κύριες αρχές της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι ότι η προφορική γλώσσα είναι βασικότερη από τη γραπτή. Αυτό, εντούτοις, δε σημαίνει ότι η γλώσσα πρέπει να ταυτίζεται με την ομιλία. Οφείλουμε να ορίσουμε μια διάκριση μεταξύ των γλωσσικών σημάτων και του μέσου με το οποίο τα σήματα πραγματώνονται. Έτσι, είναι δυνατό να αναγνώσουμε δυνατά ό,τι είναι γραμμένο και, αντιστρόφως, να γράψουμε ό,τι λέγεται. [...] Με ποια έννοια είναι λοιπόν η προφορική γλώσσα βασικότερη από τη γραπτή; Και για ποιο λόγο έχουν πολλοί γλωσσολόγοι την τάση να θεωρούν ως καθοριστικό γνώρισμα των φυσικών γλωσσών το ότι αυτές αποτελούν συστήματα φωνητικών συμβόλων; [...]

Η ιστορική προτεραιότητα του προφορικού λόγου σε σχέση με το γραπτό δεν επιδέχεται βέβαια αμφισβήτηση. Δε γνωρίζουμε καμιά ανθρώπινη κοινωνία του παρόντος ή του παρελθόντος που να μη διέθετε προφορικό λόγο. [...] Η ιστορική προτεραιότητα ωστόσο είναι λιγότερο σημαντική από άλλες προτεραιότητες [...]: δομική, λειτουργική και πιθανώς βιολογική.

Η δομική προτεραιότητα του προφορικού λόγου μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: αν παραβλέψουμε προς το παρόν κάθε διαφορά ύφους που ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ του γραπτού και του αντίστοιχου προφορικού λόγου και υποθέσουμε ότι κάθε αποδεκτή προφορική πρόταση μπορεί να μετατραπεί σε μια αποδεκτή γραπτή πρόταση, και αντίστροφα, τότε δεν έχουμε λόγο να σκεφτόμαστε τι προήλθε από τι, παρά μόνο σαν να είναι αυτό ζήτημα ιστορικού ενδιαφέροντος. Η δομή των γραπτών προτάσεων εξαρτάται από αναγνωρίσιμες διακρίσεις σχημάτων, η δομή των προφορικών προτάσεων από αναγνωρίσιμες διακρίσεις ήχων. Στη θεωρητικά ιδεατή περίπτωση αντιστοίχισης ένα προς ένα μεταξύ των προφορικών και των γραπτών προτάσεων μιας γλώσσας, κάθε γραπτή πρόταση θα είναι ισομορφική (δηλαδή θα έχει την ίδια εσωτερική δομή) με την αντίστοιχη προφορική πρόταση. Παραδείγματος χάρη, αν οι γραπτές προτάσεις στηρίζονται σε αλφαβητικό σύστημα γραφής, τα συγκεκριμένα γράμματα θα αντιστοιχούν ένα προς ένα σε συγκεκριμένους φθόγγους, όπως συμβαίνει με τις λέξεις και τις φράσεις, που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους συνδυασμούς φθόγγων. Δεν είναι αποδεκτοί όλοι οι συνδυασμοί γραμμάτων ούτε όλοι οι συνδυασμοί φθόγγων. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά μεταξύ των γραμμάτων και των φθόγγων σε αυτό το σημείο. Η δυνατότητα των φθόγγων μιας συγκεκριμένης γλώσσας να συνδυάζονται μεταξύ τους εξαρτάται εν μέρει από τις ιδιότητες του ίδιου του μέσου (ορισμένοι συνδυασμοί φθόγγων είναι είτε αδύνατο είτε δύσκολο να προφερθούν) και εν μέρει από ειδικότερους περιορισμούς που ισχύουν μόνο για τη συγκεκριμένη γλώσσα. Η δυνατότητα συνδυασμού των γραμμάτων δεν είναι με κανένα τρόπο προβλέψιμη από το σχήμα τους. Είναι όμως προβλέψιμη σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στις γλώσσες που χρησιμοποιούν αλφαβητικό σύστημα γραφής, από τη σύνδεση συγκεκριμένων σχημάτων με συγκεκριμένους φθόγγους και από τη δυνατότητα των τελευταίων να συνδυάζονται μεταξύ τους. Ως προς αυτό το σημείο, επομένως, η προφορική γλώσσα είναι από δομική άποψη πιο βασική από τη γραπτή, ακόμη και αν θα μπορούσαν, θεωρητικά τουλάχιστον, να είναι ισομορφικές στο επίπεδο των λέξεων ή των φράσεων. [...]

Είναι ευκολότερο να εξηγήσει κανείς και να κατανοήσει τη λειτουργική προτεραιότητα. Ακόμη και σήμερα, στις πιο “διανοούμενες” μοντέρνες, βιομηχανικές και γραφειοκρατικές κοινωνίες, η προφορική γλώσσα χρησιμοποιείται για περισσότερους σκοπούς από ό,τι η γραπτή, ενώ η γραπτή χρησιμοποιείται ως λειτουργικό υποκατάστατο της ομιλίας μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες η φωνητική-ακουστική επικοινωνία καθίσταται αδύνατη, αναξιόπιστη ή ανεπαρκής. Η εφεύρεση του τηλεφώνου επιτρέπει πλέον τη χρήση της προφορικής γλώσσας σε περιπτώσεις που στο παρελθόν επέβαλλαν τη γραπτή γλώσσα. Η γραφή εφευρέθηκε αρχικά για να καταστήσει δυνατή την αξιόπιστη επικοινωνία εξ αποστάσεως καθώς και τη διατήρηση σημαντικών νομικών, θρησκευτικών και εμπορικών εγγράφων. Το γεγονός ότι τα γραπτά κείμενα χρησιμοποιήθηκαν για τέτοιους σπουδαίους σκοπούς καθ’ όλη την ιστορική πορεία και, επιπλέον, το ότι αυτά είναι περισσότερο αξιόπιστα και ανθεκτικά από τα προφορικά εκφωνήματα (ή τουλάχιστον ήταν τέτοια μέχρι την ανάπτυξη σύγχρονων μεθόδων μαγνητοφώνησης του ήχου) προσέδωσε μεγαλύτερη επισημότητα και κύρος στο γραπτό λόγο σε πολλούς πολιτισμούς.

Περνούμε τώρα στο αντιφατικότερο ζήτημα της βιολογικής προτεραιότητας. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι οι άνθρωποι είναι γενετικά “προγραμματισμένοι” όχι απλώς να αποκτήσουν τη γλώσσα αλλά, επιπλέον, ως τμήμα της ίδιας διαδικασίας, να παράγουν και να αναγνωρίζουν τους φθόγγους της γλώσσας. Έχει συχνά αποδειχτεί ότι όλα τα αποκαλούμενα από το γλωσσολόγο όργανα της ομιλίας (ή φωνητικά όργανα) –οι πνεύμονες, οι φωνητικές χορδές, τα δόντια, η γλώσσα κτλ.– υπηρετούν κάποια συγκεκριμένη βιολογική λειτουργία βασικότερη από αυτή της παραγωγής φωνητικών σημάτων. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητα αληθές: οι πνεύμονες χρησιμοποιούνται στην αναπνοή, τα δόντια στη μάσηση της τροφής κτλ. Όμως, όλα τα βρέφη αρχίζουν να παράγουν ήχους μόλις συμπληρώσουν λίγους μήνες ζωής (εκτός αν πάσχουν από κάποια ανασταλτική διανοητική ή φυσική αναπηρία). Η πρώιμη αυτή παραγωγή ήχων, που περιλαμβάνει μια πολύ ευρύτερη κλίμακα ήχων από αυτούς που χρησιμοποιούν στην ομιλία τους οι οικείοι του βρέφους, δεν μπορούν να εξηγηθούν επαρκώς από την υπόθεση κατά την οποία το βρέφος μιμείται σαν παπαγάλος τους ήχους που ακούει. Εξάλλου, έχει πλέον αποδειχθεί πειραματικά ότι τα βρέφη είναι ικανά, από τις πρώτες ήδη εβδομάδες της ζωής τους, να διακρίνουν τους γλωσσικούς φθόγγους από τους υπόλοιπους ήχους και είναι προδιατεθειμένα, τρόπον τινά, να συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε αυτούς. Οι εγγύτεροι συγγενείς του ανθρώπου μεταξύ των ανώτερων θηλαστικών, παρ’ όλο που διαθέτουν σχεδόν την ίδια φυσιολογική κατασκευή, δεν εμφανίζουν την ίδια προδιάθεση, να παράγουν ή να διακρίνουν τους ήχους που είναι χαρακτηριστικοί της ανθρώπινης ομιλίας. Αυτός είναι μάλλον ο κύριος λόγος για τον οποίο έχουν αποτύχει οι προσπάθειες διδασκαλίας της προφορικής γλώσσας σε χιμπαντζήδες, μολονότι σημειώθηκε αξιόλογη επιτυχία όταν τους δίδαξαν γλώσσες ή παρόμοια συστήματα, των οποίων τα σήματα παράγονται με τα χέρια και ερμηνεύονται οπτικά. [...] Τέλος, τα δύο ημισφαίρια του ανθρώπινου μυαλού είναι από λειτουργική άποψη ασύμμετρα μετά την παιδική ηλικία· το ένα είναι δεσπόζον στην επιτέλεση συγκεκριμένων λειτουργιών. Στους περισσότερους ανθρώπους δεσπόζον είναι το αριστερό ημισφαίριο. Το αριστερό ημισφαίριο εκτελεί την επεξεργασία των γλωσσικών σημάτων και είναι ικανότερο από το δεξιό στην επεξεργασία των ήχων της γλώσσας, όχι όμως και άλλων τύπων ήχων».

Αξίζει στο σημείο αυτό, συμπυκνώνοντας, να αναφερθούμε στις ορολογίες ορισμένων πολύ σημαντικών όρων-κλειδιά, όπως τις παρέθεσε στο παρελθόν ο Αμερικανός Σύνδεσμος Ομιλίας-Γλώσσας-Ακοής (ASHA: American Speech-Language-Hearing Association). Τι είναι, λοιπόν, η ομιλία; Είναι ο τρόπος με τον οποίο προφέρουμε τους ήχους και τις λέξεις που περιλαμβάνει την άρθρωση του λόγου, τη φωνή και τη ροή της ομιλίας. Άρθρωση: Ο τρόπος με τον οποίο παράγουμε τους ήχους της ομιλίας χρησιμοποιώντας το στόμα, τα χείλη και τη γλώσσα. Φωνή: Ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τις φωνητικές μας χορδές και την αναπνοή μας, για να σχηματίσουμε ήχους. Ροή (ή ευχέρεια): Πρόκειται για τον ρυθμό και την ταχύτητα της ομιλίας μας.


Επικοινωνία


Πού αποσκοπεί η γλώσσα; Φυσικά, στην επικοινωνία ανάμεσα σε δύο νοήμονα (και, ασφαλώς, έλλογα) όντα. Αυτή είναι, εξάλλου και η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου της ίδιας της γλώσσας. Επικοινωνία, με δυο λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ του «πομπού» (από όπου έχουμε την «εκπομπή» του μηνύματος) και του «δέκτη» (αντίστοιχα, εδώ έχουμε τη «λήψη» του μηνύματος). Κατά τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται η συνεννόηση μεταξύ των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας.

Στη «Θεωρητική γλωσσολογία» του, ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης γράφει τα εξής: «Η γλώσσα είναι κώδικας σημείων ορισμένης μορφής (γλωσσικής), με τα οποία επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας. [...] Με τον όρο κώδικας (code) νοούμε ένα κλειστό πεπερασμένο σε αριθμό σύστημα συστατικών στοιχείων με απεριόριστη δυνατότητα συνδυασμών. Η γλώσσα, όπως κάθε άλλο σημειακό σύστημα, αποτελεί έναν ιδιαίτερο κώδικα. Τα συστατικά του γλωσσικού κώδικα απαρτίζονται από γλωσσικά σημεία (λέξεις), δηλ. από συνδυασμούς σημασίας και φθόγγων, που χρησιμεύουν ως μονάδες και διαρθρώνονται δομικώς (συντακτικώς) σε σύνολα (προτάσεις) βάσει κανόνων».

Η σημειολογία, λοιπόν, είναι η γενική περί σημείων θεωρία, που αναφέρεται στα διάφορα σημειακά συστήματα (γλώσσα, αριθμητική κ.ά.), στους ποικίλους τρόπους κατά τους οποίους ο άνθρωπος εκφράζεται και επικοινωνεί. Στη σημειολογική επιστήμη, τα γλωσσικά σημεία -οι λέξεις- αποτελούν τη λεγόμενη «λεξίγλωσσα», την οποία ενίοτε συνοδεύει η «μιμόγλωσσα», δηλ. το σύνολο των χειρονομιών και, εν γένει, των εκφραστικών κινήσεων που συμπληρώνει και χρωματίζει τη γλωσσική επικοινωνία. Όπως, δε, σημείωσε πολύ εύστοχα κάποτε ο Σωσσύρ, η σημειολογία χρειάζεται τη γλωσσολογία (την περί σημείων θεωρία), για να υπάρξει ως επιστήμη.

Οι τομείς που εξετάζει η σημειολογία είναι οι εξής: 1) η σύνταξη, δηλ. οι δομικές σχέσεις μεταξύ των σημείων· 2) η σημασιολογία, δηλ. οι σχέσεις σημείου και σημασίας· 3) η πραγματολογία, δηλ. οι σχέσεις των σημείων εν αναφορά προς τον άνθρωπο που τα χρησιμοποιεί και 4) η «σιγματική», δηλ. οι σχέσεις σημείων και αντικειμένων αναφοράς. Στη γλώσσα, το γλωσσικό μήνυμα αποτελείται από μορφήματα, δηλ. από γλωσσικά σημεία (λέξεις). Αντίστοιχα, στη μουσική το μήνυμα αποτελείται από μουσικά σημεία, τους μουσικούς φθόγγους, στη ζωγραφική από διαφορετικά σημεία, σχήματα και χρώματα κ.ο.κ. Κοντολογίς, τα διάφορα είδη σημείων συγκροτούν αντίστοιχα σημειακά συστήματα και τέτοια ακριβώς συστήματα είναι η γλώσσα, η μουσική, η ζωγραφική κτλ.

Τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία κάθε επικοινωνίας είναι: 1) οι επικοινωνούντες («πομπός» και «δέκτης»)· 2) ο κώδικας· 3) το μήνυμα, δηλ. κάθε πληροφορία, ερώτηση, απάντηση, διατύπωση σκέψεων κτλ.· 4) ο δίαυλος, δηλ. ο (φυσικός ή τεχνητός) τρόπος μεταβίβασης του μηνύματος· 5) οι λειτουργίες εγγραφής (κωδικοποίησης) και ανάγνωσης (αποκωδικοποίησης) του μηνύματος και 6) οι συνθήκες επικοινωνίας. Στη γλωσσική επικοινωνία, πιο ειδικά, επικοινωνούντες είναι ο ομιλητής και ο ακροατής· ο ομιλητής στέλνει κάποιο μήνυμα, το οποίο κωδικοποιείται, εκφράζεται δηλ. υπό μορφή σημείων (λέξεων) με ορισμένη δομή, ήτοι με στοιχεία που αντλούνται από τον κώδικα (το σύστημα γλώσσας) του ομιλητή· ακολουθεί η μεταβίβαση του μηνύματος μέσω φυσικών ή τεχνητών διαύλων, το οποίο στην πράξη επιτελείται υπό μορφή ηχητικών ή οπτικών κυμάτων· στη συνέχεια, ξεκινά η αντίστροφη διαδικασία, δηλ. το μήνυμα προσλαμβάνεται από τα ακουστικά ή οπτικά όργανα του ακροατή, αποκωδικοποιείται βάσει των στοιχείων του κώδικά του (του εσωτερικού συστήματος γλώσσας του), για να γίνει τελικά αντιληπτό από τον ακροατή ως μήνυμα.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με έρευνες, η μη λεκτική επικοινωνία (γλώσσα του σώματος) αντιπροσωπεύει το 55% του μηνύματος που στέλνουμε, ενώ μόνο το 7% είναι η λεκτική επικοινωνία (λέξεις και φράσεις) και το υπόλοιπο 38% αφορά την ένταση της φωνής μας, δηλ. τον χρωματισμό, τον τόνο και τη χροιά. Γλώσσα του σώματος, με απλά λόγια, είναι όχι μόνο η κίνηση του σώματος (χειρονομίες, οπτική επαφή, στάση του σώματος κτλ.), αλλά και στοιχεία όπως η εξωτερική εμφάνιση, οι ενδυματολογικές επιλογές, ακόμη και η σωματική επαφή κ.ά. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μη λεκτική επικοινωνία είναι που κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις, «σπάει» τον πάγο ή σηκώνει τείχη αδιαφορίας με τον συνομιλητή μας, προκαλεί οικειότητα ή ζεστασιά, αλλά προξενεί επίσης και θυμό, εκτοξεύει σιωπηλές απειλές και πολλά ακόμη...

Λόγω της σημασίας τους για τη μελέτη μας, από την εισήγηση του Θανάση Νάκα, ερευνητή της Ακαδημίας Αθηνών και Επίκουρου Καθηγητή Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσσας» (από τον συλλογικό τόμο «Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας»), αντιγράφουμε τα κάτωθι κομβικά αποσπάσματα:

«Ένα από τα συγκεκριμένα ζητήματα όπου η συμβολή της νεότερης γλωσσολογίας υπήρξε καθοριστική, είναι η εντόπιση και μελέτη των λεγόμενων “επικοινωνιακών λειτουργιών της γλώσσας” ή, αλλιώς, των “λειτουργιών της γλωσσικής επικοινωνίας”. [...] Ένα γνωστό και κλασικό πια σχήμα είναι του Roman Jakobson, ο οποίος αναγνωρίζει έξι (6) τέτοιες λειτουργίες [...]:

α) Η πληροφοριακή αναφορική) λειτουργία. Είναι, ίσως, η βασικότερη απ’ όλες, αν η επικοινωνία νοείται κυρίως ως ανταλλαγή πληροφοριών, και μάλιστα όσον αφορά την κατά το δυνατόν αντικειμενική περιγραφή του κόσμου που μας περιβάλλει ή των καταστάσεων τις οποίες ζούμε [...].

β) Η συγκινησιακή λειτουργία. Κανονικά, όταν θέλω να χρησιμοποιήσω πληροφοριακή / αναφορική λειτουργία της γλώσσας, δεν μπορώ –δηλαδή, δεν μου το επιτρέπουν οι “κανόνες του παιχνιδιού” της γλώσσας– να χρωματίσω έντονα το λόγο μου, π.χ. με τον τόνο της φωνής, τον επιτονισμό, κτλ., ή να χρησιμοποιήσω, πέρα από ένα ορισμένο όριο, “μιμόγλωσσα” ή άλλα παραγλωσσικά στοιχεία (μορφασμούς, χειρονομίες, κτλ.) –κάτι που, φυσικά, μπορώ να κάνω κατά τη λεγόμενη συγκινησιακή λειτουργία, η οποία συνδέεται συνήθως με τον “ομιλητή-πομπό” [...].

γ) Και περνάω αμέσως στην επίσης σημαντική επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας, την “βουλητική” ή, κατ’ άλλους, “κατευθυντική”, που συχνά συνδυάζεται με τις δύο που προανέφερα, την “πληροφοριακή” και τη “συγκινησιακή“. Στόχος μας κατά τη “βουλητική / κατευθυντική” λειτουργία είναι ο συνομιλητής μας ή το πρόσωπο (τα πρόσωπα) που ονομάζουμε με το εσύ (εσείς) και που θέλουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επηρεάσουμε [...]. Φαίνεται ότι κυριαρχεί, όσον αφορά τη λογοτεχνία, στη λεγόμενη “διδακτική ποίηση”, αλλά και από την εκκλησιαστική ρητορική στη λεγόμενη “διδασκαλία“ ή “διδαχή” στο “κήρυγμα” και, γενικότερα, σε είδη ρητορικού λόγου με σωφρονιστική πρόθεση.

δ) Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα λειτουργία, η “μεταγλωσσική”, έχει να κάνει με τον ίδιο τον κώδικα, την ίδια τη γλώσσα ως παράγοντα επικοινωνίας, και, ειδικότερα, με την ικανότητα που έχει κάθε ανθρώπινη φυσική γλώσσα ν’ αυτοσχολιάζεται. [...]

ε) Δίπλα σ’ αυτές τις (ας πούμε) “μείζονος σημασίας” επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσσας, υπάρχει και μία “ήσσονος σημασίας” ίσως, αλλά σαφώς αναγνωρίσιμη και με ίσα δικαιώματα αυτονομίας. Πρόκειται για τη λεγόμενη “φατική” ή “επαφική” λειτουργία. Το ένα από τα δύο ονόματα αναφέρεται κυρίως στην ιδιότητα αυτής της λειτουργίας να ελέγχει τον παράγοντα της επικοινωνίας που ονομάσαμε “κανάλι” ή “δίαυλο”. [...] Το άλλο όνομα αυτής της λειτουργίας έχει να κάνει με τη διατήρηση της επαφής μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνικής ομάδας, των σχέσεων ευγενείας μεταξύ τους, κ.τ.ό. [...]. Όμως, το σημαντικό σ’ αυτή τη λειτουργία είναι ότι κάτι λέγεται, το ότι χρησιμοποιείται ο λόγος για να σπάσει τη σιωπή, και όχι το τί λέγεται ή το πώς λέγεται. [...]

στ) Και τώρα σχετικά με τη λεγόμενη “ποιητική” ή, ακριβέστερα, “αισθητική” λειτουργία της γλώσσας. Αφορά το “μήνυμα” καθεαυτό, και συνίσταται στη συνειδητή του επεξεργασία τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου, της σημασίας, των σημαινομένων, όσο και στο επίπεδο της μορφής, των ήχων, των σημαινόντων, με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού, δηλαδή του αισθητικότερου συνδυασμού».

Ο πατέρας της επιστήμης της Κυβερνητικής, Νόρμπερτ Βίνερ (Norbert Wiener), στο εκλαϊκευμένο βιβλίο του, “The Human Use of Human Beings. Cybernetics and Society”, αναφέρεται στην πολύ στενή σχέση της επικοινωνίας με τη γλώσσα:

«Καμμία θεωρία Επικοινωνίας δεν είναι δυνατόν να μην συζητήση το θέμα της γλώσσας. Στην πραγματικότητα η ίδια γλώσσα είναι κατά κάποιον τρόπο μια άλλη ονομασία της επικοινωνίας. Είναι επίσης και μία λέξη που χρησιμοποιείται για τους “κώδικες” μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η επικοινωνία. [...] Η ανθρώπινη επικοινωνία διαφέρει από την επικοινωνία των περισσοτέρων άλλων ζώων. Την ανθρώπινη επικοινωνία χαρακτηρίζει η λεπτότης και το πολύπλοκον του κώδικος που χρησιμοποιείται, όπως και ο υψηλός βαθμός αυθαιρεσίας αυτού του κώδικος. [...]

Το ανθρώπινο ον ως τελική μηχανή έχει ένα δίκτυο επικοινωνίας το οποίο μπορεί να εξετασθή σε τρία διακεκριμένα επίπεδα. Για την καθομιλουμένη γλώσσα, το πρώτο ανθρώπινο επίπεδο συνίσταται στην ακοή και σε εκείνο το μέρος του εγκεφαλικού μηχανισμού το οποίο βρίσκεται σε μόνιμο και σταθερό σύνδεσμο με το έσω ους. Αυτή η συσκευή όταν ενωθή με τη συσκευή των ηχητικών δονήσεων στον αέρα, ή του αντιστοίχου της σε ηλεκτρικά κυκλώματα, αντιπροσωπεύει τη μηχανή που σχετίζεται με την Φωνητική πλευρά της γλώσσης, δηλαδή με τον ίδιο τον ήχο.

Η Σημαντική ή δευτέρα πλευρά της γλώσσης έχει σχέση με την σημασία, το νόημα, και είναι απαραίτητη π.χ., στις δυσκολίες της μεταφράσεως από την μία γλώσσα στην άλλη όπου η ατελής αντιστοιχία μεταξύ των νοημάτων περιορίζει το ρεύμα της πληροφορίας από τη μία στην άλλη. [...]

Υπάρχει ένα τρίτο επίπεδο επικοινωνίας το οποίο αφ’ ενός αντιπροσωπεύει μία μετάφραση μάλλον από το Σημαντικό επίπεδο και αφ’ ετέρου από το πρώτο Φωνητικό επίπεδο. Αυτή είναι η μετάφραση των εμπειριών του ατόμου, είτε ενσυνειδήτων είτε όχι, σε πράξεις που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν εξωτερικά. Το επίπεδο αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε επίπεδο συμπεριφοράς της γλώσσης».


Γλώσσα και νους


Η γλώσσα, πάνω απ’ όλα, είναι ο κύριος φορέας της σκέψης του ανθρώπου. Μέσω αυτής, ο άνθρωπος μπορεί και εκφράζει νοήματα και έννοιες, αισθήματα και συναισθήματα, γενικότερα την ψυχοσύνθεση και τη νοοτροπία του· εκφράζει, με δυο λόγια, τη στάση του έναντι του κόσμου, εξωτερικεύοντας τη θέση του έναντι της κοινωνικής και όχι μόνο πραγματικότητας. Ό,τι καλούμε νόηση υπάρχει, αλλά και συνυπάρχει, μέσω της γλώσσας. Ήδη στον «Σοφιστή» του Πλάτωνα βρίσκουμε διατυπωμένη αυτή την προαιώνια άμεση και στενή σχέση εξάρτησης μεταξύ νόησης (διάνοιας) και γλώσσας (λόγου), όπου ο «εσωτερικός λόγος», δηλ. η διάνοια και ο «εξωτερικός λόγος», δηλ. η ομιλία, εμφανίζονται ως «ταὐτόν»: «Οὐκοῦν διάνοια μὲν καὶ λόγος ταὐτόν· πλὴν ὁ μὲν ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὐτὴν διάλογος ἄνευ φωνῆς γιγνόμενος τούτ’ αυτό ήμῖν έπωνομάσθη διάνοια; […] τὸ δέ γ’ ἀπ’ ἐκείνης ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου κέκληται λόγος;»...

Στα «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας», ο Σωσσύρ αναφέρεται στο μείζον αυτό ζήτημα: «Ο λόγος μπορεί να παρομοιασθεί μ’ ένα φύλλο χαρτιού· η σκέψη αποτελεί τη μία όψη του κι οι ήχοι (η γλώσσα) την άλλη. Δεν μπορεί κανείς να κόψει τη μία όψη, χωρίς να κόψει συγχρόνως και την άλλη. Το ίδιο και στη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς ν’ απομονώσει ούτε τους φθόγγους από τη σκέψη ούτε τη σκέψη από τους φθόγγους. Σε κάτι τέτοιο θα έφτανε κανείς μόνο με αφαίρεση, που θα κατέληγε σε καθαρή ψυχολογία ή καθαρή φωνητική».

Η άποψη ότι ο εγκέφαλος είναι η πηγή της ανθρώπινης γλώσσας και γνώσης έχει διατυπωθεί βέβαια εδώ και χιλιάδες χρόνια. Για παράδειγμα οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διαλογίστηκαν πολύ σχετικά με τη σχέση νου και εγκεφάλου, ο δε θεμελιωτής της ορθολογικής ιατρικής Ιπποκράτης θεωρούσε τον εγκέφαλο «φορέα της κατανόησης», καθώς και το όργανο διά του οποίου «κατακτούμε σοφία και γνώση με ένα συγκεκριμένο τρόπο» (βλ. σχετικά στο έργο του «Περὶ ἱερῆς νούσου»). Ενδιαφέρον για την εξέλιξη της γλώσσας στον άνθρωπο παρουσιάζει η άποψη του Κάρολου Δαρβίνου (Charles Darwin), όπως την παρέθεσε στο κλασικό του έργο «Η καταγωγή του ανθρώπου»: «Καθώς η φωνή χρησιμοποιούνταν ολοένα και περισσότερο, τόσο τα φωνητικά όργανα θα πρέπει να ενδυναμώνονταν και να τελειοποιούνταν μέσω της αρχής των κληρονομούμενων αποτελεσμάτων της χρήσης· και αυτό θα πρέπει να επηρέασε την ικανότητα της ομιλίας. Αλλά η σχέση μεταξύ της συνεχιζόμενης χρήσης της γλώσσας και της ανάπτυξης του εγκεφάλου υπήρξε αναμφίβολα σημαντικότερη. Οι νοητικές ικανότητες του πρώιμου προγόνου του ανθρώπου πρέπει να ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένες απ’ οποιουδήποτε σημερινού πιθήκου, ακόμα και πριν αρχίσει να χρησιμοποιείται η πιο ατελής μορφή ομιλίας».

Στο σύγγραμμά του «Γλώσσα και νους» (αποτελείται από 7 διαλέξεις, οι έξι πρώτες των οποίων δόθηκαν στη δεκαετία του 1960, η δε τελευταία το 2004), ο κορυφαίος σύγχρονος γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι αναλύει σε βάθος τη σχέση της ανθρώπινης γλώσσας με την ανθρώπινη νοημοσύνη. Σε κάποιο σημείο αναφέρει: «...η ορθολογιστική θεωρία της γλώσσας, η οποία επρόκειτο να αποδειχθεί εξαιρετικά πλούσια σε διεισδυτικές θεωρήσεις και επιτεύγματα, αναπτύχθηκε εν μέρει από ένα ενδιαφέρον για το πρόβλημα των άλλων νόων. Αρκετή προσπάθεια αφιερώθηκε στην εξέταση της ικανότητας των ζώων να ακολουθούν εκπεφρασμένες εντολές, να εκφράζουν την εκάστοτε συναισθηματική τους κατάσταση, να επικοινωνούν μεταξύ τους, ακόμα και να συνεργάζονται, όπως ήταν φανερό, για έναν κοινό στόχο. Όλα αυτά –υποστηρίχθηκε– θα μπορούσε να ερμηνευτούν σε μια “μηχανική βάση”, [...], δηλαδή μέσω της λειτουργίας των φυσιολογικών μηχανισμών, με βάση τους οποίους μπορούσε κανείς να προσδιορίσει τις ιδιότητες των αντανακλαστικών, της υποκατάστασης και ενίσχυσης, του συνειρσμού και ούτω καθεξής. Τα ζώα δε στερούνται κατάλληλων οργάνων επικοινωνίας ούτε είναι απλώς κατώτερα σε κάποια κλίμακα “γενικής νοημοσύνης”. Στην πραγματικότητα, όπως ο ίδιος ο Καρτέσιος πολύ σωστά παρατήρησε, η γλώσσα συνιστά ιδιαίτερο κτήμα του ανθρώπινου είδους και ακόμα και σε κατώτερα επίπεδα νοημοσύνης, σε παθολογικά επίπεδα, βρίσκουμε γνώση της γλώσσας εντελώς ανέφικτη για έναν πίθηκο που μπορεί, κατά τα άλλα, να υπερέχει ενός ανθρώπου χαμηλής νοημοσύνης στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και σε όποια άλλη προσαρμοστική συμπεριφορά. [...] Στα ζώα λείπει ένα βασικό στοιχείο –υποστήριζε ο Καρτέσιος–, όπως λείπει ακόμα και στο πιο σύνθετο αυτόματο που αναπτύσσει τις “νοητικές δομές” του εξολοκλήρου με βάση την υποκατάσταση και το συνειρμό, δηλαδή ο δεύτερος τύπος νοημοσύνης του Huarte, η γενετική ικανότητα που αποκαλύπτεται στη φυσιολογική χρήση της γλώσσας από τον άνθρωπο ως ελεύθερου οργάνου της σκέψης».

Και σε ένα άλλο σημείο του ως άνω έργου του, ο Τσόμσκι σημειώνει τα παρακάτω: «Με βάση τα όσα γνωρίζουμε, η κατοχή της ανθρώπινης γλώσσας σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο τύπο νοητικής οργάνωσης και όχι απλώς με έναν υψηλότερο βαθμό νοημοσύνης. Δε φαίνεται να υπάρχει καμιά ουσία στην άποψη ότι η ανθρώπινη γλώσσα είναι απλώς μια πιο πολύπλοκη εκδοχή εκείνου που εντοπίζεται αλλού στον κόσμο των ζώων. Αυτό θέτει ένα πρόβλημα για το βιολόγο, αφού, αν ισχύει, αποτελεί ένα παράδειγμα πραγματικής “ανάδυσης” – της εμφάνισης ενός ποιοτικά διαφορετικού φαινομένου σε ένα συγκεκριμένο στάδιο πολυπλοκότητας της οργάνωσης. Η παραδοχή αυτού ακριβώς του γεγονότος, αν και διατυπωμένο με εντελώς διαφορετικούς όρους, ώθησε μεγάλο μέρος της κλασικής μελέτης της γλώσσας από εκείνους των οποίων το πρωταρχικό ενδιαφέρον ήταν η φύση του νου. Και θεωρώ ότι σήμερα δεν υπάρχει καλύτερος ή πιο ελπιδοφόρος τρόπος διερεύνησης των ουσιωδών και διακριτών ιδιοτήτων της ανθρώπινης νοημοσύνης από τη λεπτομερή εξέταση της δομής αυτού του μοναδικού ανθρώπινου κτήματος».

Πού όμως εδρεύει η γλώσσα μέσα στον εγκέφαλο του ανθρώπου; Το 1861 ο Γάλλος γιατρός, ανατόμος και ανθρωπολόγος Πιερ Πολ Μπροκά (Pierre Paul Broca), μετά από έρευνές του στον μετωπιαίο λοβό του ανθρώπινου εγκεφάλου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα συσχετίζεται με την αριστερά πλευρά του εγκεφάλου. Σε μια επιστημονική συνάντηση στο Παρίσι ανέφερε σαφώς ότι μιλάμε με το αριστερό ημισφαίριο. Βάσισε, δε, το εύρημά του αυτό στην παρατήρηση ότι η βλάβη στο πρόσθιο μέρος του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου (που σήμερα ονομάζεται «περιοχή Μπροκά») οδηγεί σε απώλεια της δυνατότητας ομιλίας, ενώ αντίθετα η βλάβη στη δεξιά πλευρά δεν έχει τέτοιες συνέπειες. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1874, ο Γερμανός νευρολόγος και ψυχίατρος Καρλ Βέρνικε (Carl Wernicke) παρουσίασε μία ανακοίνωση, στην οποία περιέγραφε ότι βλάβη στο οπίσθιο μέρος του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου (η γνωστή πια ως «περιοχή Βέρνικε») είναι ικανή να προκαλέσει μείζονα εξασθένηση της γλωσσικής κατανόησης, καθώς και ομιλία που, ενώ παρουσιάζει φυσικό ρυθμό στην ακοή και σχετικά ομαλή σύνταξη, είναι στο μεγαλύτερό της μέρος άνευ σημασίας.

Στη σημασία που έχει το αριστερό ημισφαίριο του ανθρώπινου εγκεφάλου για την ανάπτυξη της γλώσσας αναφέρεται ο Τζον Λάιονς στο σύγγραμμά του «Εισαγωγή στη γλωσσολογία» (γνήσιος τίτλος στα αγγλικά: “Language and Linguistics”), όπου ανάμεσα σε άλλα διαβάζουμε: «...είναι γνωστό ότι υπάρχει μια ειδική σχέση (για όλους όσοι είναι δεξιόχειρες και για τους περισσότερους, αλλά όχι όλους, αριστερόχειρες) ανάμεσα στη γλώσσα και το αριστερό ημισφαίριο, τέτοια που, μιλώντας πολύ γενικά, να μπορούμε να πούμε ότι (για τους περισσότερους ανθρώπους) η γλώσσα ελέγχεται από το αριστερό ημισφαίριο. Η διαδικασία με την οποία ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου ειδικεύεται στην επιτέλεση συγκεκριμένων λειτουργιών είναι γνωστή ως ημισφαιρική εξειδίκευση ή πλευρικοποίηση. [...] Η διαδικασία της ημισφαιρικής εξειδίκευσης ολοκληρώνεται με τη βιολογική ωρίμανση, με την έννοια ότι, παρ’ όλο που είναι γενετικά προγραμματισμένη, χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί. Υπάρχουν φυσικά πολλές διαδικασίες ωρίμανσης αυτού του είδους στη βιολογική ανάπτυξη όλων των ειδών. Η ημισφαιρική εξειδίκευση φαίνεται να είναι χαρακτηριστική για τα ανθρώπινα όντα. Γενικά, θεωρείται ότι αρχίζει όταν το παιδί είναι σχεδόν δύο χρονών και ολοκληρώνεται σε κάποια φάση ανάμεσα στην ηλικία των πέντε και στην αρχή της εφηβείας. Η ημισφαιρική εξειδίκευση για τη γλώσσα δεν είναι το μόνο είδος λειτουργικής εξειδίκευσης που εμφανίζεται στα ανθρώπινα όντα σε σχέση με το ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου παρά με το άλλο. Επιπλέον, η ημισφαιρική εξειδίκευση γενικά θεωρείται συνήθως μια εξελικτική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ανώτερης νοημοσύνης του ανθρώπου. Είναι, τέλος, μια ευρέως διαδεδομένη άποψη σήμερα ότι η ημισφαιρική εξειδίκευση είναι μια προϋπόθεση (φυλογενετικά και οντογενετικά) της απόκτησης της γλώσσας».

Ο καθηγητής Φυσιολογίας, του Τμήματος Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, Ηλίας Κούβελας, στην εισήγησή του με τίτλο «Βιολογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας» (περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας») αναφέρει τα εξής αξιοσημείωτα: «...το 1861, ο Γάλλος νευρολόγος Πιέρ Πώλ Μπροκά περιέγραψε την περίπτωση ενός ασθενούς ο οποίος μπορούσε να καταλαβαίνει τη γλώσσα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο ασθενής δεν είχε κάποια διαταραχή στους μυς της γλώσσας ή του στόματος ή στις φωνητικές χορδές που να δικαιολογεί την αδυναμία του. Στην πραγματικότητα, μπορούσε να προφέρει μεμονωμένες λέξεις ή να τραγουδάει μια απλή μελωδία, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει με γραμματικά σωστές φράσεις ή να εκφράσει τις ιδέες του με γραπτό λόγο. Ο ασθενής πέθανε σε λίγα χρόνια. Στη νεκροτομική έρευνα, που πραγματοποίησε ο ίδιος ο Μπροκά, διαπιστώθηκε καταστροφή μιας περιοχής που βρίσκεται στο πίσω μέρος του αριστερού μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου. Η διαπίστωση έκανε τον Μπροκά να διατυπώσει το 1864 μια από τις πλέον βασικές αρχές της λειτουργίας του εγκεφάλου: “Μιλάμε με το αριστερό ημισφαίριο”. Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και δεν χρειάστηκε να περάσουν αιώνες αλλά μόνον λίγα χρόνια για να γίνει το επόμενο σημαντικό βήμα. Έτσι, το 1876, ο Καρλ Βέρνικε περιγράφει έναν άλλο ασθενή, ο οποίος μπορούσε μεν να μιλήσει, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τα εκφραζόμενα με τη γλώσσα νοήματα. Η βλάβη στον ασθενή εντοπίστηκε σε μια άλλη περιοχή του αριστερού επίσης ημισφαιρίου. Η αρχική υπόθεση των Μπροκά και Βέρνικε ότι το αριστερό ημισφαίριο παίζει κεντρικό ρόλο στην ερμηνεία και παραγωγή της προφορικής και γραπτής γλώσσας κυριολεκτικά άντεξε στον χρόνο. Επιβεβαιώθηκε δε από τις πλέον σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης, όπου μπορούμε, με έγχρωμες εικόνες, να δούμε σε οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, τις διάφορες περιοχές του εγκεφάλου να λειτουργούν την ώρα που σκεφτόμαστε, μιλάμε ή γράφουμε».

Για το ίδιο ζήτημα, ο γνωστός καθηγητής μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Ρότζερ Πένροουζ (Roger Penrose), στο βιβλίο του, “The Emperor’s New Mind”, επισήμανε τα εξής: «Ο λόγος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή συνήθως θεωρείται αποκλειστικό προνόμιο της ανθρώπινης νοημοσύνης. Κατά παράξενο τρόπο τα κέντρα του λόγου βρίσκονται (στη συντριπτική πλειοψηφία των δεξιόχειρων ανθρώπων, καθώς και στους περισσότερους αριστερόχειρες) κυρίως στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου. Οι κύριες περιοχές τους είναι η περιοχή του Broca, που βρίσκεται στο κάτω οπίσθιο τμήμα του μετωπιαίου λοβού, και η περιοχή του Wernicke, μέσα και γύρω από το άνω οπίσθιο τμήμα του κροταφικού λοβού. Η περιοχή του Broca σχετίζεται με την εκπομπή του λόγου και η περιοχή του Wernicke με την κατανόηση του λόγου. Αν υποστεί κάποια βλάβη η περιοχή του Broca, προκύπτουν προβλήματα στην έκφραση χωρίς διαταραχές στην κατανόηση, ενώ αν υποστεί κάποια βλάβη η περιοχή του Wernicke η ομιλία είναι αβίαστη, αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Μια δέσμη από νεύρα που αποκαλείται τοξοειδές δίκτυο συνδέει τις δύο περιοχές. Η καταστροφή της δεν διαταράσσει την κατανόηση ή την έκφραση του λόγου, αλλά καθιστά αδύνατη τη λεκτική διατύπωση των όσων αντιλαμβάνεται κανείς».

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα αναμφίβολα αναπτύχθηκε από κοινού με την ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου, ίσως σταδιακά, ίσως πάλι και με κάποιο γιγαντιαίο άλμα που έλαβε πιθανότατα χώρα στο μακρινό παρελθόν. Έρευνες γλωσσολόγων, αλλά και βιολόγων και νευρολόγων, υποστηρίζουν αυτή τη θέση, καθώς και ότι από την αρχή της εμφάνισής του στον πλανήτη το ανθρώπινο ον ήταν γενετικά εξοπλισμένο να μάθει τη γλώσσα. Μελέτες που σχετίζονται με την εξελικτική ανάπτυξη του εγκεφάλου μάς παρέχουν τεκμήρια σχετικά με την ύπαρξη φυσιολογικών και ανατομικών προϋποθέσεων στον άνθρωπο για την ανάπτυξη της γλώσσας.


Γλώσσα και μαθηματικά


«Η γλωσσολογία μού φαίνεται σαν ένα γεωμετρικό σύστημα... Η γλώσσα είναι μία άλγεβρα με σύνθετους μόνο όρους». Αυτά έγραφε, εν έτει 1911, ανάμεσα σε άλλα, ο Φερντινάντ ντε Σωσσύρ, σε επιστολή του προς τον φιλόλογο και συγγραφέα Λεοπόλντ Γκοτιέ, τονίζοντας την άμεση και αθέλητη σύνδεση μεταξύ γλώσσας και μαθηματικών. Πράγματι, πρόκειται για μία προαιώνια, θα έλεγε κανείς, σχέση· το επιβάλλει η ίδια η φυσιολογία του ανθρώπου, εφ’ όσον η λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου έχει εκ φύσεως μαθηματική οργάνωση (αμφότερα, γλώσσα και μαθηματικά, ελέγχονται από το αριστερό τμήμα του εγκεφάλου).

Ήδη από την απώτατη αρχαιότητα, ο Ινδός γραμματικός και λόγιος Πάνινι (έζησε κάπου μεταξύ 6ου και 4ου αι. π.Χ., αν και κάποιοι μεταθέτουν την ύπαρξή του ακόμη και πίσω στον 8ο αι. π.Χ.), δημιουργός της πρώτης οργανωμένης γραμματικής του ασιατικού χώρου, της περίφημης “Astadhyani” («Τα Οκτώ Βιβλία»), έκανε χρήση μαθηματικοποιημένων δομών στο έργο του. Συνειδητοποιώντας ότι κάθε γλωσσικό σύστημα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μία αναπτυγμένη μαθηματική δομή, θεμελίωσε την “Astadhyani” πάνω σε 3.957 συνολικά κανόνες, οι οποίοι ακολουθούν αυστηρή αλληλουχία: ήτοι, για να προχωρήσεις σε κάποιον κανόνα θα πρέπει πρώτα να έχεις αφομοιώσει όλους τους προηγούμενους. Εξ’ ού και σύγχρονοι γλωσσολόγοι σύγκριναν το σύστημα ανάλυσης της σανσκριτικής γλώσσας του Πάνινι με την Ευκλίδεια γεωμετρία, ενώ η όλη δομή της γραμματικής του θεωρείται πως ομοιάζει με τις σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού στην πληροφορική.

Ο Νόαμ Τσόμσκι έθεσε τη σχέση γλώσσας - μαθηματικών σε πιο στέρεη επιστημονική βάση. Το μοντέλο ανάλυσης των γλωσσών, στο οποίο προέβη, αποτελεί στην ουσία ένα πρότυπο περιγραφής και ερμηνείας κάθε φυσικής γλώσσας μέσα από ένα πλέγμα μαθηματικών σχέσεων: είναι το γενετικό-μετασχηματιστικό μοντέλο, όπως έμεινε γνωστό στην ιστορία της γλωσσολογίας. Θεμέλιος λίθος αυτής της θεωρίας είναι η θέση, ότι η μαθηματική ικανότητα αναπτύχθηκε στο διάβα του χρόνου παράλληλα και ως παρακλάδι της γλωσσικής ικανότητας. Άρα, υφίσταται μία «γονιδιωματική» -θα έλεγε κανείς- συνεργασία, ήδη από τα βάθη των αιώνων, ανάμεσα στη γλώσσα και τα μαθηματικά.

Ένας άλλος ισχυρός οπωσδήποτε δεσμός ανάμεσα στις δύο έννοιες, γλώσσας και μαθηματικών, είναι ότι και οι δύο μπορούν να νοηθούν ως σημειωτικά συστήματα: δηλαδή, ως συστήματα εννοιών, αλλά και ως συστήματα για την κατασκευή νοημάτων. Η σημειωτική, βέβαια (ή σημειολογία, όπως ονομαζόταν παλαιότερα), είναι η επιστήμη που μελετά τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συμβολικών συστημάτων στο σύνολό τους. Συνεπώς, πρέπει να αναζητηθεί η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον μαθηματικό συμβολισμό και τη γλωσσική δομή. Και εδώ, το κρίσιμο σημείο είναι οι τυχόν συγκρούσεις που προκύπτουν μεταξύ της φυσικής γλώσσας του ατόμου και του μαθηματικού συμβολισμού που έχει κατασκευαστεί για να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ανάγκες.

Έχουμε, λοιπόν, μία διαλεκτική σχέση/σύνθεση: κάτι που είναι εμφανές, όταν εξετάζονται δίπολα αντίστροφων διαδικασιών, που αντιμάχονται μεταξύ τους διαρκώς και απεριόριστες φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που έχει άμεση αντανάκλαση τόσο στη γλώσσα όσο και στα μαθηματικά, είναι το δίπολο «γινόμενο - πηλίκο». Στο έργο της, «Γλώσσα και μαθηματικά πρότυπα», η καθηγήτρια εφαρμοσμένης γλωσσολογίας Πηνελόπη Καμπάκη-Βουγιουκλή σημειώνει τα εξής αξιοπρόσεκτα:

«Το καρτεσιανό γινόμενο, από το όνομα του Γάλλου ορθολογιστή φιλοσόφου Καρτέσιου (René Descartes, 1596-1650) ο οποίος το εισήγαγε και, κυρίως, το ανέδειξε, είναι μία απλή διαδικασία κατασκευής η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορες παραλλαγές και σε διαφορετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, στη γραφή της γλώσσας απαιτείται η επιλογή των συμβόλων-γραμμάτων, δηλαδή η αλφαβήτα, η οποία επιλογή είναι μεν αυθαίρετη αλλά απαραίτητη προκειμένου να γίνει δυνατή η έκφραση της γλώσσας και του πολιτισμού, με ένα τρόπο ορατό και αντιληπτό. Το καρτεσιανό γινόμενο στηρίζεται στη διάταξη, δηλαδή στη διαδοχική παράθεση των γραμμάτων, χωρίς τη δυνατότητα ελεύθερης αντιμετάθεσής τους. [...] Πέρα από τη χρήση του στα γράμματα, έχουμε και τη χρήση του καρτεσιανού γινομένου στην παράθεση των λέξεων για τη δημιουργία προτάσεων, δηλαδή μιλάμε για μία ακόμη εφαρμογή του, σε άλλο επίπεδο. [...]

...η αντίστροφη διαδικασία του καρτεσιανού γινομένου είναι η διαδικασία του πηλίκου. Με άλλα λόγια είναι η προσπάθεια του “συμμαζέματος” [...]. Στα μαθηματικά, πηλίκο σημαίνει μία διαμέριση ή έναν χωρισμό του συνόλου που έχουμε, έτσι ώστε τα ομαδοποιημένα σύνολά μας να συμπεριφέρονται με ανάλογο ομοιόμορφο τρόπο. [...] ...η αέναη εναλλαγή πηλίκων και γινομένων αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε φυσικής γλώσσας».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα όσα ανέφερε σε εισήγησή του σε επιστημονικό συνέδριο, ο λέκτορας της Ιστορίας των Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών, Ευτύχης Παπαδοπετράκης (τίτλος της εισήγησης: «Οι απαρχές του μαθηματικού λόγου», βλ. στον συλλογικό τόμο «Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας»). Από εκεί αντιγράφουμε τα κάτωθι χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Η γλώσσα που χρησιμοποιείται από τη μαθηματική επιστήμη είναι η μαθηματική γλώσσα [...]. ...η γλώσσα αυτή εμφανίζεται δομημένη με τη συγκρότηση των μαθηματικών ως αξιωματικοποιημένη παραγωγική επιστήμη, συγκροτείται σε δύο γλωσσολογικά επίπεδα: Το μαθηματικό, στο οποίο βρίσκονται οι εκφράσεις οι οποίες αναφέρονται αυστηρά στο σύμπαν των μαθηματικών αντικειμένων, και το επιμαθηματικό, στο οποίο βρίσκονται οι φράσεις οι οποίες παρέχουν όλες τις άλλες, απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου, πληροφορίες, όπως σημασιολογικές, μεθοδολογικές, ιστορικές κ.λπ. [...] Η τυπική μαθηματική γλώσσα είναι εφοδιασμένη με ένα πεπερασμένο αλφάβητο ατομικού τύπου, και με τυπικούς (αναδρομικούς) συντακτικούς κανόνες. Ως προς αυτές τις δύο πλευρές, η τυπική μαθηματική γλώσσα μπορεί να περιγραφεί από μια γραμματική τύπου Chomsky (γενετική χωρίς μετασχηματιστικούς κανόνες). Από τη σκοπιά αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά των τεχνητών γλωσσών, όμως ιστορικά έχει προέλθει από τις φυσικές γλώσσες, τυποποιεί (μεταφράζει) μόνο το κομμάτι εκείνο της μαθηματικής γλώσσας το οποίο βρίσκεται στο μαθηματικό επίπεδο, και χρησιμοποιείται για άμεση ή έμμεση διανθρώπινη επικοινωνία. Για τους λόγους αυτούς την ταξινομούμε στις φυσικές γλώσσες».

Μία κομβικής σημασίας παράμετρο, στο θέμα της επιστήμης ή φιλοσοφίας των μαθηματικών, έθιξε στο πλαίσιο του ιδίου ως άνω συνεδρίου ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, Κωνσταντίνος Δρόσος, στην εισήγησή του με τίτλο «Μαθηματικά και γλώσσα» (βλ. στον ίδιο συλλογικό τόμο, «Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας»). Ακολουθούν και από αυτή την εισήγηση κάποια ενδεικτικά σημεία:

«Πολύς κόσμος, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες μαθηματικοί, έχουν εκθειάσει τη “βεβαιότητα”, την “ακρίβεια” και την “αυστηρότητα” των μαθηματικών. Έτσι, λοιπόν, οι περισσότεροι όταν λένε μαθηματικά εννοούν αποκλειστικά τα δίτιμα μαθηματικά, όπου οι προτάσεις παίρνουν μόνον δύο τιμές αλήθειας, εννοούν μαθηματικά που δεν επιδέχονται καμιά αμφιβολία, δεν εμπεριέχουν ασάφειες και λάθη κ.λπ. Αυτή η απόλυτη αντίληψη για τα μαθηματικά υπάρχει, και είναι αυτή που εκφράζεται, ως πλατωνικά-καντοριανά μαθηματικά. [...] Οι σύγχρονες τάσεις στη φιλοσοφία των μαθηματικών, περιστρέφονται γύρω από έναν μη καντοριανό ρεαλισμό που στην ουσία συμπίπτει με την παρατήρηση του απόλυτου καντοριανού σύμπαντος από ένα τοπικό συνηθισμένο παρατηρητή [...]. Η θέαση του απόλυτου μαθηματικού σύμπαντος από έναν τοπικό παρατηρητή, στην ουσία, αντιστοιχεί σε ένα ουσιαστικό μετασχηματισμό του απόλυτου σύμπαντος σε ένα μη καντοριανό σύμπαν που βασίζεται πάνω σε “αόριστα” και “ασαφή” αντικείμενα, η δε λογική που επικρατεί είναι “πλειότιμη”, “ασαφής” κ.λπ. Αυτή η μη καντοριανή πραγματικότητα, είναι πολύ κοντά με μια όψη της φυσικής πραγματικότητας, η δε λογική και γλώσσα πολύ κοντά σε μια όψη της φυσικής γλώσσας εμπλουτισμένης με κάποια μαθηματικά σύμβολα. Έτσι, η ασάφεια και η αοριστία τις οποίες θέλησαν να εξοβελίσουν από τα μαθηματικά, επιστρέφουν πάλι σ’ αυτά και τα μετουσιώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατάλληλα για εφαρμογές, στην πληροφορική [...] και, γενικά, αυτά τα μαθηματικά είναι τα μαθηματικά της μεταβιομηχανικής εποχής. [...] Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το βασικό θέμα των μη καντοριανών μη συμβατικών μαθηματικών είναι ακριβώς ανάλογο, με τη σύνδεση και τον μετασχηματισμό της απόλυτης καντοριανής πλασματικής πραγματικότητας του νου σε αυτήν της μη καντοριανής μη συμβατικής εικονικής πραγματικότητας της οθόνης του υπολογιστή».

Εν κατακλείδι... Δεν μπορεί να είναι διόλου τυχαίο, που τα δύο κύρια μαθησιακά ρεύματα που ακολουθούν τον άνθρωπο σε όλη του την εκπαιδευτική πορεία είναι αφ’ ενός η γλώσσα, δηλ. η φιλολογική τέχνη, και αφ’ ετέρου τα μαθηματικά, δηλ. η επιστήμη των αριθμών. Λόγος και Αριθμός συνυπάρχουν, όντας τα κύρια θεμέλια επί των οποίων στηρίζονται όλοι οι άλλοι τομείς της γνώσης και της μάθησης. Γι’ αυτό, εν τέλει, δεν έχει νόημα το ψευδοδίλημμα που έχει τεθεί εδώ και αιώνες: εάν είναι ο Αριθμός που συμπεριλαμβάνεται στον Λόγο ή εάν συμβαίνει το αντίθετο. Το εντελώς αντίστροφο ισχύει· «λέξεις» και «αριθμοί», αν και ζεύγος αντιθετικό, είναι ταυτόχρονα και ένα συνθετικό δίδυμο. Είναι αμφότερα παράγωγα της σκέψης του Θεού, πνευματικοί καρποί της φύσης. Και πάνω σ’ αυτή την πραγματικότητα στηρίζονται διαχρονικά οι τέχνες και τα γράμματα, με δυο λόγια ό,τι θεωρούμε ως πολιτισμό του ανθρώπου.


Γλώσσα και μουσική


Στον ελληνικό Λόγο, γλώσσα και μουσική νοούνται ως έννοιες αλληλένδετες. Η μουσική δεν ήταν πρωταρχικά παρά ο ήχος που παράγουν τα ουράνια σώματα καθώς περιστρέφονται στον αχανή διαστημικό χώρο· τον ήχο όμως αυτό δεν δύναται να τον συλλάβει η ανθρώπινη ακοή, καθώς πρόκειται για άλλη, ανώτερη συχνότητα. Αυτό το σύνολο ήχων, κατά την πυθαγόρεια αντίληψη, ονομαζόταν «αρμονία των σφαιρών». Άλλωστε, για τον Πυθαγόρα και τους μαθητές της περίφημης Σχολής του, η μουσική ήταν πέρα και πάνω απ’ όλα μία μαθηματική επιστήμη, η ουσία της οποίας ήταν ο αριθμός. Τα δε μαθηματικά θεωρούνταν η γλώσσα των θεών. Αλλά και στη φυσική πραγματικότητα του πλανήτη μας, μέσα στην ίδια τη ζωή: πρώτα δημιουργήθηκε ο ήχος κι έπειτα ο λόγος, από τη στιγμή που είναι αποδεκτό πως πρώτα ανέπνευσε ο άνθρωπος και μετά έβγαλε τον φθόγγο.

Λόγος και μουσική είναι κωδικοποιημένα μηνύματα, τα οποία εκπέμπονται από μία πηγή -δηλαδή, έναν ομιλητή ή ένα μουσικό όργανο-, ως ήχος μέσω του αέρα προς κάποιον δέκτη, με απώτερο σκοπό την επικοινωνία. Ακόμη και σήμερα, η ανθρώπινη ομιλία εμπεριέχει μουσικά στοιχεία, τα οποία σε ορισμένες γλώσσες είναι πιο έντονα από ό,τι σε άλλες. Διάφορες κατά τόπους συνθήκες, όπως π.χ. το κλίμα των ανά τον κόσμο περιοχών, επιδρούν επί της μουσικότητας ή όχι των ξέχωρων γλωσσών. Υπό αυτό το πρίσμα, η συναρμογή των φωνηέντων και των συμφώνων για τη δόμηση των λέξεων σε μία γλώσσα δεν πραγματοποιείται παντού το ίδιο: γλώσσες που αναπτύχθηκαν στη λεγόμενη εύκρατη ζώνη, με το ήπιο κλίμα, ευνοούν στο να υπερτερούν τα φωνήεντα έναντι των συμφώνων, ενώ το αντίθετο συμβαίνει σε περιοχές όπου επικρατούν ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες, με βαρείς χειμώνες, και όπου τα φωνήεντα αποφεύγονται προκειμένου να μην πάθουν ψύξη τα φωνητικά όργανα των κατοίκων.

Η αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε, δίχως αμφιβολία, γλώσσα με πολύ έντονα μουσικά χαρακτηριστικά. Αυτό συνέβαινε, διότι οι Έλληνες ζούσαν σε ένα «ιδανικό», θα μπορούσαμε να πούμε, κλίμα κι έτσι τα μουσικά γνωρίσματα του αρχαίου ελληνικού λόγου διαμόρφωσαν δεδομένη μορφολογία: η κάθε μία αρχαία ελληνική λέξη από μόνη της είχε ένα ιδιαίτερα αντικειμενικό μουσικό σχήμα, το οποίο προέκυπτε από τη συναρμογή των ολιγοτέρων δυνατών αλφαβητικών και μουσικών σημείων. Πρόκειται για τη λεγόμενη ολιγοσημία, δηλ. την οικονομία σημαντικής που παρουσίαζε αναμφίβολα η ελληνική γλώσσα.

Φθάνουμε έτσι στον κύριο πυρήνα αυτού που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τη μουσική ελληνική γλώσσα: στην προσωδία. Προσωδία είναι ο ρυθμός, ο τόνος και ο επιτονισμός της ομιλίας και μπορεί να αντικατοπτρίζει ποικίλα χαρακτηριστικά του ομιλητή, όπως π.χ. τη συναισθηματική του κατάσταση, ή της μορφής του εκφωνήματος (δήλωση, ερώτηση ή εντολή), στοιχεία δηλ. της γλώσσας που δεν κωδικοποιούνται από τη γραμματική ή από την επιλογή του λεξιλογίου. Βάσει της προσωδίας, επομένως, μπορούμε να αξιολογήσουμε και να διαβαθμίσουμε τη μουσικότητα μίας γλώσσας, κατά πόσο μία δεδομένη γλώσσα δηλαδή είναι ρυθμική και αρμονική, ή όχι.

Η προσωδία εμπεριέχει μέσα της τη μελωδικότητα, εφ’ όσον είναι εκ των πραγμάτων ευχάριστη στην ακοή. Υπό αυτή την έννοια, είναι η μελωδία στον λόγο, εκείνη που χαρίζει χρώμα, μουσικότητα και ψυχή. Στο «Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν» του «Ηλίου», τόμος 19ος, διαβάζουμε στο λήμμα «προσωδία» και τα εξής σπουδαία, αναφορικά με τη θέση της προσωδίας στη γλώσσα και τη μουσική:

«Προσωδία εις την αρχαίαν μετρικήν επεκράτησε να καλήται μόνον η ποσότης των συλλαβών κατά την εκφώνησιν, δηλαδή η μακρότης ή η βραχύτης μιας συλλαβής, διάκρισις, η οποία απετέλεσε την βάσιν του μέτρου εις την αρχαίαν Ελληνικήν ποίησιν και εις την Λατινικήν μετά το 240 π.Χ., από του Λιβίου Ανδρονίκου ως και εις την Ινδικήν ποίησιν. Εκ της μεταλλαγής αυτής της φωνής κατά την εκφώνησιν των συλλαβών, που έχουν διάφορον χρόνον, εδημιουργείτο ρυθμικόν συναίσθημα, η σύνθεσις δε των ποιημάτων της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης με βάσιν την ποσότητα των συλλαβών ονομάζεται προσωδιακή ρυθμοποιΐα, διά τούτο και ο λογικός τόνος της λέξεως ουδόλως συμπίπτει, πλην τυχαίων περιπτώσεων, μετά του ρυθμικού τόνου.

Η προσωδία εις την μουσικήν έχει ως βάσιν την σύμπτωσιν των ισχυροτέρων τονιζομένων συλλαβών κάθε φράσεως εμμέτρου ή πεζής προς τους ισχυρούς χρόνους του μουσικού μέτρου και των ασθενεστέρων τονιζομένων ή και ατόνων συλλαβών προς τους ασθενείς χρόνους. Πολλάκις όμως συλλαβή μη τονιζομένη, συμπίπτει προς ισχυρόν χρόνον, όταν η προηγουμένως τονιζομένη συλλαβή λαμβάνη μεγαλυτέραν χρονικήν αξίαν, όταν δε τονιζομένη συλλαβή συμπέση με ασθενή χρόνον, αυτή παρατείνεται εις τον επόμενον ισχυρόν χρόνον. Εις κάθε μουσικήν φράσιν η τελευταία συλλαβή του λόγου και ο τελευταίος μουσικός φθόγγος πρέπει να συμπίπτουν και συνεπώς η στίξις εις τον λόγον πρέπει να συμπίπτη προς τας παύσεις εις την μουσικήν, ο δε τελευταίος φθόγγος μουσικής συγκοπής δεν πρέπει να αντιστοιχή προς την πρώτην συλλαβήν μιας λέξεως».

Ο εκ των κορυφαίων μουσικολόγων του 20ού αιώνα, αείμνηστος Θρασύβουλος Γ. Γεωργιάδης, στο έργο του «Μουσική και γλώσσα», σημείωσε τα παρακάτω πολύ σημαντικά αναφορικά με τις απαρχές της σχέσης μουσικής δομής και γλώσσας στην ελληνική αρχαιότητα: «Για τους αρχαίους Έλληνες η μουσική υπήρχε κυρίως στο στίχο. Ο αρχαίος ελληνικός στίχος ήταν μια γλωσσική και ταυτόχρονα μουσική πραγματικότητα. Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη γλώσσα και τη μουσική, το κοινό τους σημείο, ήταν ο ρυθμός. Ένας δυτοκοευρωπαϊκός, π.χ. ένας γερμανικός, στίχος [...] δεν μπορεί αφ’ εαυτού να καθορίσει απόλυτα τον μουσικό ρυθμό κι αυτό επειδή ο δυτικοευρωπαϊκός στίχος δεν είναι μουσικό, αλλά γλωσσικό δημιούργημα. [...]

Ο αρχαίος ελληνικός στίχος συμπεριφέρεται διαφορετικά. Ο μουσικός ρυθμός περιεχόταν στην ίδια τη γλώσσα, η μουσικορυθμική δομή καθοριζόταν απόλυτα από τη γλώσσα. Δεν υπήρχαν καθόλου περιθώρια για μια αυτοτελή μουσικορυθμική μελοποίηση· τίποτα δεν μπορούσε να προστεθεί ή να διαφοροποιηθεί.

Η αρχαία ελληνική λέξη είχε ένα σταθερό ηχητικό σώμα· είχε μια δική της μουσική θέληση. Χωριστές συλλαβές δεν ήταν δυνατόν ούτε να διασταλούν ούτε να συσταλούν. Μπορούσαν εξαρχής να είναι μακρές ή βραχείες. Ο ομιλών πρέπει να αισθανόταν τις συλλαβές σαν σταθερά, δύσκαμπτα σώματα. Αυτό το σωματοειδές, το αντικειμενοποιημένο στην αρχαία ελληνική γλώσσα αποτελούσε τη μουσική σύσταση του ρυθμού της, κάτι που λείπει από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες. [...]

Όσο κυριαρχούσε το αρχαιοελληνικό μουσικορυθμικό αξίωμα, οι τονισμοί δεν εκτελούνταν δυναμικά, αλλά μελωδικά. [...] Ο αρχαιοελληνικός στίχος ήταν ένα ιδιόμορφο δημιούργημα, για το οποίο δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στη Δύση. Ήταν, αν το θέλετε, μουσική και ποίηση ένα πράγμα, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο κάτι που δεν μπορούσε να διασπαστεί σε μουσική και ποίηση, σε δύο χωριστά συστατικά».

Ο Θρασύβουλος Γεωργιάδης, και πάλι, σε ένα άλλο σύγγραμμά του, με τίτλο «Ελληνικός ρυθμός», είχε παρατηρήσει τα εξής: «Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα δεν κατείχε σαν ιδιαίτερη τέχνη, ούτε κατά διάνοια σημασία παρόμοια με την σημερινή της θέση στη Δύση. Η μουσική τότε βρισκόταν στην κορυφή της αγωγής, ως η προσδιοριστική δύναμη του Ήθους, με τον συνδυασμό γλωσσικής και μουσικορρυθμικής δύναμης».

Πράγματι, στην ελληνική αρχαιότητα η γλώσσα ως αμετάβλητη έννοια και η μουσική ως τέχνη δεν συνυπήρχαν απλώς σε ένα ενιαίο σύνολο· αποτελούσαν, μαζί, μία ενότητα. Και μόνο αρκετά μετά, περί τον 4ο αι. π.Χ., άρχισε μία ιδιότυπη διαδικασία, την οποία μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ως συρρίκνωση του γλωσσικού ηχοσώματος. Η διαδικασία αυτή βρισκόταν, βέβαια, σε αλληλεξάρτηση με τη μεταβολή της κοσμοαντίληψης της αρχαιότητας. Έτσι, η γλώσσα, κάτω απ’ την επίδραση μουσικορυθμικών παραγόντων, γινόταν όλο και πιο αβέβαιη, το δε μουσικό ηχόχρωμα όλο και πιο σκιερό, έως ότου εξαφανίστηκε εντελώς. Προέκυψε κατ’ αυτό τον τρόπο, σταδιακά, η μετάβαση σ’ αυτό που ονομάζουμε πεζός λόγος.

Αλλοίωση, όμως, της γλώσσας σημαίνει ανεπαίσθητα και αλλοίωση της μουσικής. Στο ενδιαφέρον σύγγραμμά της, «Όταν η Γη ωοτοκούσε... την γλώσσα της προσωδίας», η μουσικός Μαρία Σ. Στούπη αναφέρει τα ακόλουθα: «Όπως αλλοιώθηκε η γλώσσα με την πάροδο του χρόνου, αλλοιώθηκε και η αντίληψη πολλών εννοιών. Μαζί με αυτή ακολούθησε και η μουσική γι’ αυτό το δημοτικό τραγούδι διαφέρει σε ήθος. Διότι οι λέξεις άλλαξαν χαρακτήρα, άλλαξαν σύνταξη μέσα στη φράση, μαζί κι ο τονισμός και όλα αυτά άλλαξαν και το ήθος. Το ίδιο συνέβη και με τη βυζαντινή μουσική. Ενώ τα πρώτα ακούσματα οι πρώτοι ύμνοι έχουν χαρακτήρα επηρεασμένο από την αρχαία Ελλάδα, σιγά-σιγά η ζωή των ανθρώπων αλλάζει ροή, λόγω ιστορικών και κοινωνικών αναταράξεων και αποκτά διαφορετικό χαρακτήρα».

Αν και η μουσική, λοιπόν, αποκόπηκε από τον λόγο -τη γλώσσα- και έγινε αυτόνομη μορφή τέχνης, εν τούτοις συνέχισε να παραμένει ενταγμένη μέσα στον λόγο, να μην νοείται έξω από αυτόν. Στο σύγχρονο διεθνές μουσικό αλφάβητο, οι μουσικοί φθόγγοι (νότες) είναι συνολικά 7 (επτά) και έχουν τις εξής ονομασίες: Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι. Οι νότες παριστάνονται με τα φθογγόσημα πάνω σ’ ένα σύστημα 5 παράλληλων γραμμών, το πεντάγραμμο. Τα φθογγόσημα αυτά γράφονται στις γραμμές και στα διαστήματα του πενταγράμμου, η δε θέση του κάθε φθογγόσημου στο πεντάγραμμο δείχνει το ύψος του μουσικού φθόγγου, ενώ το σχήμα δείχνει τη διάρκειά του. Στη βυζαντινή μουσική οι αντίστοιχες νότες της μουσικής ήταν οι αξόλουθες: Πα, Βου, Γα, Δη, Κε, Ζω, Νη...


Γλώσσα και ηλεκτρονικός υπολογιστής


Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες και την «επανάσταση» των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η γλώσσα ήταν αυστηρά μόνο για τους ανθρώπους· ζητήματα όπως αυτό της τεχνητής νοημοσύνης ή της αυτοσυνείδησης στις μηχανές, δεν μπορούσαν να τεθούν καν σε σοβαρή συζήτηση. Όμως με την αχαλίνωτη σχεδόν ανάπτυξη της τεχνολογίας, και ιδιαίτερα της πληροφορικής, άρχισε δειλά-δειλά να γίνεται αντικείμενο διαλόγου, και μάλιστα στο πλαίσιο της επιστήμης της γλωσσολογίας, το θέμα της διάδρασης ανάμεσα στη γλώσσα και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Προέκυψε έτσι αυτό που πλέον είναι γνωστό ως υπολογιστική γλωσσολογία.

Η υπολογιστική γλωσσολογία περιλαμβάνει την ανάλυση των γραπτών κειμένων και του προφορικού λόγου, τη μετάφραση κειμένων και ομιλίας από τη μια γλώσσα στην άλλη, τη χρήση των ανθρώπινων (όχι των υπολογιστικών) γλωσσών για την επικοινωνία μεταξύ των υπολογιστών και των ανθρώπων, καθώς και την προτυποποίηση και τον έλεγχο των γλωσσολογικών θεωριών. Και εδώ, ασφαλώς, ένα θέμα που ανακύπτει άμεσα είναι το εξής: κατά πόσο μία γλώσσα, ας πούμε π.χ. η ελληνική γλώσσα, έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ταχύτατα πληροφορίες στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους; Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν, ότι ειδικά τα ελληνικά είναι η κατ’ εξοχήν γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένα γλωσσικό σύστημα δηλαδή απολύτως συμβατό με την τεχνητή νοημοσύνη, η μοναδική ανθρώπινη γλώσσα που δύναται να χρησιμοποιηθεί από τους πλέον υπερσύγχρονους υπολογιστές νέας γενιάς!

Στο ογκώδες έργο “An Introduction to Language” (ελληνική μετάφραση, ως: «Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας») των Βικτόρια Φρόμκιν, Ρόμπερτ Ρόντμαν και Νίνα Χάιαμς, διαβάζουμε τα εξής σχετικά με το πρόβλημα της σχέσης και της αλληλεπίδρασης γλώσσας - ηλεκτρονικού υπολογιστή:

«Η υπολογιστική γλωσσολογία είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι υπολογιστές μπορούν να επεξεργαστούν τη γλώσσα. Οι υπολογιστές βοηθούν τους μελετητές να αναλύουν τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, να μεταφράζουν από τη μια γλώσσα στην άλλη και να επικοινωνούν σε φυσική γλώσσα με τους ανθρώπους χρήστες τους.

Για να αναλύσει ένα κόρπους, ένα σώμα δεδομένων, ο υπολογιστής μπορεί να διεξαγάγει μια ανάλυση συχνότητας λέξεων και να καταρτίσει ένα συμφραστικό πίνακα, που εντοπίζει λέξεις στο κόρπους και δίνει το άμεσο περικείμενό τους, ή να κάνει συμφραστική ανάλυση, η οποία μετράει πώς η εμφάνιση μιας λέξης επηρεάζει την πιθανότητα εμφάνισης άλλων λέξεων. Οι υπολογιστές είναι επίσης χρήσιμοι στην ανεύρεση πληροφορίας με βάση λέξεις-κλειδιά, στην αυτόματη συνόψιση και στον ορθογραφικό έλεγχο.

Σχεδόν αμέσως αφότου εφευρέθηκαν, οι υπολογιστές χρησιμοποιήθηκαν στη μετάφραση από μια γλώσσα σε μιαν άλλη. Πρόκειται για μια δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, και τα αποτελέσματα συχνά είναι αστεία, καθώς ο υπολογιστής αγωνίζεται να μεταφράσει ένα κείμενο (ή ομιλία) από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο χωρίς την απώλεια της σημασίας ή της γραμματικότητας.

Είτε όταν μεταφράζουν από μια γλώσσα σε μιαν άλλη, είτε όταν επικοινωνούν με ένα ανθρώπινο ον, οι υπολογιστές πρέπει να αντεπεξέρχονται στην αναγνώριση ομιλίας, επεξεργαζόμενοι το σήμα της ομιλίας σε φωνήματα, μορφήματα και λέξεις. Επίσης πρέπει να μπορούν να εκφωνούν το εξαγόμενό τους. Η σύνθεση ομιλίας είναι μια διαδικασία δύο βημάτων κατά την οποία πρώτα το κείμενο μετατρέπεται σε φώνους, και στη συνέχεια οι φώνοι προσομοιάζονται ηλεκτρονικά για να παραχθεί ομιλία.

Η αναγνώριση ομιλίας δε σημαίνει κατανόηση ομιλίας, και η εκφώνηση ενός κειμένου δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο υπολογιστής γνωρίζει τι λέει. Για να καταλάβει και να γεννά ομιλία, ο υπολογιστής πρέπει να επεξεργαστεί φωνήματα, μορφήματα, λέξεις, φράσεις και προτάσεις, και πρέπει να ξέρει τις σημασίες αυτών των μονάδων (εκτός των φωνημάτων). Για την κατανόηση και τη γένεση ομιλίας η υπολογιστική γλωσσολογία περιλαμβάνει τους επιμέρους κλάδους της υπολογιστικής φωνολογίας, της υπολογιστικής μορφολογίας, της υπολογιστικής σύνταξης, της υπολογιστικής σημασιολογίας και της υπολογιστικής πραγματολογίας.

Η υπολογιστική φωνολογία συσχετίζει τα φωνήματα με το ακουστικό σήμα της ομιλίας. Πρόκειται για στατιστική διεργασία, γιατί το ακουστικό σήμα των φωνημάτων ποικίλλει από άτομο σε άτομο, και μπορεί να επηρεαστεί από το θόρυβο. Η υπολογιστική μορφολογία σχετίζεται με τη δομή των λέξεων, που σημαίνει ότι λέει στον υπολογιστή πως η σημασία της λέξης πουλί εφαρμόζεται επίσης στη λέξη πουλιά, η οποία έχει επιπλέον τη σημασία του πληθυντικού. Η υπολογιστική σύνταξη ασχολείται με τις συντακτικές κατηγορίες των λέξεων και με τις μεγαλύτερες συντακτικές μονάδες των φράσεων και των προτάσεων. Επιπρόσθετα, ενδιαφέρεται για την ανάλυση μιας πρότασης στα συστατικά αυτά με σκοπό την κατανόηση της ομιλίας, ή για τη συναρμολόγηση των συστατικών αυτών σε μεγαλύτερες μονάδες για την παραγωγή ομιλίας. Ένας τυπικός μηχανισμός που ονομάζεται δίκτυο μετάβασης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο που αναπαριστά τις ενέργειες της συντακτικής επεξεργασίας.

Αντικείμενο της υπολογιστικής σημασιολογίας είναι η αναπαράσταση της σημασίας μέσα στον υπολογιστή, ή αλλιώς η σημασιακή αναπαράσταση. Για να επικοινωνήσει με ένα άτομο, ο υπολογιστής δημιουργεί μια σημασιακή αναπαράσταση αυτών που του λέει το άτομο, και μια σημασιακή αναπαράσταση αυτών που θέλει να πει ο υπολογιστής με τη σειρά του. Στο περιβάλλον μιας μηχανικής μετάφρασης, ο υπολογιστής παράγει μια σημασιακή αναπαράσταση του εισαγόμενου από τη γλώσσα-πηγή, και εξάγει αυτή τη σημασία στη γλώσσα-στόχο.

Οι σημασιακές αναπαραστάσεις μπορεί να βασίζονται σε λογικές εκφράσεις, περιλαμβάνοντας κατηγορήματα και ορίσματα, σε σημασιακά δίκτυα ή σε άλλους τυπικούς μηχανισμούς για την αναπαράσταση της σημασίας.

Η υπολογιστική πραγματολογία μπορεί να επηρεάσει την κατανόηση ή την απάντηση του υπολογιστή λαμβάνοντας υπόψη τη γνώση που το υπολογιστικό σύστημα διαθέτει σχετικά με τον πραγματικό κόσμο – π.χ. υπάρχει ένα μοναδικό στοιχείο στο περιβάλλον, κι έτσι ο προσδιοριστής το μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο για να γίνει αναφορά σε αυτό.

Οι υπολογιστές μπορούν να προγραμματιστούν για να σχεδιάσουν μοντέλα γραμματικής μιας ανθρώπινης γλώσσας, ελέγχοντας έτσι τη γραμματική γρήγορα και επισταμένα. Οι αρχιτεκτονικές των σύγχρονων υπολογιστών περιλαμβάνουν μηχανές παράλληλης επεξεργασίας, οι οποίες μπορούν να προγραμματιστούν να επεξεργάζονται τη γλώσσα όπως περίπου κάνουν και οι άνθρωποι όταν διεκπεραιώνουν ταυτόχρονα πολλές γλωσσικές δραστηριότητες».

Και μερικά λόγια τώρα για την περίφημη «γλώσσα προγραμματισμού»... Γλώσσα προγραμματισμού λέγεται μια τεχνητή γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο μιας μηχανής, συνήθως ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όπως ακριβώς και οι ανθρώπινες γλώσσες, έτσι και οι διάφορες γλώσσες προγραμματισμού ορίζονται από ένα σύνολο συντακτικών και εννοιολογικών κανόνων, που με τη σειρά τους ορίζουν τη δομή και το νόημα, αντίστοιχα, των προτάσεων της γλώσσας. Πράγματι, κάθε γλώσσα προγραμματισμού έχει το δικό της σύνολο τυπικών προδιαγραφών (ή κανόνων) που αφορούν το συντακτικό, το λεξιλόγιο και το νόημά της. Οι γλώσσες προγραμματισμού χρησιμοποιούνται για να διευκολύνουν την οργάνωση και διαχείριση πληροφοριών, αλλά και για την ακριβή διατύπωση αλγορίθμων [αλγόριθμος: μια πεπερασμένη σειρά ενεργειών, αυστηρά καθορισμένων και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο, που στοχεύουν στην επίλυση ενός προβλήματος].


Θεωρίες για τη γλώσσα


Η γλώσσα αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας για χιλιετίες. Στην αρχαία Ελλάδα δέσποσαν, βασικά, δύο τρόποι σκέψης: α) ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη φύση των πραγμάτων (Πλάτωνας) και β) ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα, τη σκέψη και τη λογική (Αριστοτέλης). Η Αλεξάνδρεια του 3ου αι. π.Χ., με την ανέγερση της μεγάλης βιβλιοθήκης, υπήρξε το πρώτο σπουδαίο κέντρο λογοτεχνικών, φιλοσοφικών και γλωσσικών σπουδών· εδώ μπήκαν τα θεμέλια της έννοιας της γραμματικής (δηλ. της εξονυχιστικής μελέτης της γλώσσας γραπτών κειμένων). Στη ρωμαϊκή περίοδο, οι Λατίνοι γραμματικοί και φιλόσοφοι συνέχισαν επάξια το έργο των Ελλήνων. Αργότερα, στον μεσαίωνα, κυριάρχησε η διδασκαλία της λατινικής γλώσσας, που ήταν και η μόνη αναγνωρισμένη γλώσσα της Εκκλησίας σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη: ο απώτερος σκοπός της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας ήταν πλέον η ανακάλυψη των αρχών βάσει των οποίων μια λέξη ως σημείο συνδεόταν από τη μια μεριά με την ανθρώπινη σκέψη και από την άλλη με το αντικείμενο αναφοράς της. Ενώ ακόμη πιο ύστερα, στην Αναγέννηση, ήρθε ξανά στο προσκήνιο η μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, η δε γραμματική καλλιεργήθηκε πάλι εντατικά ως μέσο κατανόησης των αρχαίων κειμένων.

Στη σύγχρονη εποχή, ειδικά από τον 19ο αιώνα και ύστερα, εμφανίστηκαν διάφορες γλωσσολογικές θεωρίες και προσεγγίσεις. Κι αυτές ακριβώς οι θεωρήσεις αποτελούν το βασικό υλικό που διδάσκεται σήμερα στα διάφορα πανεπιστήμια του κόσμου. Ό,τι παλαιότερο, από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα και λίγο πιο μετά, θεωρείται απλώς ως το «πρόπλασμα» για τις καινούριες θεωρίες που αναπτύχθηκαν. Ακολουθεί ένα σύντομο οδοιπορικό στις θεωρίες αυτές.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εμφανίστηκε η θεωρία του ιστορικισμού, η λεγόμενη ιστορική (ή ιστορικο-συγκριτική) γλωσσολογία. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής ερευνώνται οι κανονικότητες και οι νόμοι που διέπουν την περίφημη «γλωσσική αλλαγή», δηλ. τη μεταβολή της γλώσσας σε οποιοδήποτε επίπεδο (στοιχεία/τεμάχια, δομές, τύπο γλώσσας). Ερευνώνται ακόμη οι συσχετίσεις ανάμεσα στις γλώσσες μέσω της συγκριτικής μεθόδου και η επανασύνθεση παλαιότερων μορφών των γλωσσών. Η εποχή αυτή θεωρείται ότι αρχίζει με το έργο «Για τη γλώσσα και τη σοφία των Ινδών. Συμβολή στην ίδρυση της αρχαιογνωσίας» (“Über die Sprache und Weisheit der Indier. Ein Beitrag zur Begründung der Altertumskunde”) του Γερμανού φιλολόγου και ποιητή Φρίντριχ Σλέγκελ. Ο Σλέγκελ ταύτισε την επιστημονική μελέτη της γλώσσας με την ιστορική, δίνοντας έτσι στη γλωσσολογία έναν εντελώς καινούριο προσανατολισμό: τον θαυμασμό για την πρωτο-γλώσσα, την προσαρμογή της γλωσσολογίας στις μεθόδους των φυσικών επιστημών και την αντίληψη ότι η γλώσσα αποτελεί αυτόνομο (φυσικό) οργανισμό.

Ο δομισμός (ή στρουκτουραλισμός) είναι η γλωσσολογική θεωρία που αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως σύστημα και ερευνά τη γλωσσική δομή, δηλ. τη θέση που καταλαμβάνουν στο σύστημα αυτό τα γλωσσικά στοιχεία, όπως οι γλωσσικοί ήχοι (φθόγγοι), τα μορφήματα, οι λέξεις και οι προτάσεις, καθώς συνάπτουν σχέσεις μεταξύ τους. Η δομική γλωσσολογία, που επικράτησε από τις αρχές του 20ού αιώνα, έχει ως κατ’ εξοχήν εκπρόσωπό της τον Ελβετό γλωσσολόγο Φερντινάντ ντε Σωσσύρ, ο οποίος θεώρησε τη γλωσσική ιστορία ως διαδοχή διαφόρων καταστάσεων ενός γλωσσικού συστήματος και προχώρησε στην ουσιώδη διάκριση ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία της γλώσσας.

Ο Σωσσύρ θεμελίωσε, πάντοτε στο πλαίσιο του δομισμού, τον λεγόμενο ευρωπαϊκό δομισμό, που στηρίζεται πάνω στις ακόλουθες αρχές, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στα σωσσυριανά «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας»: «(1) η γλωσσολογία είναι ο αυτόνομος κλάδος που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη της γλώσσας, δηλαδή την αντικειμενική περιγραφή και ανάλυση του γλωσσικού συστήματος και όχι των υφολογικών, λογοτεχνικών, φιλολογικών χαρακτηριστικών των κειμένων. (2) η γλωσσολογία δεν είναι ρυθμιστική, όπως ακριβώς καμία επιστήμη δεν μπορεί να βασίζεται σε προκαταλήψεις ή υποκειμενικές τοποθετήσεις. (3) πρωταρχικό αντικείμενο μελέτης είναι ο προφορικός λόγος, ο οποίος έχει προτεραιότητα σε σχέση με τον γραπτό, παρά το γεγονός ότι συχνά τα άμεσα διαθέσιμα γλωσσικά δεδομένα είναι σε γραπτή μορφή. (4) η συγχρονική μελέτη της γλώσσας (γλωσσικά στιγμιότυπα σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο) έχει προτεραιότητα σε σχέση με τη διαχρονική (ιστορική μελέτη)» (από το βιβλίο «100 βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία» των καθηγητών Ζωής Γαβριηλίδου, Μαρίας Μητσιάκη και Ασημάκη Φλιάτουρα).

Η άλλη τάση, μέσα στα όρια του δομισμού πάντα, είναι ο αμερικανικός δομισμός (ή περιγραφισμός). Η δομική γλωσσολογία έκανε την εμφάνισή της στην Αμερική με τον Έντουαρντ Σαπίρ, ο οποίος στη δεκαετία του 1920 πραγματοποίησε έρευνες πεδίου για τις γλώσσες των Ινδιάνων, καταγράφοντας πλείστα όχι μόνο γλωσσολογικά, αλλά και ανθρωπολογικά, εθνολογικά και κοινωνιολογικά στοιχεία. Οι βασικές αρχές, πάντως, του αμερικανικού δομισμού εκφράστηκαν από τον γλωσσολόγο Λέοναρντ Μπλούμφιλντ (Leonard Bloomfield), που έδωσε στη γλωσσολογία επιστημονική και αυτόνομη υπόσταση. Για τον Μπλούμφιλντ: «(1) προτεραιότητα έχει η περιγραφή των γλωσσών και όχι η διατύπωση θεωριών ή αφηρημένων εννοιών, όπως σύστημα, γλωσσικό σημείο, παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις (γι’ αυτό και χρησιμοποιείται συχνά ο εναλλακτικός όρος αμερικανικός περιγραφισμός), (2) η γλωσσολογική μελέτη θα πρέπει να επικεντρώνεται στον προφορικό λόγο (εφόσον οι γλώσσες των ιθαγενών ήταν προφορικές) και όχι σε γραπτά αρχεία, (3) η αυστηρά επιστημονική γλωσσολογική ανάλυση δεν μπορεί παρά να εξετάζει πρώτιστα τις γραμματικές δομές, με έμφαση στη φωνολογία και τη μορφοσύνταξη, αλλά όχι στη σημασία που είναι δύσκολο να συστηματοποιηθεί με αντικειμενικά κριτήρια, και επομένως η μελέτη της έπεται και μετατίθεται χρονικά» (το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «100 βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία» των καθηγητών Ζωής Γαβριηλίδου, Μαρίας Μητσιάκη και Ασημάκη Φλιάτουρα).

Η Σχολή της Πράγας θεωρείται ότι διαμόρφωσε μία νέα, σημειωτικά εμπλουτισμένη, θεωρία της επικοινωνίας, εμβαθύνοντας στη σωσσυριανή γλωσσολογία, προχωρώντας παράλληλα σε μια λειτουργική αντιμετώπιση της γλώσσας. Αποτελείτο από Τσέχους και Ρώσους ακαδημαϊκούς από τους τομείς όχι μόνο της γλωσσολογίας, αλλά και της θεωρίας της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής και δραστηριοποιήθηκε λίγο πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν οι: Νικολάι Τρουμπετσκόι, Ρομάν Γιακομπσόν και Βιλέμ Ματέσιους. Οι βασικές αρχές των γλωσσολόγων της Πράγας είναι οι εξής: «(1) γίνεται διάκριση ανάμεσα στη φωνητική (ο φθόγγος ως φυσικό γεγονός) και τη φωνολογία (ο φθόγγος ως στοιχείο ενός λειτουργικού συστήματος), (2) εισάγεται η έννοια των διακριτικών χαρακτηριστικών στη φωνολογία, (3) διατυπώνονται καθολικοί νόμοι που διέπουν τα φωνολογικά συστήματα των γλωσσών του κόσμου και ενισχύεται η τυπολογική προσέγγιση, (4) καταργείται η αυστηρή διάκριση ανάμεσα στη συγχρονία και τη διαχρονία, εφόσον η γλωσσική αλλαγή έχει συστηματικό χαρακτήρα και κάθε στάδιο της γλώσσας περιλαμβάνει ίχνη προηγούμενων σταδίων» (από το: «100 βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία» των Ζωής Γαβριηλίδου, Μαρίας Μητσιάκη και Ασημάκη Φλιάτουρα).

Η γενετική (ή μετασχηματιστική) γραμματική είναι η επόμενη επανάσταση στη γλωσσολογία, που ξεκίνησε το 1957 από το βιβλίο «Συντακτικές δομές» του Αμερικανού γλωσσολόγου Νόαμ Τσόμσκι. Πατώντας (ακόμη) στο έδαφος του δομισμού, ο Τσόμσκι διατύπωσε την εξής ιδέα: ότι είναι εντελώς εσφαλμένη η άποψη ότι μπορούμε να οδηγηθούμε στη γραμματική περιγραφή της γλώσσας με βάση ένα κλειστό σώμα υλικού (κόρπους), ακριβώς επειδή το κυριότερο γνώρισμα της ανθρώπινης γλώσσας είναι η δημιουργικότητα. Οι προτάσεις που ακούμε είναι «νέες». Η γραμματική πρέπει να είναι ένας «παραγωγικός μηχανισμός», ο οποίος να μπορεί να παράγει όλες τις προτάσεις μιας γλώσσας (δηλ. ένα άπειρο σύνολο) και μόνο αυτές (δηλ. καμιά αντιγραμματική). Η γλώσσα είναι το σύνολο των προτάσεων που παράγει η γραμματική με επαναληπτικούς κανόνες. Μια άλλη σημαντική καινοτομία είναι η εισαγωγή ενός δεύτερου περιγραφικού επιπέδου, της βαθιάς δομής, η οποία ερμηνεύει καλύτερα τις αμφισημίες και την παθητική σύνταξη. Στο βιβλίο «100 βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία» των Ζωής Γαβριηλίδου, Μαρίας Μητσιάκη και Ασημάκη Φλιάτουρα διαβάζουμε τα εξής: «Ο Chomsky θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική φυσιογνωμία για την επιστήμη της γλωσσολογίας και η ακαδημαϊκή προσωπικότητα με τις περισσότερες ετεροαναφορές σε παγκόσμιο επίπεδο, μαζί με άλλες προσωπικότητες, όπως ο Αριστοτέλης, ο Freud, ο Marx κ.ά. Συχνά, μάλιστα, αναφερόμαστε στο γλωσσολογικό πρόγραμμα του Chomsky με τον όρο “η τσομσκιανή επανάσταση”, λαμβάνοντας υπόψη ότι μετατράπηκε σε ένα πνευματικό κίνημα που αγκάλιασε στους κόλπους του επιστήμονες από διαφορετικά πεδία (νευρολογία, ψυχολογία, βιολογία, επιστήμη των υπολογιστών, πρόσκτηση της γλώσσας). Παράλληλα, όμως, η τσομσκιανή γλωσσολογία έχει δεχτεί τεράστια κριτική, η οποία εντοπίζεται τόσο στο έμφυτο της γλωσσικής ικανότητας όσο και στην ικανότητα μιας τόσο φορμαλιστικής θεωρίας να συλλάβει το γλωσσικό φαινόμενο, ιδιαίτερα, μάλιστα, εφόσον παραγκωνίζει τη γλωσσική πραγμάτωση και τη σημασία».

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει εδώ σε δύο σπουδαίες προσωπικότητες που επηρέασαν, βαθύτερα ίσως από κάθε άλλον, την εξέλιξη της σύγχρονης γλωσσολογίας: στους Σωσσύρ και Τσόμσκι. Τα δε βιβλία «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας» του Φερντινάντ ντε Σωσσύρ (1916) και «Συντακτικές δομές» του Νόαμ Τσόμσκι (1957) είναι, χωρίς αμφιβολία, τα δύο βιβλία γλωσσολογίας που άλλαξαν τις αντιλήψεις του κόσμου για τη γλώσσα. Αξίζει, κατά συνέπεια, να κάνουμε μία σύντομη ειδική αναφορά σε αυτά και στις θεωρίες που αντανακλούν.

Για τη σημασία του έργου του Σωσσύρ, ο μεταφραστής του βιβλίου «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας» στα ελληνικά, Φ. Δ. Αποστολόπουλος, σημειώνει εν έτει 1979 τα εξής στο Προλογικό του Σημείωμα: «Σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μεγάλη προσφορά των Ch. Bally και Alb. Sechehaye, που πήραν την πρωτοβουλία αλλά και την επιστημονική ευθύνη να δώσουν τη μορφή βιβλίου στα Μαθήματα εκείνα του Δασκάλου τους, στηριγμένοι στις σημειώσεις τόσο τις δικές τους όσο και μερικών άλλων συναδέλφων τους. Έτσι, τρία χρόνια ύστερα από το θάνατο του F. de S. κυκλοφόρησε το βιβλίο του, που οι πιο πάνω μαθητές του - εκδότες το τιτλοφόρησαν “Cours de linguistique générale” (1916). Πρόκειται για μια επανάσταση στο χώρο της επιστημονικής γλωσσολογίας· διέσπασε το μαγνητικό πεδίο της γλωσσολογίας ως ιστορικής επιστήμης και την ύψωσε στη θέση της συστηματικής επιστήμης. Η ατομική θεώρηση του γλωσσικού φαινομένου αντικαταστάθηκε από την καθολική θεώρηση. Το σύστημα, ως σύνολο αλληλέγγυων και με αμοιβαίες σχέσεις στοιχείων στην αδιάκοπη λειτουργία τους, αυτό είναι η πραγματικότητα της γλώσσας. Τα “Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας” είναι η αφετηρία της σύγχρονης γλωσσολογίας και ο F. de Saussure ο αδιαμφισβήτητος θεμελιωτής της. “Δεν υπάρχει σήμερα γλωσσολόγος που να μη τού οφείλει κάτι· δεν υπάρχει γενική θεωρία που να μην αναφέρει τ’ όνομά του”, θα υπογραμμίσει αργότερα ο E. Benveniste».

Στο πανεπιστημιακό εγχειρίδιό της, «Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία», η Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton αφιερώνει αρκετό χώρο στο πρώτο σημαντικό έργο της συγκριτικής γλωσσολογίας -όπως το αποκαλεί-, το βιβλίο «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας» του Σωσσύρ. Όπως η ίδια γράφει: «Το βιβλίο αυτό, που δημοσίευσαν οι μαθητές του Saussure μετά το θάνατό του, με βάση τις σημειώσεις από τις παραδόσεις του, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της γλωσσολογικής θεωρίας. Μέσα σε αυτό παρουσιάζονται οι σοβαρές αντιρρήσεις του Saussure απέναντι στην παραδοσιακή γραμματική και θεμελιώνονται οι καινούργιες αρχές της γλωσσικής έρευνας, τις οποίες σε γενικές γραμμές ακολουθούμε μέχρι σήμερα». Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να παραθέσουμε ευθύς αμέσως τα κεντρικότερα σημεία της σωσσυριανής θεωρίας (θεωρίας του δομισμού), μέσα από ενδεικτικά αποσπάσματα των όσων αναγράφονται στο βιβλίο της Φιλιππάκη-Warburton:

«α. Η γλώσσα έχει δομή – Η πρώτη σημαντική στροφή που έκανε ο Saussure ήταν να δει τη γλώσσα όχι σαν εκφραστικό μέσο της λογοτεχνίας ούτε σαν αντικείμενο φιλοσοφικών προβληματισμών αλλά σαν όργανο επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας. Αφού μέσω της γλώσσας επιτυγχάνεται επικοινωνία, η γλώσσα τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική της έκφραση πρέπει να αποτελεί ένα σύστημα. Πρέπει, δηλαδή, τα σημεία και τα σύμβολα που χρησιμοποιεί να λειτουργούν με κανονικότητα και συστηματικότητα. Με τον τρόπο αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα έχει δομή (structure) και ότι ο σκοπός της γλωσσολογικής θεωρίας είναι να αποκαλύψει τη δομή αυτή και να την περιγράψει. [...]

β. Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου – Ο Saussure προβάλλει το επιχείρημα ότι σκοπός της γλωσσολογίας δεν είναι η μελέτη της λογοτεχνίας αλλά ο καθορισμός της φύσης, η ανακάλυψη της δομής του ανθρώπινου φαινόμενου γλώσσα. Η πιο φυσική έκφραση της γλώσσας είναι ο προφορικός και όχι ο γραπτός λόγος, γιαυτό η γλωσσική έρευνα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στον προφορικό λόγο. Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου υποστηρίζεται από τις εξής παρατηρήσεις: α) Ο προφορικός λόγος είναι πολύ προγενέστερος του γραπτού. [...] β) Ο προφορικός λόγος είναι πολύ ευρύτερα διαδεδομένος από τον γραπτό. [...] γ) Το παιδί κατακτά πρώτα τη γλώσσα στην προφορική της μορφή και μόνο αργότερα, κατά τη σχολική θητεία, μαθαίνει τη γραφή. δ) [...] Ο προφορικός [...] λόγος αναπτύσσεται φυσικά... [...] Η γραφή [...] αποτελεί μια επίκτητη ικανότητα αναπαράστασης της προφορικής γλωσσικής έκφρασης. ε) Στις περισσότερες μορφές γραφής, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται βασίζονται σε στοιχεία του προφορικού λόγου.

γ. Η γλωσσολογία είναι επιστήμη περιγραφική και όχι ρυθμιστική [...] Ο Saussure, ως ιστορικοσυγκριτικός γλωσσολόγος, γνωρίζει ότι η γλωσσική αλλαγή δεν είναι προϊόν άγνοιας αλλά φυσική εξέλιξη. Αν τώρα στην αντίληψη αυτή των ιστορικοσυγκριτικών προσθέσομε και την βασική άποψη του Saussure ότι η γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα, θα καταλήξομε στο συμπέρασμα του Saussure ότι σκοπός της γλωσσολογίας είναι να περιγράψει το σύστημα αυτό όπως είναι και όπως λειτουργεί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Με τον τρόπο αυτό, βλέπομε ότι η θέση του Saussure βρίσκεται σε αντίθεση με την τακτική της παραδοσιακής γραμματικής, που προσπαθούσε να διδάξει κάποια μορφή της γλώσσας η οποία έχει εξιδανικευθεί για ποικίλους κοινωνικούς ή αισθητικούς λόγους. Ο γλωσσολόγος περιγράφει αντικειμενικά, δεν ρυθμίζει. [...]

δ. Η γλωσσολογία ενδιαφέρεται και μελετά όλες τις γλώσσες [...] Όσο πιο μεγάλη και πλούσια είναι η ποικιλία των γλωσσών που μελετούμε, τόσο ευρύτερη αλλά και βαθύτερη θα είναι η γνώση που θα συνάγομε για τη φύση και λειτουργία της γλώσσας ως γενικού φαινομένου.

ε. Η γλωσσολογική περιγραφή πρέπει να διακρίνεται σε συγχρονική και διαχρονική [...] Ο Saussure θέτει ότι η γλώσσα λειτουργεί ως σύστημα αυτοτελές σε μια δεδομένη χρονική στιγμή μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα. Ο γλωσσολόγος οφείλει να περιγράψει το σύστημα αυτό και η περιγραφή αυτή λέγεται συγχρονική περιγραφή. Με την πάροδο του χρόνου, η γλώσσα αλλάζει, όπως είναι φυσικό, και το ένα γλωσσικό σύστημα δίνει τη θέση του σε κάποιο νεότερο. Η περιγραφή της αλλαγής από ένα προγενέστερο σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της ίδιας γλώσσας λέγεται διαχρονική περιγραφή. [...]

στ. Γλώσσα (langage) - λόγος (langue) - ομιλία (parole) […] …ο όρος γλώσσα έχει τη γενικότερη εφαρμογή και αναφέρεται σε όλες τις εκφράσεις της γλώσσας. Λόγος είναι το αφηρημένο γλωσσικό σύστημα που κατέχουν από κοινού όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας και που τους επιτρέπει να συνεννοούνται μεταξύ τους. Ομιλία είναι τα δεδομένα της γλωσσικής συμπεριφοράς από συγκεκριμένους ομιλητές σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. [...]

ζ. Το σημαίνον και το σημαινόμενο – Η γλώσσα, ή μάλλον ο λόγος, αποτελείται από ένα σύστημα σημείων. Το σημείο, έτσι όπως το βλέπει ο Saussure, είναι μια σχέση ανάμεσα σε δυο πράγματα, την έννοια, δηλαδή το σημαινόμενο (signifié) και την ακουστική του εικόνα, δηλαδή το σημαίνον (signifiant). [...]

η. Συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις [...] Συνταγματικές είναι οι σχέσεις ενός γλωσσικού στοιχείου με άλλα στοιχεία που προηγούνται ή ακολουθούν μέσα στην ίδια συντακτική ενότητα, λέξη, φράση, πρόταση. Οι σχέσεις αυτές ονομάζονται και σχέσεις εν παρουσία (in presentia) ακριβώς επειδή τα συσχετιζόμενα στοιχεία συνυπάρχουν, συμπαρουσιάζονται στην ίδια ενότητα. [...] Ένα γλωσσικό στοιχείο αναπτύσσει όμως σχέσεις και με άλλα στοιχεία που δεν εμφανίζονται στην ίδια συνταγματική ενότητα αλλά υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Οι σχέσεις αυτές, αντίθετα με τις προηγούμενες, είναι σχέσεις εν απουσία (in absentia) και ονομάζονται παραδειγματικές. [...]

θ. Ο ορισμός των γλωσσικών στοιχείων και κατηγοριών πρέπει να βασίζεται σε τυπικά (formal) (μορφή, κατανομή) και όχι σε σημασιολογικά κριτήρια [...] ο Saussure ξεκινά από τη βασική αρχή ότι η γλώσσα μιας κοινότητας αποτελεί ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη δομή. Η δομή αυτή συνίσταται στα στοιχεία και τις μεταξύ τους σχέσεις. Κάθε στοιχείο αποκομίζει την αξία του (valeur) από τη θέση που έχει μέσα στο όλο σύστημα, θέση που εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής του μορφής. Ακολουθώντας το συλλογισμό αυτό, τα μέρη του λόγου πρέπει να ορίζονται με βάση τα τυπικά, μορφικά τους χαρακτηριστικά. [...]

ι. Η γλωσσολογία είναι επιστήμη αυτόνομη – Μια άλλη συνέπεια της απόρριψης των σημασιολογικών κριτηρίων είναι και το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό η γλωσσική ανάλυση αποκόπτεται από τη φιλοσοφία και γίνεται μια επιστήμη αυτόνομη. Η γλώσσα δεν μελετάται πια ούτε ως λογοτεχνικό ή ρητορικό μέσο αλλά ούτε ως πεδίο έρευνας φιλοσοφικών προβληματισμών.

ια. Τα στοιχεία ενός γλωσσικού συστήματος έχουν σχετική και όχι καθολική ισχύ – Όπως είδαμε, ο ορισμός και η αξία του κάθε γλωσσικού στοιχείου απορρέουν από τα τυπικά του χαρακτηριστικά που το τοποθετούν σε σχέσεις ομοιότητας και διαφοράς με τα άλλα στοιχεία μέσα στο συγκεκριμένο σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι οι ορισμοί των στοιχείων έχουν μόνο σχετική αξία. Ισχύουν μόνο μέσα στη συγκεκριμένη γλώσσα και όχι καθολικά».

Στην ελληνική έκδοση του κλασικού βιβλίου «Συντακτικές δομές» του Νόαμ Τσόμσκι υπάρχει μία εκτενής όσο και εξαιρετική Εισαγωγή, γραμμένη από την καθηγήτρια Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, όπου παρατίθεται διεξοδικά η σκέψη του μεγάλου γλωσσολόγου. Θα έλεγε κανείς ότι είναι, πράγματι, απαραίτητο να αντιγράψουμε προς ενίσχυση του παρόντος κειμένου μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την εν λόγω «Εισαγωγή στις “Συντακτικές δομές” του Noam Chomsky», όπως είναι ο ακριβής τίτλος της:

«Η μονογραφία ΣΔ [Σημ.: «Συντακτικές δομές»] αλλάζει τη γλωσσολογική θεωρία εκ θεμελίων, όπως φαίνεται από την πρώτη κιόλας παράγραφο του βιβλίου. Η πρώτη κίνηση του Chomsky είναι να κατευθύνει το ενδιαφέρον της γλωσσολογίας προς τον ομιλητή. Αυτό γίνεται με δυο τρόπους. Πρώτον, ο Chomsky ορίζει τη γλώσσα όχι ως κόρπους δεδομένων αλλά ως ένα σύνολο προτάσεων που είναι άπειρες τον αριθμό. Η απειρότητα των προτάσεων μιας γλώσσας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε ως ομιλητές και κατανοούμε ως ακροατές συνεχώς νέες προτάσεις τις οποίες δεν έχομε συναντήσει πριν. [...]

Το δεύτερο σημείο που δείχνει, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, τη στροφή του ενδιαφέροντος της θεωρίας προς τον ομιλητή είναι η θέση του Chomsky ότι η γραμματική μιας γλώσσας Γ “θα είναι ένας μηχανισμός που παράγει όλες τις γραμματικές ακολουθίες της Γ και καμιά από τις αντιγραμματικές” και γραμματικές ακολουθίες θεωρούνται αυτές που “είναι αποδεκτές από τον ιθαγενή ομιλητή”, ο οποίος υποθέτομε ότι έχει “διαισθητική γνώση των γραμματικών προτάσεων”. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Chomsky θεωρεί τη γλώσσα αναπόσπαστη από τον άνθρωπο: η εξέτασή της δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη ο ομιλητής. [...]

...ο Chomsky, όπως και οι άλλοι Αμερικανοί δομιστές, υποστηρίζει μια συντακτική περιγραφή αυτόνομη και ανεξάρτητη από τη σημασιολογία. Απομακρύνεται όμως από το δομισμό στους στόχους και τη μεθοδολογία της γλωσσολογικής θεωρίας, όπως και στο είδος των περιγραφικών μηχανισμών. Στόχος της γλωσσολογικής θεωρίας γίνεται η διαμόρφωση μιας γενικής θεωρίας της ΓΛΩΣΣΑΣ, η οποία να εξηγεί την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί, και να αξιολογεί συγκεκριμένες γραμματικές. Στόχος της κάθε γραμματικής είναι να ερμηνεύει την ικανότητα του ομιλητή να παράγει και να κατανοεί άπειρο πλήθος προτάσεων, να ξεχωρίζει τις γραμματικές από τις μη γραμματικές προτάσεις και να έχει διαίσθηση για τις σχέσεις των γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους. [...]

Οι συνέπειες της νέας γλωσσολογικής θεωρίας ήταν και παραμένουν μέχρι σήμερα πολύ σημαντικές τόσο στο χώρο της γλωσσολογίας όσο και στους κλάδους της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Στη φιλοσοφία δίδεται μια καινούρια ερμηνεία στην πλατωνική θέση ότι οι άνθρωποι γεννιούνται εξοπλισμένοι με κάποιου είδους γνώση του περιβάλλοντός τους. Η ψυχολογία απελευθερώνεται από την αυστηρή προσήλωση στη συμπεριφορική θεωρία του Watson. Ιδρύεται μάλιστα και λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία σε πολλά πανεπιστήμια ένας καινούριος κλάδος, η ψυχογλωσσολογία, αποτέλεσμα της νέας κατεύθυνσης της θεωρίας του Chomsky προς την γλωσσική ικανότητα του ομιλητή και την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί. [...]

Οι διάφορες αρκετά δυναμικές αντιδράσεις που εμφανίστηκαν κατά καιρούς εναντίον του Chomsky όχι μόνο δεν ανέκοψαν τη δυναμικότητα της θεωρίας, αλλά μάλλον την ενίσχυσαν αναγκάζοντάς την να γίνει από τη μια πλευρά πιο αυστηρή και πιο σαφής και από την άλλη πιο ευέλικτη, πιο ανοιχτή προς την γλωσσική ποικιλία και λιγότερο αγγλοκεντρική.

Πρέπει να σημειώσομε ότι ακόμη και σήμερα ο Chomsky παραμένει ο ηγέτης και ο ανανεωτής της θεωρίας της οποίας η επίδραση είναι παγκόσμια. Στα πλαίσια της γενετικής μετασχηματιστικής γραμματικής, έχουν μελετηθεί εκατοντάδες γλώσσες, από τις πιο γνωστές ως τις πιο εξωτικές, και οπαδοί της σχολής διδάσκουν σε πανεπιστήμια όχι μόνο της Ευρώπης και της Αμερικής αλλά και της Αφρικής και της Ασίας. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο εσωτερικός δυναμισμός της θεωρίας και η ευρύτατη απήχησή της δεν αναζωογόνησαν μόνο τις γλωσσολογικές μελέτες αλλά τις τοποθέτησαν στο κέντρο των ανθρωπιστικών σπουδών».


Η ελληνική γλώσσα


«Τὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου...» (Οδυσσέας Ελύτης, «Ἄξιον Ἐστί»).

Πιστεύεται ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί μέλος της μεγάλης οικογένειας των «ινδοευρωπαϊκών» γλωσσών, το δε ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από ένα προγενέστερο αλφάβητο που γεννήθηκε στη Μέση Ανατολή, το λεγόμενο «φοινικικό» αλφάβητο.

Τα περί καταγωγής της ελληνικής γλώσσας από κάποια (υποτιθέμενη) πολύ παλαιά κοινή «ινδοευρωπαϊκή γλώσσα», τα θεωρούμε εντελώς ανυπόστατα και αναπόδεικτα· ούτε ένα γραπτό κείμενο της λεγόμενης «ινδοευρωπαϊκής γλώσσας» δεν έχει βρεθεί ποτέ -είτε επιγραφή, είτε ιερογλυφικό, είτε αγγείο-, ενώ επιπροσθέτως δεν έχουμε καμία απολύτως ανθρωπολογική απόδειξη της συγγένειας π.χ. των Ελλήνων με τους λαούς της Ινδικής χερσονήσου. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και περί της πιθανής προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου από κάποιο (υποτιθέμενο επίσης) προγενέστερο μητρικό «φοινικικό αλφάβητο»: είναι δυνατόν το πλούσιο σε φθόγγους ελληνικό αλφάβητο να προήλθε από μία γραφή που αποτελείτο αποκλειστικά από σύμφωνα -ως γνωστόν, το «φοινικικό αλφάβητο» στερείται τελείως φωνηέντων- και, πέραν αυτού, πού είναι επιτέλους τα περίφημα μνημεία πολιτισμού, λογοτεχνικά και άλλα, της δήθεν «φοινικικής γραφής»;

Λέγεται, ότι η λεγόμενη «πρωτοελληνική» γλώσσα, που καλύπτει το διάστημα από το 3000 π.Χ. περίπου έως το 2000 π.Χ., αποτελεί την πρώτη περίοδο της ελληνικής γλώσσας. Είναι η περίοδος -όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της- στο ξεκίνημα της ελληνικής, προτού διασπασθεί σε διαλέκτους, τότε που οι Έλληνες υποτίθεται πως αποσπάσθηκαν από τους λοιπούς «Ινδοευρωπαίους», έζησαν για πολύ διάστημα κάπου στη Βόρεια Ευρώπη και διαμόρφωσαν την πρώτη ελληνική γλώσσα. Κι έτσι -συνεχίζει η εν λόγω θεωρία- με τον καιρό μια σειρά από φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικά και συντακτικά στοιχεία άρχισαν να διαφοροποιούν σιγά-σιγά την «πρωτοελληνική» από την «ινδοευρωπαϊκή» μητέρα γλώσσα... Λείπουν όμως παντελώς τα τεκμήρια εκείνα, ιστορικά, αρχαιολογικά, γλωσσικά και άλλα, που να αποδεικνύουν τα παραπάνω.

Στην πραγματικότητα, η μορφή εκείνη της γλώσσας που αποτελεί την πρώτη μαρτυρημένη φάση των ελληνικών, βάσει πηγών που διασώθηκαν και δεν αμφισβητούνται, είναι η αρχαία ελληνική. Ομιλούνταν κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, δηλ. -κατά τα όσα χρονολογεί ο επιστημονικός κόσμος- από τον 16ο π.Χ. αι. περίπου έως και τον 3ο αι. π.Χ. Υπάρχει, εν τούτοις, η άποψη ότι η μυκηναϊκή (περ. 1600 - 1200 π.Χ.) και η ομηρική γλώσσα (περ. 1200 - 800 π.Χ.) συνιστούν ξεχωριστές υποπεριόδους στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής. Κείμενά της καταγράφονται τόσο με συλλαβικό αλφάβητο, τη λεγόμενη Γραμμική Β΄, όσο και με αλφαβητικό. Ως παλαιότερα αναγνωρισμένα μνημεία της ελληνικής γλώσσας θεωρούνται οι επιγραφές που βρέθηκαν σε πήλινες πινακίδες της κρητομυκηναϊκής περιόδου (μεταξύ 16ου και 13ου αι. π.Χ.), γραμμένες σε Γραμμική Β΄. Από τις πρώτες, δε, μαρτυρίες σε αλφαβητική γραφή αποτελούν οι επιγραφές στο Ποτήρι του Νέστορα και στο Κανάτι της Διπύλου. Η αρχαία ελληνική γράφτηκε με διάφορα είδη αλφαβήτων, σε μεγαλογράμματη γραφή, χωρίς κενά και χωρίς πνεύματα και τόνους. Τα εν λόγω σημάδια εισήχθηκαν πολύ αργότερα από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς, για να αποτυπώσουν στοιχεία της προφοράς υπό αλλαγή ή σε υποχώρηση.

Η δεύτερη μαρτυρημένη φάση της ελληνικής γλώσσας είναι η ελληνιστική κοινή (ή αλεξανδρινή κοινή). Θεωρείται ότι διήρκεσε περίπου από το 300 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., και κατ’ άλλους έως το 600 μ.Χ. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι αποτέλεσε σταθμό για την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς δημιούργησε τη βάση για τη διαμόρφωση της γλώσσας μέχρι τη νέα ελληνική. Παρά τις διάφορες ποικιλίες που δημιουργήθηκαν, αφορά τον σχηματισμό ενός εν γένει ενιαίου γλωσσικού κώδικα ως αποτέλεσμα της αναχώνευσης της αρχαιοελληνικής διαλεκτικής ποικιλίας με βάση την αττική διάλεκτο, που ήταν η διάλεκτος γοήτρου και επικοινωνίας. Όπως αναφέρει, στο κείμενο-εισήγησή του με τίτλο «Η εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας», ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Προμπονάς: «Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα η Αττική διάλεκτος, λόγω της πολιτικής και πνευματικής υπεροχής της πόλεως των Αθηνών, εξετόπισε όλες τις άλλες διαλέκτους στον γραπτό λόγο. Την εποχή αυτή εισέβαλε και στη Μακεδονία και λίγο αργότερα, στα χρόνια του Φιλίππου Β΄, ορίζεται ως η επίσημη γλώσσα του μακεδονικού κράτους. Στη συνέχεια, μέσω των Μακεδόνων, απλώνεται στα πέρατα του κόσμου, ώς το σημερινό Αφγανιστάν, από όπου έχομε επιγραφές σε περίφημο αττικό λόγο. Από την Αττική διάλεκτο ξεπήδησε η Αλεξανδρινή Κοινή» (βλ. στο συλλογικό έργο «Μια πολυεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας»). Προέκυψε, λοιπόν, η ελληνιστική κοινή λόγω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της δημιουργίας των ελληνιστικών βασιλείων και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τη στιγμή που μεγάλοι πληθυσμοί έπρεπε να συνεννοηθούν χρησιμοποιώντας μια επίσημη γλώσσα.

Η μεσαιωνική ελληνική είναι η τρίτη μαρτυρημένη φάση της ελληνικής γλώσσας, που έπεται της ελληνιστικής κοινής και προηγείται της νέας ελληνικής. Εκτείνεται περίπου από τον 4ο αι. μ.Χ., ή κατ’ άλλους από τον 6ο αι. μ.Χ., και φθάνει έως τον 15ο αι. μ.Χ., ή ακόμη και έως τον 17ο ή 18ο αι. μ.Χ. Υποδιαιρείται σε πρώιμη μεσαιωνική (6ος - 11ος αι.) και όψιμη μεσαιωνική (12ος - 15ος αι.). Για την πρώτη περίοδο οι πηγές είναι σαφώς λιγότερες, όπως π.χ. η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Μαλάλα. Η μεσαιωνική έχει γλωσσικά στρώματα, που οφείλονται στη διατήρηση του αττικισμού από τη μια μεριά, στη φυσική εξέλιξη της προφορικής γλώσσας από την άλλη, καθώς και στην επιβολή ως επίσημης γλώσσας άλλοτε της λατινικής και άλλοτε της ελληνικής. Συγκεκριμένα, έχουμε: α) τη δημώδη γλώσσα που εξελίσσεται, την οποία όμως γνωρίζουμε κυρίως από τον 12ο αι. μ.Χ., επειδή τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται συστηματικά ως λογοτεχνική γλώσσα (πβ. το «Χρονικόν του Μορέως»), β) την αττικίζουσα γραπτή γλώσσα των λογίων, η οποία άκμασε την περίοδο των Κομνηνών (πβ. την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής) και γ) τη γλώσσα της Εκκλησίας, επηρεασμένη εν μέρει από τον αττικισμό, που στην ουσία συνεχίζει την ελληνιστική κοινή («γλώσσα των Ευαγγελίων»).

Η νέα ελληνική ξεκινά περίπου κατά τον 16ο αι. μ.Χ. (κατ’ άλλους, από τον 15ο αι. μ.Χ. ή και νωρίτερα) και περιλαμβάνει την πρώιμη νέα ελληνική, τον 16ο - 17ο αι. μ.Χ., και τη σύγχρονη νέα ελληνική, από τον 18ο αιώνα και ύστερα. Καθορίστηκε σημαντικά από το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα» και τη συνεπακόλουθη κοινωνική διγλωσσία. Η σύγχρονη νέα ελληνική γλώσσα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νέα ελληνική, δηλ. την ενιαία επίσημη/πρότυπη ποικιλία του σχολείου και της δημόσιας διοίκησης, που καθιέωρηκε επίσημα από τη δεκαετία του 1970.

Και δυο λόγια για το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα»... Το ζήτημα αυτό αφορά το ιδεολογικό θέμα της επιλογής ως επίσημης γλώσσας ανάμεσα στη δημώδη προφορική γλώσσα του λαού (δημοτική) ή σε μια τεχνητή αρχαιοπρεπή γραπτή μορφή (καθαρεύουσα). Εκκινεί ουσιαστικά στην ελληνιστική περίοδο με τον αττικισμό και τη συνεπακόλουθη σχιζογλωσσία σε λόγια και δημώδη γλώσσα, ενώ αναζωπυρώθηκε και απέκτησε τη σύγχρονη μορφή του πριν την ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Με δυο λόγια, επί αιώνες, η μεν καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα των μορφωμένων και του γραπτού λόγου, η δε δημοτική ήταν η γλώσσα του λαού και του προφορικού λόγου. Τελικά, το 1976 η Πολιτεία αποφάσισε την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας και το «γλωσσικό ζήτημα» έληξε.


302 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page