top of page
  • Εικόνα συγγραφέα.

Αριάδνη, η κόρη της Κρήτης

Φεβρουάριος 2008

Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη


Θρήνος πολύς και οδυρμός στο λιμάνι! Αβάσταχτος ο πόνος για τις μάνες, αμήχανοι και οργισμένοι οι άλλοι συγγενείς, που πενθούσαν προκαταβολικά για τον χαμό των παιδιών τους!... Και τα παιδιά, που ετοιμάζονταν για το ταξίδι στον θάνατο, να προσπαθούν να καταλάβουν το λόγο για τον οποίο θα έφευγαν έτσι άδικα απ’ την ζωή και μάλιστα πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, πάνω στα καλύτερά τους χρόνια... Ήταν τα επτά αγόρια και τα επτά κορίτσια της Αθήνας, που προορίζονταν για τροφή του Μινώταυρου της Κρήτης, φόρος βαρύς που ήταν υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να πληρώνουν οι Αθηναίοι... Φόρος μακάβριος για τα παιδιά της Αθήνας που θυσιάζονταν άδικα και άσκοπα...

Τούτη όμως τη χρονιά κάτι είχε αλλάξει, κάτι ήταν διαφορετικό σε σύγκριση με τις άλλες χρονιές. Μαζί με τους επτά εφήβους και τις επτά νεανίδες ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο πλοίο και ένας ξεχωριστός νέος. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δεν έδειχνε ούτε φόβο, ούτε λύπη. Στέκονταν αλύγιστος μπροστά στα κύματα και αγνάντευε τον ορίζοντα, βαθιά πέρα στη θάλασσα. Ήταν νέος όμορφος, γυμνασμένος, γεροδεμένος, με μάτια γεμάτα φωτιά και οργή, έτοιμος θαρρείς για κάτι μεγάλο, έτοιμος να αλλάξει μια για πάντα τη ροή της ιστορίας, να σταματήσει οριστικά τη ντροπή αυτή για την πατρίδα του!... Ήταν ο γιος του βασιλιά της Αθήνας, ο νέος που καθάρισε τον τόπο από τους τρομερούς ληστές, το καμάρι του πατέρα του, του Αιγέα, ο ένδοξος και θρυλικός Θησέας!

Λίγο πριν το καράβι σαλπάρει κι ενώ τα άμοιρα παιδιά είχαν ήδη επιβιβαστεί για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, ο Θησέας χαιρετούσε τον πατέρα του. Ο βασιλιάς Αιγέας, με δάκρυα στα μάτια, δεν ήταν πολύ σίγουρος αν ο γιος του θα τα κατάφερνε να νικήσει το φοβερό τέρας της Κρήτης, που ευθυνόταν για το χαμό τόσων νέων ανθρώπων. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε κατορθώσει να τα βάλει με τον Μινώταυρο, που ήταν παντοδύναμος και καταβρόχθιζε αχόρταγα τα θύματά του... Πάλευε μέσα του ο Αιγέας. Από τη μία ήταν περήφανος για την απόφαση του γιου του να δοκιμάσει να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να λυτρώσει τα αθηναϊκά σπίτια από την τρομερή συμφορά, κάθε χρόνο να χάνουν τα καλύτερά τους παιδιά, μα απ’ την άλλη ήταν βέβαιος ότι το γιο του, που δεν πρόλαβε να τον χαρεί, δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ ξανά... Γι’ αυτό και θερμή ήταν η παράκλησή του προς τον Θησέα. Σε περίπτωση που νικούσε τον Μινώταυρο, να άλλαζε αμέσως τα μαύρα πανιά του καταραμένου πλοίου και να τα έκανε κάτασπρα, έτσι ώστε στην επιστροφή να καταλάβει ο ίδιος από μακριά ότι ο γιος του τα είχε καταφέρει και ήταν ακόμα ζωντανός!...

Ταξίδεψαν μέρες αρκετές ο Θησέας και οι νέοι του σύντροφοι σε ένα ταξίδι όπου επικρατούσε νεκρική σιωπή. Πικραμένα τα παιδιά όλα, δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο μυαλό τους τόση αδικία, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι χρωστούσαν τα ίδια και πήγαιναν σε τόσο άδικο, μα σίγουρο θάνατο... Αγόρια και κορίτσια, όλα τους γεμάτα πίκρα, έβλεπαν την θάλασσα, τον ουρανό, τ’ αστέρια και διψούσαν ολοένα και πιο πολύ για ζωή, ήθελαν βαθιά μέσα τους αυτός ο εφιάλτης να τελειώσει και να ξανοιχτούν στη ζωή που τους περίμενε μπροστά ανυπόμονα...

Ώσπου έφτασε η μεγάλη ώρα. Το πλοίο άραξε δίπλα στην πανέμορφη γη της Κρήτης, ένα μέρος όμως που έμελλε να γίνει τόπος θυσίας για τα παιδιά της Αθήνας... Οι στρατιώτες του βασιλιά Μίνωα περίμεναν να κατέβουν όλοι οι νέοι και οι νέες, για να τους οδηγήσουν μπροστά στο βασιλιά. Μαζί τους κι ο Θησέας, που με βλέμμα λαμπερό και κορμοστασιά αλύγιστη προχωρούσε προς τα εμπρός, χωρίς ούτε στιγμή να δειλιάσει ή να μετανιώσει για την μεγάλη του απόφαση να παλέψει για τη σωτηρία των παιδιών.

Έφτασαν έτσι μπροστά στο σκληρό βασιλιά. Ο Θησέας πήρε πρώτος τον λόγο. Είπε ότι ήταν ο γιος του βασιλιά της Αθήνας και του ζήτησε να τον αφήσει να δοκιμάσει να τα βάλει με τον Μινώταυρο, μήπως και μπορέσει να τον σκοτώσει και λυτρώσει την πόλη του από τον βαρύ φόρο αίματος που του έδινε κάθε χρόνο!... Γέλια ειρωνικά και βαριά τράνταξαν την αίθουσα του θρόνου! Ο Μίνωας δεν ήξερε αν έπρεπε να διασκεδάσει με τον αφελή, όπως πίστευε, νέο ή να θυμώσει με το θράσος του να τα βάλει – ακούς εκεί! – με τον αήττητο Μινώταυρο ποιος, ένας νέος που αποκλείεται να είχε την παραμικρή δύναμη μπροστά στο δυνατότερο τέρας του κόσμου!... Παρ’ όλα αυτά τελικά δέχτηκε. Γιατί όχι, αφού δε λυπόταν τη ζωή του, ε, ας δοκίμαζε μήπως και γίνει καλή τροφή στα δόντια του Μινώταυρου, που ήταν πια πεινασμένος για σάρκα ανθρώπινη, αφού παρέμενε νηστικός για αρκετό καιρό!... Ναι, δεν πίστευε ο Μίνωας ότι ο Θησέας είχε την παραμικρή πιθανότητα να νικήσει τον Μινώταυρο, ήταν αδιανόητο τότε να το πιστέψει κανείς θνητός αυτό το πράγμα...

Όλη την ώρα της συνομιλίας του Θησέα με τον βασιλιά Μίνωα, δίπλα στον πατέρα της στέκονταν όρθια μια νέα κοπέλα, μελαχρινή και πανέμορφη, με κορμί λυγερό και βλέμμα-φωτιά, μια κοπέλα που δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από τον τολμηρό αυτό νέο που ήθελε να τα βάλει με τον Μινώταυρο. Ήταν η Αριάδνη, η κόρη του βασιλιά Μίνωα, την οποία ο πατέρας της υπεραγαπούσε και της είχε φοβερή αδυναμία, μη χαλώντας της ποτέ το χατίρι. Ο θεός Έρωτας έριξε το εύστοχο βέλος και η Αριάδνη ερωτεύθηκε τον νέο απ’ την Αθήνα. Άρχισε αμέσως ν’ ανησυχεί για την τύχη του. Η Αριάδνη άλλωστε ήταν πασίγνωστη για τον ισχυρό της χαρακτήρα και για το πείσμα της, αφού ό,τι έβαζε σαν στόχο κατάφερνε να το κατακτήσει...

Μα και ο Θησέας είχε προσέξει την πανέμορφη κόρη του Μίνωα και κάτι μέσα του, του έλεγε ότι το κορίτσι αυτό δεν ήταν σαν όλα τα άλλα, να, είχε μια χάρη μοναδική, ένα βλέμμα βαθύ και ώριμο, ένα παράστημα μεγαλοπρεπές, που ξεχώριζε... Δεν άργησε λοιπόν κι αυτός να αισθανθεί έλξη για την πριγκίπισσα της Κρήτης, που τον μαγνήτιζε με το μαγικό της βλέμμα... Αχ, να κατάφερνε να νικούσε το τέρας και να έβγαινε έξω θριαμβευτής, πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα!...

Ο φοβερός Μινώταυρος ζούσε μέσα σε ένα βαθύ και τεράστιο χτίσμα, σα μεγάλο σπήλαιο, το λαβύρινθο. Ήταν ένα τρομακτικότατο μέρος, με στενούς διαδρόμους, που σε μπέρδευαν και αμέσως αποπροσανατολιζόσουν, χωρίς πια να μπορείς να βρεις ποτέ ξανά την έξοδο... Δεν ήταν άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι ποτέ και κανένας δεν είχε καταφέρει να βγει από το λαβύρινθο. Όλοι όσοι είχαν μπει εκεί μέσα, άφησαν μια για πάντα τα κόκαλά τους στο κολασμένο εκείνο μέρος... Άλλη μια τρομερή δυσκολία για το βασιλόπουλο της Αθήνας, αφού – εκτός απ’ τον Μινώταυρο – και ο ίδιος ο λαβύρινθος ήταν απροσπέραστο εμπόδιο για κάθε θνητό άνθρωπο έως τότε... Μα, τι να πει κανείς, όλοι ήταν σίγουροι ότι ο Θησέας δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από το μέρος εκείνο...

Όλοι, εκτός από την Αριάδνη! Ήταν μόλις είχαν περάσει ο Θησέας και τα δεκατέσσερα παιδιά την είσοδο του λαβύρινθου, όταν ένα τρυφερό χέρι έπιασε απ’ το μπράτσο τον διάδοχο του αθηναϊκού θρόνου: ήταν το χέρι της ερωτευμένης Αριάδνης, που δεν ήθελε με τίποτα να χαθεί ο Θησέας! Με την ανησυχία στα μάτια της έντονη, φίλησε τον νέο και του ευχήθηκε καλή επιτυχία στην μονομαχία του με το τέρας! Όσο για το πώς θα κατόρθωνε να βρει ύστερα την έξοδο, η Αριάδνη είχε βρει τη λύση: έδωσε στον Θησέα ένα χοντρό κουβάρι, τον περίφημο μίτο, τον οποίο έπρεπε ο νέος – αφού τον δέσει πρώτα κάπου κοντά στην πύλη της εξόδου – να τον ξετυλίγει σιγά-σιγά, έως ότου έφτανε στον θάλαμο του Μινώταυρου. Κατόπιν – κι αν όλα πήγαιναν καλά, βεβαίως! – θα ακολουθούσε το νήμα κι έτσι θα έβρισκε αμέσως την έξοδο προς το φως και τη σωτηρία!

Ο Θησέας ευχαρίστησε, καταγοητευμένος από τη σοφία της, την Αριάδνη και υποσχέθηκε ότι θα νικήσει τον Μινώταυρο και ύστερα θα την πάρει για γυναίκα του, να ζήσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους ευτυχισμένοι στην Αθήνα!... Έτσι, ξεκίνησε μαζί με τα παιδιά για το σημείο όπου τους περίμενε ανυπόμονα ο Μινώταυρος. Καθώς πλησίαζαν, ένα απόκοσμο μουγκρητό ακούστηκε, που αντήχησε φρικτά σ’ όλους τους διαδρόμους! Σου κόβονταν πραγματικά τα πόδια, σαν άκουγες το ουρλιαχτό του Μινώταυρου, που προμήνυε τέλος φρικτό, θάνατο εφιαλτικό, μαρτύριο βασανιστικό... Όμως, ενώ τα παιδιά πια άρχισαν να τα χάνουν, ο Θησέας δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή: το μυαλό του ήταν συνέχεια στην πριγκίπισσα που του έκλεψε την καρδιά. Το μουγκρητό του θηρίου τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να σκοτώσει τον Μινώταυρο, να σώσει την πατρίδα του από αυτή την κατάρα, που χρόνια τώρα την βύθιζε συνεχώς στο πένθος και τον καημό...

Η μεγάλη στιγμή λοιπόν έφτασε: στάθηκαν μπροστά στον Μινώταυρο, ο οποίος σβέλτα και με ευλυγισία – παρά το μεγάλο του βάρος – πετάχτηκε μπροστά τους, πεινασμένος και έτοιμος να τους κατασπαράξει!... Φοβερή όντως η όψη του, σε πανικόβαλλε αμέσως: πανύψηλος, με κορμί γεροδεμένο, μπράτσα μεγάλα και δυνατά, κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου, ο Μινώταυρος ήταν ό,τι πιο εφιαλτικό και τρομακτικό είχαν δει ως τότε στη σύντομη ζωή τους τα παιδιά αυτά!... Ούτε η ίδια η φαντασία δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει τέτοιο ον, βγαλμένο θαρρείς μέσα από τα άδυτα του κάτω κόσμου... Πώς, αλήθεια, να νικήσεις τέτοιο θεριό;...

Γύρω-γύρω από την πίστα όπου ο Μινώταυρος έτρωγε τα θύματά του, ήταν γεμάτο κόκαλα νεανικά, παιδικά... Απόδειξη του εφιάλτη που έζησαν νέοι άνθρωποι στο παρελθόν, πέφτοντας θύματα του πεινασμένου τέρατος, που δεν είχε καθόλου ψυχή, παρά μόνο κακό μέσα του... Ο Θησέας, βλέποντας την τραγική αυτή εικόνα, που σου ράγιζε αμέσως την καρδιά, ορκίστηκε να νικήσει και να εξοντώσει το τέρας αυτό, που αποτελούσε κίνδυνο για την ανθρωπότητα! Να λυτρώσει γενιές και γενιές νέων ανθρώπων, που ειδάλλως θα γίνονταν τροφή του κακού αυτού πλάσματος!...

Έπεσε λοιπόν με μανία πάνω στον Μινώταυρο, που για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε τι πάει να πει κίνδυνος. Μέχρι τότε είχε συνηθίσει τα τρομαγμένα του θύματα, ανήμπορα να κάνουν το οτιδήποτε, να πέφτουν εύκολη λεία εμπρός του και να απολαμβάνει την υπεροχή του απέναντί τους... Τώρα όμως; Μα ποιος ήταν αυτός ο θρασύτατος νέος, που τολμούσε να του επιτεθεί; Λύσσαξε ο Μινώταυρος από την τόλμη του Θησέα και όρμισε να τον κατασπαράξει!

Η πάλη που ακολούθησε μεταξύ του Θησέα και του Μινώταυρου δεν υπάρχουν λόγια να περιγραφεί: ο νέος όχι μόνο δε λύγιζε στα τρομερά χτυπήματα του τέρατος, αλλά αυτά τον ατσάλωναν και τον πείσμωναν ακόμα περισσότερο! Τα παιδιά τριγύρω παρακολουθούσαν παγωμένα το φοβερό θέαμα, μην πιστεύοντας ότι ο Θησέας όχι μόνο τόλμησε να τα βάλει με τον Μινώταυρο, αλλά τον είχε αρπάξει κιόλας από τα κέρατα!... Ο Θησέας κατάφερε και κούρασε τον Μινώταυρο, που έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα, ουρλιάζοντας τόσο δυνατά, που σου κόβονταν κυριολεκτικά τα γόνατα από τον τρόμο!...

Και στο τέλος συνέβη το απίστευτο: το τέρας αποκαμωμένο έχασε την ισορροπία του! Τότε ο νέος άρπαξε την ευκαιρία: έβγαλε από την θήκη του το σπαθί του και – μεμιάς! – πήρε το κεφάλι του Μινώταυρου! Τα παιδιά γύρω νόμιζαν ότι ονειρεύονται! Ο Θησέας τα κατάφερε! Είχε νικήσει τον Μινώταυρο! Πραγματικά απίστευτο!...

Δεν έχασαν λοιπόν καθόλου χρόνο: με το κεφάλι του Μινώταυρου στα χέρια και με την βοήθεια του μίτου της Αριάδνης βρήκαν την έξοδο και βγήκαν από το σκοτεινό εκείνο και απαίσιο μέρος στο φως του ήλιου, στην ελευθερία! Η Αθήνα είχε πια σωθεί! Δεν θα ξανάστελνε τα παιδιά της να τα φάει ο Μινώταυρος! Η ανθρωπότητα είχε λυτρωθεί από έναν δυνάστη!... Ο Μινώταυρος ήταν πια παρελθόν! Και αυτό οφείλονταν αποκλειστικά στον ήρωα γιο του Αιγέα, τον μοναδικό Θησέα!...

Οι φρουροί του Μίνωα τα χρειάστηκαν, βλέποντας το κεφάλι του φοβερού θηρίου! Όχι μόνο δεν αντέδρασαν, παρά πέταξαν κάτω τις ασπίδες και τα όπλα τους και άρχισαν να τρέχουν όπου-όπου πανικόβλητοι! Ώσπου να συνέλθουν, ο Θησέας, με την Αριάδνη στην αγκαλιά του και με τους δεκατέσσερεις νέους και νέες, είχε πια ανέβει στο καράβι και είχε σαλπάρει... Το πλοίο ξανοίγονταν στο πέλαγος, με τους νέους πάνω να γιορτάζουν την μεγάλη τους νίκη!... Όλοι ήταν περήφανοι για τον Θησέα, αυτόν τον μοναδικό ήρωα, μα πιο πολύ απ’ όλους η Αριάδνη...

Η κοπέλα απ’ την Κρήτη έκανε όνειρα για το μέλλον: θα παντρευόταν τον ήρωα αυτό, που ήταν σίγουρα ο δυνατότερος και τολμηρότερος που υπήρχε εκείνη την ώρα στον κόσμο, θα γίνονταν βασίλισσα στο πλάι του και θα ζούσε τρισευτυχισμένη όλα τα χρόνια που της απέμεναν!... Τι όμορφη που ήταν στ’ αλήθεια η ζωή!... Η Αριάδνη είχε αγγίξει την τέλεια ευτυχία!... Απομακρύνθηκε λοιπόν από τους υπόλοιπους και πήγε να κοιτάζει την θάλασσα και τον ορίζοντα, με τον ήλιο που έδυε στον κόκκινο ουρανό...

Φρούδες όμως οι ελπίδες της... Εκεί που καθόταν αμέριμνη και αγνάντευε το πέλαγος, να ξαφνικά μπροστά της εμφανίζεται ο θεός Διόνυσος! Την είχε ερωτευτεί και θέλησε να την κάνει δικιά του! Το μελαχρινό της πρόσωπο, το ωραίο κορμί της, το αρχοντικό της παράστημα ξετρέλαναν ακόμη και αυτόν τον θεό. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία, τώρα που η κοπέλα ήταν εντελώς μόνη, να την κλέψει!... Έτσι κι έγινε... Μάταια έψαχνε ο Θησέας να τη βρει... Στο τέλος κατάλαβε ότι η αγάπη του είχε χαθεί για πάντα, ότι αυτό ήταν το θέλημα των θεών... Σοφός νέος αυτός, κατάλαβε ότι δεν είχε κανένα νόημα πια να επιμένει. Η Αριάδνη θα ζούσε μόνο στα όνειρά του, όνειρα μαγικά και απραγματοποίητα συνάμα...

Δεν είχε παιχτεί όμως η τελευταία πράξη της τραγωδίας... Ο Αιγέας, ανεβασμένος σε έναν ψηλό βράχο, περίμενε το καράβι, που ώρα ήταν πια να καταφτάσει. Αγωνία μέσα στην ψυχή του Αθηναίου βασιλιά: τι χρώμα θα είχαν άραγε τα πανιά του πλοίου; Θα ήταν άσπρα, απόδειξη ότι ο Θησέας τα είχε καταφέρει ή μαύρα, δείγμα ότι ο μονάκριβος γιος του δεν υπήρχε πια;... Ω, τι απογοήτευση! Να το καράβι, ξεπρόβαλε από μακριά, μα με πανιά κατάμαυρα!... Δεν ζούσε λοιπόν πια ο γιος του, ο Θησέας... Ω, θεοί, δεν είχε πια νόημα κανένα η ζωή!... Σε λίγο ο Αιγέας είχε πια βυθιστεί μέσα στο πέλαγος, που έκτοτε φέρει το όνομά του, Αιγαίο πέλαγος...

Έτσι άδοξα χάθηκε ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας. Τι είχε συμβεί; Ο Θησέας, μες στη χαρά από την ανεπανάληπτη νίκη του στην Κρήτη, είχε ξεχάσει να αντικαταστήσει τα πανιά του πλοίου! Είχε λοιπόν γυρίσει πίσω με τα πανιά του πένθους...

Ο Θησέας βασίλεψε στην Αθήνα χρόνια πολλά, κυβερνώντας με σύνεση. Μα πάντοτε στο μυαλό και την καρδιά του είχε την ευγενική μορφή της κόρης που καταγόταν από την Κρήτη. Σε αυτή οφείλονταν κατά το ήμισυ η μεγάλη του επιτυχία επί του Μινώταυρου... Ποτέ δεν ξέχασε την Αριάδνη ο Θησέας! Και πάντοτε την τιμούσε, έως τα βαθιά του γεράματα...


87 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page