17.5.2021
Του Λευτέρη Πανούση
Αχ βρε μανούλα, εκεί που είσαι...
Πόση ελπίδα, πόσες προσδοκίες, πόσο μόχθο, πόση αγωνία, πόσα όνειρα δεν χαλάλισες, για να μας φτιάξεις έναν κόσμο καλύτερο. Να μην ζήσουμε ποτέ την πείνα, τον πόλεμο, την τρέλα, τη βία, την αγραμματωσύνη, τη φτώχεια, το φευγιό, την αδικία, που έζησες εσύ στα νιάτα σου και οι γιαγιάδες μας, σε όλη τους τη ζωή.
Και κοίτα τώρα τι έκαμες...
Ο κόσμος μας έγινε τρισχειρότερος! Τα εγγόνια σου όπου φύγει-φύγει και τα όνειρα σου να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο. Τα παιδιά σου να αναζητάμε στα σκουπίδια ένα μισοφαγωμένο σάντουϊτς και γύρω μας να αλυχτάνε αλλόδοξα σκυλιά, έτοιμα να μας καταπιούν, ως τον τελευταίον.
Και το πιο εφιαλτικό; Γερνάμε, μαμά... Ο Ελληνισμός λιγοστεύει κάθε ημέρα! Δεν θα χρειαστούν λένε, παρά λίγες δεκαετίες, για να καταντήσωμε οι θλιβεροί σκλάβοι των λαθροαφεντάδων. Κι εκεί που άλλοτε στεριώνονταν τα θεωρήματα της Ακαδημίας, η στριγγιά φωνή του μουεζίνη θα δοξολογεί το τέλος του Ελληνισμού...
Αχ βρε μαμά... Πόσο καλύτερα ήταν στα δικά σου τα χρόνια και δεν το ήξερες! Ναι, δεν λέω... Υπήρχε φτώχεια. Και πείνα. Κι αδικία πολλή. Θυμάμαι που μου έλεγες ότι οι τσαγγάρηδες πωλούσανε φτηνά, κάτι χάρτινα παπούτσια κι ότι αυτά ήσαν τα μόνα που μπορούσε να σου αγοράσει η γιαγιά. Γι αυτό και όταν έβρεχε, ακύρωνες όλες σου τις εξόδους ή έβγαινες να πας στο μπακάλικο, φορώντας πέδιλα από γουρουνόδερμα, που τα ντρεπόσουν - κοπελίτσα πράγμα. Κι επειδή μια μέρα του Οκτωβρίου, δεν εχτίμησες σωστά τον καιρό, σε έπιασε η βροχή στο Κουκάκι, με τα χάρτινα παπούτσια. Κι ήρθες από το Κουκάκι στου Γκύζη ξυπόλητη...
Ναι, το καταλαβαίνω μαμά. Ήταν πέτρινα τα χρόνια της νιότης σου. Ωστόσο υπήρχε ελπίδα! Και για σένα προσωπικά και για όλους τους Έλληνες. Γιατί το πιο σημαντικό απ' όλα όσα είχατε τότε μαμά, αλλά δεν το είχατε συνειδητοποιήσει, ήταν η γνώση πως, αν είναι να πας εσύ καλά, σημαίνει ότι και όλο το Γένος θα πάει καλά. Αλλιώς, η δυστυχία των Ελλήνων, θα είναι και δυστυχία του καθενός Έλληνα χωριστά. Αυτή λοιπόν η συλλογικότητα μαμά (που ισχύει για όλους τους λαούς του κόσμου), ήταν η πολύτιμη κληρονομιά της γενιάς σου, που όμως τόσο τρομαγμένοι από τις δυσκολίες, την είχατε λησμονήσει. Κι αυτό είναι που λείπει από τη δική μου γενιά κι από τη γενιά των εγγονών σου και γι' αυτό αργοπεθαίνουμε...
Ναι, δεν πωλούνται πλέον χάρτινα παπούτσια μαμά, για να γυρνάμε ξυπόλητοι, όταν βρέχει. Φοράμε όλοι μας κινέζικα σπορτέξ, που τουλάχιστον αντέχουν στην υγρασία. Ωστόσο πωλούνται χάρτινες ψυχές, που είναι έτοιμες να διαλυθούν με την πρώτη μπόρα της ζωής. Και σπεύδουμε να τις αγοράσουμε όλοι, πιστεύοντας ότι και οι ψυχές κατασκευάζονται κάπου στην Κίνα, για να αντικατασταθούν στο άψε-σβύσε, σαν ξυραφάκια μιας χρήσεως. Και στην πρώτη καταιγίδα της κακοτυχιάς, τα παρατάμε και φεύγουμε. Είτε για την Εσπερία, είτε για τα ψυχοφάρμακα. Τι να σου κάμουν άλλωστε, άνθρωποι χωρίς ψυχές;
Δυστυχώς, γερνάμε μαμά... Ο Ελληνισμός έχει καταντήσει μια θλιβερή χώρα γερόντων, που τους ξεσκατίζουν αλλοδαπές τυχοδιώκτισσες. Κι αντί να ξεκινάμε κάθε χάραμα, με τις αξίνες και με τα δρεπάνια, για να κάνουμε να καρπίσει η γη μας, την παραχωρούμε στους μελαμψούς εργάτες κι εμείς πηγαινοερχόμαστε στα νοσοκομεία. Πόση θλίψη μπορεί να γεννάει αυτός ο ετοιμόρροπος Ελληνισμός, διασωληνωμένος στις εντατικές της ιστορίας...
Τώρα θα μου πεις, γιατί σου τα λέγω αυτά, εκεί ψηλά που είσαι - κι ίσως απαλλαγμένη πια από τον πόνο των ζωντανών... Εσύ στο κάτω-κάτω έκαμες το χρέος σου. Όπως το καταλάβαινες βέβαια αλλά πάντως έπραξες κατά συνείδησιν. Μας σπούδασες. Μας καλο-έντυσες. Μας έμαθες ξένες γλώσσες. Μας έμαθες χορούς, γυμναστικές, καράτε και δεν ξέρω 'γω, πόσα άλλα άχρηστα πράγματα και το χειρότερο - έκαμες ότι περνούσε από το χέρι σου, για να μας διορίσεις στο δημόσιο, να έχουμε μιαν άνετη ζωή. Ναι! Έτσι αντιλαμβανόσουνα το χρέος σου και έτσι έκαμες...
Όμως, βλέπεις τώρα μανούλα μου, από εκεί που βρίσκεσαι, πόσο λάθος ήταν όλα αυτά; Γιατί - σωστά... Έκαμες το σκατό σου παξιμάδι, για να μάθουμε γράμματα, να διδαχτούμε επιστήμες, να προκόψουμε πνευματικά. Δεν υπολόγισες όμως, ότι στεγνή η γνώση χωρίς την απαραίτητη ηθική θωράκιση, είναι σαν το ξέσκεπο πηγάδι, που γιομίζει μεν ύδωρ αλλά τίποτα δεν το προστατεύει από τα ψοφίμια. Και ξέρεις μανούλα μου, όταν πέσει το ψοφίμι στο πηγάδι, πάει το νερό.
Και ρίξανε πολλά ψοφίμια στα ξέσκεπα πηγάδια του Ελληνισμού, μανούλα μου. Καθοδηγητές, κομισάριοι, προδότες και απατεώνες, βρήκανε ξέσκεπον από ηθικούς κώδικες τον Ελληνισμό και τον γιομίσανε δηλητήριο. Και κει που εσύ παινευόσουνα ότι τα παιδιά σου, γίνανε δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί και δεν συμμαζεύεται, προέκυψε απλώς μια μάζα βολεψάκηδων, τεμπέληδων, κρατικοδίαιτων, παράσιτων και μη μου άπτου ψυχανώμαλων, που κατάντησαν να γαμιούνται στα πάρκα και στα καφέ με τους λαθροκατακτητές μας - αν δεν αυνανίζονται στα διαδίκτυα.
Ναι, γερνάμε μαμά... Και δεν γερνάμε όμορφα, με τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, να πληθύνονται γύρω μας. Γερνάμε άκληροι και θλιβεροί κοπρόγεροι, στα χέρια επιτήδειων λαθροπορνών, που πλάκωσαν σαν γάγγραινα να ξεζουμίσουν τον Ελληνισμό, από τους τελευταίους του χυμούς, ενώ τα λιγοστά Ελληνόπουλα παίρνουν τον δρόμο του σύγχρονου μεταξιού, για τα αμερικάνικα όνειρα...
Πόσο λάθος έκαμες μανούλα μου, που με φόρτωνες βιβλία και ξένες γλώσσες, αντί να με μάθεις να βαστάω στο ένα χέρι το μολύβι και στο άλλο χέρι την τσάπα. Πόσο έξω έπεσες, όταν περηφανευόσουν που ο γιος σου διδάσκεται τη φοιτητική ραστώνη, αντί να σκληραίνει τις παλάμες του, στην οικοδομή. Και πόσο τραγική ήταν για όλους μας η κατάληξη μιας χίμμαιρας, που μας οδήγησε στον χαμό, ενώ είμαστε βέβαιοι για τον "καλύτερο κόσμο" που προ-ετοιμάζαμε...
Κρίμα, καλή μου μαμά... Γιατί κι εγώ ξέρεις το ίδιο λάθος έκαμα με τα εγγονάκια σου. Και τώρα θρηνώ τη "βαβυλώνια αιχμαλωσία" ενός πρώην σπουδαίου έθνους, που στερήθηκε πια και τους προφήτες του και τους σοφούς τους και τους πολεμιστές του...
Ναι, θα έρθω σύντομα να σε βρω εκεί που είσαι, μαμά... Ωστόσο σκλήρυνε την ψυχή σου για να αντέξεις αυτό που θα ιδείς μπροστά σου - έναν άθλιο γέρο! Αντί για τον πρίγκιπα που νόμισες ότι ανάτρεφες τόσα χρόνια, που ήσουν ακόμα εδώ...
コメント