Σεπτέμβριος 2015
Του Ησαΐα Κωνσταντινίδη
Το όνομα του Αλέξανδρου Νιέφσκι σημαίνει για τη ρωσική εθνική συνείδηση τον υπερασπιστή και σωτήρα της πατρίδας αλλά και της πίστης. Άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, αλλά και μερικών ακόμη αυτοκέφαλων Εκκλησιών του σλαβικού κόσμου, ο Αλέξανδρος Γιαροσλάβιτς Νιέφσκι συνέδεσε το όνομά του με τα μεγαλύτερα κατορθώματα του ρωσικού λαού στη διάρκεια του ταραγμένου 13ου αιώνα. Κατάφερε να απωθήσει από τη ρωσική γη τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της χώρας (Σουηδούς, Γερμανούς και Μογγόλους), αφυπνίζοντας το εθνικό αίσθημα των Ρώσων. Αν η σημερινή Ρωσία είναι σλαβική και ορθόδοξη, αυτό οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον Αλέξανδρο Νιέφσκι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα υπήρχε στη θέση της Ρωσίας σήμερα, αν τις κρίσιμες εκείνες ώρες δεν είχε κάνει την εμφάνισή της αυτή η μεγάλη μορφή της ρωσικής χριστιανοσύνης...
Ο 13ος αιώνας βρήκε τη Ρωσία να ασφυκτιά γεωπολιτικά. Από όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις η «ιερή γη των Ρως» απειλείτο από επικίνδυνες εχθρικές δυνάμεις. Ανατολικά είχε αναδυθεί η μάστιγα των Μογγόλων, οι οποίοι είχαν ως βασικό τους στόχο την κατάκτηση όλης της ευρασιατικής ηπείρου και κατέκαιγαν συνεχώς τις ρωσικές επαρχίες. Από την πλευρά της δύσης εμφανίστηκαν νέοι εχθροί, όπως οι Σουηδοί και οι Λιθουανοί, αλλά κυρίως οι Γερμανοί της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που εποφθαλμιούσαν και αυτοί τα πλούσια εδάφη των Ρώσων. Η κεντρική γεωγραφική θέση της Ρωσίας την καθιστούσε εξαιρετικά περιζήτητη για κάθε φιλόδοξο κατακτητή, αλλά και ιδιαίτερα ευάλωτη στις ξένες επιβουλές.
Τα μεγάλα δεινά του ρωσικού έθνους άρχισαν με την αύξηση της ισχύος των Μογγόλων. Οι τελευταίοι, αφού πρώτα σταθεροποίησαν τις κατακτήσεις τους στην Άπω Ανατολή σε βάρος βασικά της Κίνας, στράφηκαν και προς δυσμάς, όπου βρισκόταν το κράτος των Ρως. Με επικεφαλής τον σκληρό Μπατού χαν, άρχοντα της Χρυσής Ορδής (δηλαδή των μογγολικών φύλων που επέδραμαν εναντίον της Ρωσίας και της Ευρώπης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα), εισέβαλαν στα ρωσικά εδάφη και έδειξαν αμέσως το βάρβαρό τους πρόσωπο. Πόλεις και χωριά πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν, ενώ χιλιάδες άνδρες αλλά και γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν. Οι ταταρομογγολικές ορδές έφθασαν στα πρόθυρα του Νοβγκόροντ, της πόλης όπου χτυπούσε η καρδιά της «Αγίας Ρωσίας».
Οι επιδρομές των Ταταρομογγόλων είχαν ως αποτέλεσμα να ερημώσει κυριολεκτικά το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εδαφών. Οι εισβολείς κατέκτησαν τις στέπες δίπλα στους ποταμούς Δνείπερο και Βόλγα, καθώς και τα Ουράλια όρη μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία θάλασσα και κατέστησαν πρωτεύουσά τους την πόλη Σαράι κοντά στον ποταμό Βόλγα. Οι Ρώσοι πρίγκιπες έγιναν υποτελείς και εξαρτώντο από την εύνοιά του, ενώ ο ρωσικός λαός υποχρεώθηκε να καταβάλλει βαρύτατους φόρους στον νέο ηγεμόνα. Η υποδούλωση των Ρώσων στον απολίτιστο εισβολέα της Ανατολής και ο ραγιαδισμός που επακολούθησε τραυμάτισαν βαθύτατα το ρωσικό εθνικό αίσθημα και εξάντλησαν τις ψυχικές δυνάμεις του ρωσικού λαού. Η εισβολή των Ταταρομογγόλων προκάλεσε μία ακόμη αρνητική συνέπεια: τη διακοπή της περίφημης εμπορικής οδού Βαράγγων-Ελλήνων, που έως τότε έφερνε μεγάλο πλούτο στους Ρώσους. Μαζί με την οδό του Βόλγα, η οδός Βαράγγων- Ελλήνων (Κωνσταντινούπολη, Εύξεινος Πόντος, Κριμαία, Κίεβο, ποτ. Δνείπερος, Νοβγκόροντ, Φινικός κόλπος) αποτελούσε τον βασικο δίαυλο εμπορικής δραστηριότητας των Ρώσων με τους Βυζαντινούς κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, εξασφαλίζοντας αμοιβαίο όφελος σε Σλάβους και Έλληνες, ωστόσο διακόπηκε απότομα λόγω της κατάκτησης της κρίσιμης περιοχής από τους Ταταρομογγόλους.
Τη δυσχερή θέση των Ρώσων προσπάθησαν τότε να εκμεταλλευτούν οι γειτονικοί τους λαοί. Οι Σουηδοί, οι Γερμανοί και οι Λιθουανοί άρχισαν εκ νέου, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, τις επιθέσεις κατά των Ρώσων, αντιλαμβανόμενοι ότι τους παρουσιαζόταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για επέκταση των συνόρων τους σε βάρος των παραδοσιακών τους τοπικών αντιπάλων. Οι επιθετικές ενέργειες αυτών των λαών αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερο ηρωισμό από τους Ρώσους που είχαν απομείνει ελεύθεροι, με επικεφαλής των αμυντικών τους πολέμων μερικούς από τους πιο εμπνευσμένους πρίγκιπές τους.
Αυτές οι εξελίξεις έθεσαν το ρωσικό έθνος στο κρισιμότερο ίσως σταυροδρόμι της ιστορικής του πορείας. Ήταν σαφές ότι κρινόταν όχι απλά η εθνική τους ευρωστία, αλλά η ίδια τους η ύπαρξη ως ανεξάρτητου λαού. Τότε, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, είχαν ανάγκη από μια στιβαρή ηγεσία, η οποία θα ενίσχυε την αυτοεκτίμησή τους και θα οδηγούσε σε εθνική ανάταση, από ένα ηγήτορα που θα ένωνε τους απανταχού Ρώσους και θα έσωζε την μητέρα-πατρίδα Ρωσία.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΙΕΦΣΚΙ
Οι απόψεις σχετικά με την ακριβή ημερομηνία γέννησης του Αλεξάνδρου Νιέφσκι διίστανται. Η κυρίαρχη εκδοχή υποστηρίζει ότι γεννήθηκε στις 30 Μαΐου 1220, αν και έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι γεννήθηκε το 1221. Τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Βσεβολόντοβιτς, του μετέπειτα μεγάλου πρίγκιπα του Βλαντίμιρ, ήλθε στη ζωή στο Περεσλάβλ, που εκείνη την περίοδο αποτελούσε κέντρο των γαιών στις οποίες ηγεμόνευε ο πατέρας του. Ο παππούς του, Βσεβόλοντ Γιουρίεβιτς Γ΄, γνωστός και με το προσωνύμιο «Μεγάλη Φωλιά», εγκαθίδρυσε μια δυναστεία η οποία διαδραμάτισε ηγεμονικό ρόλο στη Ρωσία επί σειρά αιώνων.
Ο Γιαροσλάβ Βσεβολόντοβιτς έδωσε πολλές μάχες έως ότου κυριαρχήσει. Πολέμησε τόσο με εξωτερικούς εχθρούς, τους Λιθουανούς, όσο και με τα ίδια του τα αδέλφια, σε μια ενδοοικογενειακή έριδα στην οποία αναδείχθηκε απόλυτος νικητής. Ο πολεμοχαρής Γιαροσλάβ ανακήρυξε τον Αλέξανδρο «πολεμιστή-ιππότη», με ειδική τελετή που πραγματοποίησε όταν ο γιος του ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Το 1230, ο Αλέξανδρος και ο κατά ένα έτος μεγαλύτερος αδελφός του Θεόδωρος έγιναν πρίγκιπες της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νοβγκόροντ, όταν οι κάτοικοι της ιστορικής περιοχής αποφάσισαν να αποκτήσουν και πάλι δικούς τους ηγεμόνες. Ο Θεόδωρος όμως ασθένησε βαριά και απεβίωσε σε ηλικία μόλις 13 ετών, με αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος να απομείνει ο μοναδικός πρίγκιπας του Νοβγκόροντ.
Το 1236 ο Γιαροσλάβ ανακηρύχθηκε πρίγκιπας του Κιέβου και έτσι ο Αλέξανδρος, σε πολύ μικρή ηλικία, απέκτησε ακόμη περισσότερη εξουσία στο Νοβγκόροντ. Το επόμενο έτος ξεκίνησαν οι πρώτες δυναμικές επιδρομές των Ταταρομογγόλων εναντίον των Ρώσων που ζούσαν στις βορειοανατολικές επαρχίες της χώρας. Οι βαρβαρικές επιθέσεις κορυφώθηκαν το 1238, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αλλάξουν πολλά τόσο στην καθημερινότητα των Ρώσων όσο και στη διοικητική δομή της χώρας. Η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των βαρβάρων όταν ο ρωσικός στρατός ηττήθηκε από τους Ταταρομογγόλους στη μάχη του ποταμού Σιτ (4 Μαρτίου 1238). Η ήττα αυτή, στην οποία σκοτώθηκε ο μεγάλος πρίγκιπας του Βλαντίμιρ και μεγαλύτερος αδελφός του Γιαροσλάβ, Γιούρι Βσεβολόντοβιτς Β΄, αποδείχθηκε κομβικής σημασίας για τη μετέπειτα επικράτηση των Ταταρομογγόλων επί των ρωσικών εδαφών. Διάδοχος του φονευθέντος αδελφού του, ως μεγάλος πρίγκιπας του Βλαντίμιρ, ανακηρύχθηκε ο Γιαροσλάβ.
Η κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής επικράτειας από τους Ταταρομογγόλους είχε καταστροφικές συνέπειες για τους Ρώσους. Η Ρωσία έχασε χιλιάδες πολεμιστές, ανάμεσά τους και αρκετούς πρίγκιπες και δούκες, ενώ η πολιτικοστρατιωτική της δομή σχεδόν αποδεκατίστηκε. Αμέτρητα γυναικόπαιδα υπέστησαν την πλέον βάρβαρη αιχμαλωσία και κατέληξαν στα σκλαβοπάζαρα της Άπω Ανατολής. Πόλεις και χωριά της Ρωσίας έπεσαν στα χέρια των απογόνων του Αττίλα και η ζωή στις περιοχές αυτές παρήκμασε.
Παρ’ όλα αυτά, η επικράτεια του Νοβγκόροντ που βρισκόταν υπό την εξουσία του Αλεξάνδρου δεν υπέστη καμία φθορά, αφού οι Ταταρομογγόλοι δεν έφθασαν ποτέ ως εκεί, γεγονός που δεν έχει εξηγηθεί ιστορικά μέχρι σήμερα. Πολλοί θεωρούν ότι επρόκειτο για θαύμα και ότι ο Αλέξανδρος είχε από τότε την εύνοια του Θεού. Υπάρχει όμως και η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος, όταν οι Ταταρομογγόλοι πλησίασαν στην περιοχή του, κατάφερε να πείσει τον επικεφαλής τους να μην εισβάλει στη Δημοκρατία του Νοβγκόροντ, αλλά να οπισθοχωρήσει. Αλήθεια ή όχι, είναι γεγονός ότι την περίοδο που η υπόλοιπη Ρωσία φλεγόταν από τις βαρβαρικές ορδές, το Νοβγκόροντ παρέμενε άθικτο.
Τα δραματικά εκείνα χρόνια για την πατρίδα του, ο νεαρός Αλέξανδρος επιβλήθηκε πλήρως στην περιοχή της δικαιοδοσίας του. Οι κάτοικοι του Νοβγκόροντ τον λάτρευαν και ήδη από τότε που ήταν νέος προσέτρεχαν σε αυτόν ζητώντας τις συμβουλές ή τη βοήθειά του σε διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν. Άλλωστε, ο Αλέξανδρος είχε αποδείξει και τις στρατιωτικές του ικανότητες, απωθώντας μικρές στρατιωτικές δυνάμεις των Λιθουανών που προσπάθησαν να εισβάλουν στην επικράτειά του. Το 1239 ο Αλέξανδρος νυμφεύθηκε την Αλεξάνδρα, κόρη του πρίγκιπα του Πόλατσκ, Βιατσεσλάβ. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στην πόλη Τορόπετς, γενέτειρα της νύφης, στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου. Ωστόσο, το γαμήλιο συμπόσιο, που διήρκεσε συνολικά τρεις ημέρες, πραγματοποιήθηκε στο Νοβγκόροντ. Αμέσως μετά, ο σοφός Αλέξανδρος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή του από τα δυτικά, κτίζοντας κάστρα και δημιουργώντας μια ισχυρή αμυντική γραμμή. Ένας παλαιός εχθρός των Ρώσων, οι Σουηδοί, είχε κάνει εκ νέου την εμφάνισή του.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΒΑ (15 Ιουλίου 1240)
Οι Σουηδοί, παραδοσιακοί ανταγωνιστές των Ρώσων στην ευρύτερη περιοχή του Φινικού κόλπου, ήταν από τους πρώτους που διείδαν στην ταταρομογγολική κατοχή της Ρωσίας μια μοναδική ευκαιρία να εισβάλουν στα εναπομείναντα ρωσικά εδάφη. Οι ελεύθερες ρωσικές επαρχίες της δύσης, με πρώτες και καλύτερες εκείνες του Νοβγκόροντ και του Πσκωφ, δεν θα μπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια των συμπατριωτών τους που ζούσαν ανατολικότερα και νοτιότερα από αυτούς: οι τελευταίοι είτε ήταν απασχολημένοι στην αντιμετώπιση του ταταρομογγολικού κινδύνου, είτε ήταν ήδη υπόδουλοι των βαρβάρων της Άπω Ανατολής. Εξάλλου, από το 1238 ο βασιλιάς των Σουηδών Ερρίκος ΙΑ΄ ο Τραυλός και Κουτσός είχε εξασφαλίσει την άδεια («ευλογία») του πάπα Γρηγορίου ΙΑ΄ προκειμένου να διεξαγάγει σταυροφορία εναντίον των Ρώσων.
Το 1239, Σουηδοί και Γερμανοί πραγματοποίησαν διαπραγματεύσεις με στόχο την ένωσή τους κατά των Ρώσων των δυτικών επαρχιών. Το συμμαχικό τους σχέδιο, το οποίο όμως ουδέποτε υλοποιήθηκε, προέβλεπε την ταυτόχρονη επίθεσή τους εναντίον των Ρώσων, με τα σουηδικά στρατεύματα να εισβάλλουν από τα βόρεια, καταλαμβάνοντας το Νοβγκόροντ, ενώ τα γερμανικά να επιτίθενται από τα νότια, πλήττοντας το Πσκωφ. Την εποχή εκείνη ο Αλέξανδρος Γιαροσλάβιτς είχε μόλις αρχίσει τα οχυρωματικά έργα, προβλέποντας τις βλέψεις Σουηδών και Γερμανών.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1240, οι Σουηδοί αποπειράθηκαν να αιφνιδιάσουν τους Ρώσους: με επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τον πρίγκιπα Μπίργκερ, γαμπρό του Σουηδού μονάρχη, εισέβαλαν στη ρωσική περιοχή της Ίνγκρια. Στόχος τους ήταν να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του ποταμού Νέβα και των όχθων του, για να τον χρησιμοποιήσουν έπειτα ως ορμητήριό τους εναντίον των Ρώσων. Το στράτευμά τους αποτελείτο από επιλεγμένους πολεμιστές – Σουηδούς, Νορβηγούς και Φινλανδούς. Στην πολεμική τους επιχείρηση είχαν προσδώσει τον χαρακτήρα σταυροφορίας των καθολικών κατά των «απίστων» Ρώσων, πείθοντας τους ομόδοξους γείτονές τους ότι η εκστρατεία είχε ιερό χαρακτήρα.
Το στρατηγικό σχέδιο του Μπίργκερ, μετά τον έλεγχο του ποταμού Νέβα, περιελάμβανε την περιοχή της Λαντόγκα. Καταλαμβάνοντας την εν λόγω περιοχή, που είχε ωστόσο προλάβει να οχυρώσει ο Αλέξανδρος, οι Ρώσοι θα έμεναν χωρίς πρόσβαση στους ποταμούς Νέβα και Ιζόρα και, κατά συνέπεια, οποιαδήποτε μετέπειτα αντίστασή τους θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι, οι Σουηδοί θεώρησαν ως κλειδί των μελλοντικών τους φιλοδοξιών τον πλήρη έλεγχο του ποταμού Νέβα και της περιοχής της Λαντόγκα.
Μόλις ο Αλέξανδρος ενημερώθηκε ότι οι Σουηδοί είχαν καταλάβει την Ίνγκρια, κινήθηκε ταχύτατα, κατανοώντας ότι εάν ο εχθρός κατόρθωνε να κυριαρχήσει στον Νέβα και στη Λαντόγκα, θα ήταν πλέον θέμα χρόνου να εισβάλει δυναμικά στο Νοβγκόροντ. Στόχος του Αλεξάνδρου ήταν να προλάβει την επίθεση των Σουηδών στην οχυρωμένη Λαντόγκα. Επομένως, έπρεπε πάση θυσία να τους εμποδίσει να διασχίσουν τον ποταμό Νέβα, όπου είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους με τα μικρά και ευέλικτα πλοία τους. Για την επίτευξη του σχεδίου του, με το οποίο σκόπευε να αιφνιδιάσει πλήρως τον εχθρό, ο Αλέξανδρος έσπευσε χωρίς χρονοτριβή στη Λαντόγκα. Απέναντί του, στις όχθες του Νέβα, οι Σουηδοί είχαν ήδη στρατοπεδεύσει και ετοιμάζονταν να αιφνιδιάσουν οι ίδιοι τους Ρώσους, με ξαφνική τους επίθεση στην πόλη, μη γνωρίζοντας ασφαλώς ότι ο Αλέξανδρος ήταν από καιρό προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τότε έγινε εμφανής η τεράστια αξία των οχυρωματικών έργων που είχε πραγματοποιήσει ο Ρώσος ηγέτης έναν περίπου χρόνο νωρίτερα, αφού σε διαφορετική περίπτωση η απόκρουση του εχθρού θα ήταν εξαιρετικά δυσκολότερη.
Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε έναν ευφυή στρατηγικό σχεδιασμό, χωρίζοντας το στράτευμά του σε τρία διαφορετικά τμήματα. Το κεντρικό και το δυτικό τμήμα αποτελούντο από ιππικό, ενώ το ανατολικό από πεζικό. Σκοπός του Αλεξάνδρου ήταν να επιτεθεί στους Σουηδούς με τους πεζούς, από τα ανατολικά, διότι από αυτή την κατεύθυνση ο εχθρός θα ήταν εντελώς εκτεθειμένος. Τα άλλα δύο τμήματα του στρατού του, το δυτικό και το κεντρικό, αποτελούμενα από ιππικό, θα πραγματοποιούσαν κατά μέτωπο επίθεση, εφόσον και εκ δυσμών παρεμβαλλόταν ως φυσικό όριο ο ποταμός Ιζόρα και, συνεπώς, η διαφυγή των Σουηδών από εκεί θα ήταν αδύνατη.
Ο Αλέξανδρος με το στράτευμά του πραγματοποίησαν την επίθεση εντελώς αιφνιδιαστικά τη νύκτα της 15ης Ιουλίου 1240, λίγο πριν τα μεσάνυκτα. Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καν να επιβιβαστούν στα πλοία τους, που ήταν αγκυροβολημένα στον πλωτό ποταμό Νέβα. Σε εκείνο το σημείο, στη συμβολή των ποταμών Νέβα και Ιζόρα, υπέστησαν απίστευτη συντριβή, με ολοκληρωτικές σχεδόν απώλειες, αφού ελάχιστοι ήταν οι Σουηδοί πολεμιστές που πρόλαβαν να επιβιβαστούν στα πλοία και να διασωθούν από τον όλεθρο. Όλα σχεδόν τα σουηδικά σκάφη παραδόθηκαν στις φλόγες και οι Ρώσοι κατέλαβαν άνετα την ευρύτερη περιοχή.
Ο θρίαμβος του Αλεξάνδρου στη μάχη του Νέβα τού χάρισε το προσωνύμιο Νιέφσκι, δηλαδή «του Νέβα». Έμεινε έκτοτε γνωστός ως Αλέξανδρος Νιέφσκι, και δικαιολογημένα, αφού η νίκη του στον Νέβα ήταν κομβικής σημασίας για το μέλλον της περιοχής του Νοβγκόροντ, όπως και ολόκληρης της Ρωσίας. Ήταν πλέον βέβαιο πως το γόητρο των Σουηδών είχε δεχθεί βαρύτατο πλήγμα, η ανάκαμψη από το οποίο θα απαιτούσε πολλά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο, το βορειοδυτικό μέτωπο έκλεινε οριστικά για τους Ρώσους, αφού ενδεχόμενη νέα εκστρατεία των Σουηδών εναντίον τους ήταν απίθανη.
Ωστόσο, αμέσως μετά τη μεγαλειώδη νίκη του επί των Σοηδών στη μάχη του Νέβα, ο Αλέξανδρος καθαιρέθηκε από πρίγκιπας του Νοβγκόροντ! Ο θριαμβευτής της μάχης αναγκάστηκε να καταφύγει στην ιδιαίτερή του πατρίδα, και να ιδιωτεύσει σε μια ιδιότυπη «εξορία», ψαρεύοντας στις λίμνες της περιοχής... Αυτή η φαινομενικά ανεξήγητη απόφαση ελήφθη από τους βογιάρους του Νοβγκόροντ, δηλαδή την παραδοσιακή αριστοκρατία η οποία στην πραγματικότητα διοικούσε την περιοχή. Ο Αλέξανδρος, ως πρίγκιπας, είχε κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες, όμως πολιτικά εξαρτάτο από τους βογιάρους. Οι τελευταίοι, βλέποντας ότι ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει πλέον ακόμη μεγαλύτερη δημοτικότητα, αποφάσισαν να τον απαλλάξουν από το αξίωμά του τον Νοέμβριο του 1240. Ο λαός του Νοβγκόροντ, όμως, έμεινε πάντα στο πλευρό του και περίμενε την επιστροφή του.
Η «ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΩΝ» (5 Απριλίου 1242)
Αν και εξαιρετικά νεαρός, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι βρισκόταν σε μια πρόωρη «αποστρατεία». Μετά την καθαίρεσή του από το αξίωμα του πρίγκιπα του Νοβγκόροντ, περιορίστηκε σε μια ήσυχη ζωή στην επαρχία της γενέτειράς του Περεσλάβλ, μαζί με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα και μερικούς πολύ στενούς του φίλους. Οι έντονες εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος έμοιαζαν πια μακρινές αναμνήσεις.
Την ηρεμία αυτή του Αλεξάνδρου και της οικογένειάς του ήλθε πολύ σύντομα να ταράξει η εκδήλωση της επιθετικότητας των Τευτόνων ιπποτών της Λιβονίας. Οι Γερμανοί Τεύτονες είχαν εγκατασταθεί εκεί πριν από χρόνια, καταλαμβάνοντας την περιοχή της Λιβονίας (που απαρτίζεται από εδάφη της Εσθονίας και της Λετονίας). Φυσικά, απώτερος σκοπός τους ήταν η εισβολή στις ρωσικές επαρχίες και η εξόντωση των «αιρετικών» Ρώσων μέσω μιας σταυροφορίας την οποία είχε ήδη «ευλογήσει» ο πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ από το 1237. Οι Γερμανοί πίστευαν ότι ο πάπας είχε δώσει την άδεια να εξαφανίσουν ο,τιδήποτε ρωσικό στην περιοχή. Η θρησκευτική αυτή ώθηση ευνοούσε τα πάγια γερμανικά συμφέροντα, που αποκρυσταλλώνονταν στην επέκταση της Γερμανίας προς ανατολάς, στην ευρασιατική ενδοχώρα, μέσω του σταθερού γεωπολιτικού δόγματος της «επέκτασης προς ανατολάς» («drang nach osten»).
Ήδη από το καλοκαίρι κιόλας του 1240, την εποχή περίπου του θριάμβου του Αλεξάνδρου στον ποταμό Νέβα, οι Γερμανοί άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα για να εισβάλουν στη ρωσική επικράτεια. Στρατολόγησαν τους καλύτερους πολεμιστές από όλα τα γερμανογενή φύλα, αφού εκτός από τους ίδιους τους Γερμανούς στο στράτευμα συμμετείχαν και Δανοί, καθώς και άλλες συγγενικές φυλές του ευρωπαϊκού βορρά. Μάλιστα, μαζί τους συντάχθηκαν και Ρώσοι προδότες, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι από τους ομοεθνείς τους ή είχαν πολιτικές φιλοδοξίες και οικονομικά συμφέροντα.
Η ειρωνεία της μοίρας είναι ότι η γερμανική επίθεση κατά των Ρώσων ξεκίνησε ακριβώς τις ημέρες κατά τις οποίες ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Νοβγκόροντ. Εξαπολύοντας πλήρη επίθεση, οι Τεύτονες ιππότες άρχισαν να καταλαμβάνουν τη μία μετά την άλλη τις ρωσικές πόλεις και τα χωριά, πυρπολώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Ό,τι συνέβαινε στην ανατολική Ρωσία με τους Ταταρομογγόλους, το ίδιο έκαναν από την αντίθετη πλευρά του ορίζοντα οι Γερμανοί, σφάζοντας και βιάζοντας τον ρωσικό πληθυσμό. Η χώρα έμοιαζε να βρίσκεται στο έλεος μιας εχθρικής μέγγενης η οποία έκλεινε και από τις δύο πλευρές: Μογγόλοι και Γερμανοί την απειλούσαν θανάσιμα.
Πριν τα τέλη του 1240, οι Γερμανοί εισέβαλαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη του Πσκωφ. Σκότωσαν χιλιάδες αμάχους και κρέμασαν όλους τους επιφανείς κατοίκους της πόλης. Οι βαρβαρότητες στις οποίες προέβη ο εχθρός μεταφέρθηκαν με αγγελιοφόρους και στο Νοβγκόροντ, που πλέον ήταν ο επόμενος στόχος των Γερμανών εισβολέων. Οι κάτοικοι της πόλης θορυβήθηκαν και ο λαός άρχισε και πάλι να αναζητεί τον Αλέξανδρο Νιέφσκι προκειμένου να ηγηθεί ενός νέου αμυντικού πολέμου κατά του εισβολέα.
Έχοντας πια καταλάβει το Πσκωφ, οι Γερμανοί άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές, φθάνοντας μέχρι τα περίχωρα του Νοβγκόροντ. Τότε, δεχόμενοι έντονες πιέσεις από τον απλό λαό, οι άρχοντες της περιοχής αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τον Αλέξανδρο. Μάλιστα, για να πειστεί να επιστρέψει το συντομότερο δυνατό, οι βογιάροι της πόλης επιστράτευσαν τον ίδιο τον μητροπολίτη του Νοβγκόροντ να τον παρακαλέσει, αλλά και τον πατέρα του Γιαροσλάβ, τον μεγάλο πρίγκιπα του Βλαντίμιρ, ο οποίος διεμήνυσε στον γιο του ότι οι Γερμανοί αποτελούν κίνδυνο όχι μόνο για το Νοβγκόροντ, αλλά και για ολόκληρη τη Ρωσία.
Έτσι, μισό περίπου χρόνο μετά την αποχώρησή του, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο Νοβγκόροντ, με τον λαό να τον αποθεώνει, την άνοιξη του 1241. Ο νεαρός ηγέτης κήρυξε απελευθερωτική εκστρατεία κατά των Γερμανών και άρχισε να συγκεντρώνει πολεμιστές από όλες τις πόλεις και τα χωριά της περιοχής. Ο πρώτος του στόχος ήταν να απωθήσει τους Γερμανούς από τις γύρω περιοχές, αφού πια ο κλοιός που είχαν δημιουργήσει γύρω από το Νοβγκόροντ ήταν ασφυκτικός. Επόμενος στόχος ήταν η απελευθέρωση του Πσκωφ και η καταδίωξη των Γερμανών από τα ρωσικά εδάφη.
Ο Αλέξανδρος όμως είχε πρώτα να αντιμετωπίσει μια επείγουσα εκκρεμότητα. Επιθυμώντας να είναι απολύτως σίγουρος ότι δεν κινδύνευε από ανατολικά, δηλαδή από τους Ταταρομογγόλους, ήλθε σε επαφή μαζί τους και κατάφερε να εξασφαλίσει μια άτυπη συμμαχία. Το γεγονός αυτό, αν και αρχικά ξενίζει, έχει την ιστορική του εξήγηση. Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι συμμάχησε με τους φανατικούς εχθρούς των Ρώσων για τρεις σοβαρούς λόγους: πρώτον, επειδή γνώριζε καλά πως, έχοντας ήδη ανοικτά άλλα δύο μέτωπα (Σουηδούς και Γερμανούς), δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα και τους Ταταρομογγόλους. Εξάλλου, την περίοδο εκείνη οι τελευταίοι φαίνονταν σχεδόν ανίκητοι, έχοντας φθάσει μέχρι και τις πύλες της Βιέννης. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να τους νικήσει ο ίδιος, επικεφαλής απλώς ενός μικρού βασιλείου;
Ένας δεύτερος λόγος ήταν η πεποίθησή του πως οι καθολικοί συνιστούσαν για τους Ρώσους (και γενικά τους ορθοδόξους) μεγαλύτερη απειλή απ’ ό,τι οι Ταταρομογγόλοι. Οι βάρβαροι της Ανατολής ενδιαφέρονταν μόνο για πολιτική και οικονομική εξουσία έναντι των υποτελών τους και δεν αντιπροσώπευαν τον κίνδυνο αλλοίωσης της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, τον οποίο σαφέστατα εξέφραζαν οι καθολικοί. Άλλωστε, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1204, οι καθολικοί σταυροφόροι είχαν αλώσει την ορθόδοξη Κωνσταντινούπολη.
Τέλος, η ύπαρξη των βαρβάρων Ταταρομογγόλων νότια και ανατολικά της Ρωσίας αποτελούσαν για την παραδοσιακή ρωσική αριστοκρατία (τους βογιάρους) ένα διαρκές φόβητρο που θα τους απέτρεπε στο μέλλον να τον καθαιρέσουν εκ νέου από το αξίωμά του. Αλλά και ο απλός λαός, γνωρίζοντας ότι ελλοχεύει η ταταρομογγολική απειλή, δεν θα απαιτούσε από τον ίδιο ριζικές μεταρρυθμίσεις. Και, ασφαλώς, οι Ταταρομογγόλοι, εφόσον ο Αλέξανδρος κατέβαλλε τακτικά τους φόρους του, δεν θα είχαν κανένα λόγο να στραφούν εναντίον του.
Έκτοτε, οι εξελίξεις είχαν ως επίκεντρο τις λίμνες Πέιπους (Τσουντσκόε) και Πσκωφσκόε, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός στενού «πορθμού» (πρόκειται ουσιαστικά για μία λίμνη, χωρισμένη σε δύο μέρη, που επικοινωνούν μεταξύ τους ως συγκοινωνούντα δοχεία). Εκτός από το Πσκωφ, στα χέρια του εχθρού είχε πέσει και μια άλλη σημαντική ρωσική πόλη, το Κοπόριε. Και οι δύο αυτές πόλεις χρησίμευαν στους Γερμανούς ως ορμητήρια εναντίον του Νοβγκόροντ. Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι κατανοούσε ότι δεν είχε τις αναγκαίες δυνάμεις ώστε να αντιμετωπίσει τον εχθρό ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα. Επέλεξε λοιπόν να επιτεθεί πρώτα στο Κοπόριε, βόρεια του Πσκωφ, να το ανακαταλάβει και να ανοίξει έτσι τον δρόμο προς τον νότο.
Έτσι, το 1241 ο Αλέξανδρος και το στράτευμά του επικεντρώθηκαν στην απελευθέρωση του Κοπόριε. Ύστερα από πολλές μάχες, στις οποίες χάθηκαν πολλοί πολεμιστές και από τις δύο πλευρές, τελικά οι Ρώσοι εισήλθαν ως απελευθερωτές στην πόλη. Ήταν η πρώτη ρωσική νίκη επί των Γερμανών μετά από καιρό, κάτι που προκάλεσε την έντονη ανησυχία των ιθυνόντων του εχθρού. Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι επέστρεψε στο Νοβγκόροντ θριαμβευτής και αμέσως ξεκίνησε την προετοιμασία για την εκστρατεία απελευθέρωσης του Πσκωφ.
Μετά από συγκρούσεις, θυσίες και αιματοχυσίες, οι Ρώσοι έφθασαν επιτέλους στα πρόθυρα του Πσκωφ τον Μάρτιο του 1242. Ήταν φανερό ότι υπό την ηγεσία του Αλεξάνδρου οι ρωσικές δυνάμεις είχαν ανανεωθεί και εμψυχωθεί. Όμως τα πράγματα είχαν ήδη δρομολογηθεί και οι Γερμανοί ήταν σχεδόν αδύνατο να ανασυγκροτηθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι το Πσκωφ έπεσε επίσης στα χέρια των Ρώσων και οι χαρμόσυνες καμπάνες ήχησαν και πάλι στη μαρτυρική πόλη. Οι Γερμανοί, έχοντας χάσει μερικούς από τους καλύτερους πολεμιστές τους, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους πίσω στη Λιβονία, στα όρια της ξακουστής τον καιρό εκείνο Επισκοπής του Ντόρπατ, με στόχο την πλήρη ανασυγκρότηση του στρατεύματός τους και την εξαπόλυση μαζικής επίθεσης για την οριστική συντριβή των Ρώσων.
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι, πληροφορούμενος τις κινήσεις του εχθρού αντιλήφθηκε ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να κατανικήσει το σιδηρόφρακτο ιππικό των Γερμανών, οι οποίοι είχαν μάλιστα ενισχυθεί με ακόμη περισσότερους Δανούς αλλά και Εσθονούς συμμάχους τους. Επικεφαλής του γερμανικού στρατού τέθηκε τότε ο ικανότατος και θεωρούμενος ως αήττητος Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν, που υποσχέθηκε στους καθολικούς ιερωμένους που τον ακολουθούσαν ότι σύντομα θα συνέτριβε οριστικά τους Ρώσους και θα παρέδιδε τη ρωσική γη στην καθολική Εκκλησία.
Λίγες ημέρες πριν πραγματοποιηθεί η τελική σύγκρουση, οι Γερμανοί σημείωσαν μια μεγάλη επιτυχία: περικύκλωσαν και κατέστρεψαν το ανιχνευτικό απόσπασμα του Ντόμας Τβερντισλάβοβιτς, ο οποίος ήταν από τους στενότερους συνεργάτες και αγαπητός φίλος του ίδιου του Αλεξάνδρου. Ο Τβερντισλάβοβιτς μάλιστα έχασε τη ζωή του, μαζί με όλους τους άνδρες του. Από τη στιγμή εκείνη και ύστερα οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν.
Ο Αλέξανδρος, γνωρίζοντας ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να νικήσει τον εχθρό σε μια κατά μέτωπο επίθεση, εφάρμοσε ένα τέχνασμα, χωρίζοντας το στράτευμά του σε τρία μέρη. Μια ομάδα του κεντρικού τμήματος, που ήταν και το πολυπληθέστερο, θα προπορευόταν προκειμένου να παρασύρει τους Γερμανούς στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης Πέιπους. Με τον τρόπο αυτόν, ο εχθρός θα αποδυναμωνόταν, αφού τα άλογά του θα γλιστρούσαν συνέχεια και δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν γρήγορους ελιγμούς. Παράλληλα, δύο ακόμη τμήματα των Ρώσων, ένα από τα δεξιά και ένα από τα αριστερά, θα διεμβόλιζαν τους Γερμανούς και από τις δύο πλευρές, προκαλώντας τους τις μέγιστες δυνατές απώλειες.
Η ευφυέστατη αυτή τακτική του Αλεξάνδρου Νιέφσκι είχε εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ήταν 5 Απριλίου 1242, όταν έλαβε σάρκα και οστά η θρυλική για τους Ρώσους Μάχη των Πάγων. Όπως είχε προβλέψει ο Αλέξανδρος, οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν να παρασύρονται από τους αντιπάλους τους στα παγωμένα νερά της λίμνης, ενώ παράλληλα δέχονταν απρόσμενα πλήγματα και από τα δύο τους άκρα, γεγονός που τους αποδεκάτισε. Το χειρότερο όλων ήταν ότι το ισχυρό τους όπλο, το σιδηρόφρακτο ιππικό, είχε πέσει στην παγίδα του Αλεξάνδρου και ήταν αδύνατο να κινηθεί πάνω στην ολισθηρή επιφάνεια της λίμνης.
Προσπαθώντας να αποφύγουν την πλήρη συντριβή από τους Ρώσους, όσοι Γερμανοί είχαν διασωθεί μέχρι τότε βρέθηκαν σε κάποιο σημείο της παγωμένης λίμνης Πέιπους. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο: οι πάγοι της λίμνης δεν άντεξαν το βάρος τόσων ανδρών, των αλόγων τους και του βαρύ οπλισμού τους και άρχισαν να θρυμματίζονται, «καταπίνοντας» στα παγωμένα νερά τους εναπομείναντες πολεμιστές. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, ολόκληρο σχεδόν το γερμανικό στράτευμα, αποτελούμενο από μερικούς εκ των πλέον επίλεκτων Τευτόνων ιπποτών, είχε εξαφανιστεί στα νερά της αδυσώπητης λίμνης Πέιπους.
Η ανείπωτη τραγωδία των Γερμανών στη Μάχη των Πάγων αποτέλεσε έναν ανεπανάληπτο θρίαμβο για τους Ρώσους και για τον αρχιστράτηγο πρίγκιπα Αλέξανδρο Νιέφσκι προσωπικά. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε το μέχρι τότε ακατόρθωτο: απώθησε από τη ρωσική γη επικίνδυνους εχθρούς, όπως οι Γερμανοί και οι Σουηδοί, εξουδετέρωσε τον ταταρομογγολικό κίνδυνο και, κυρίως, ένωσε τους Ρώσους, εμψυχώνοντάς τους και ενισχύοντας την εθνική τους υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ρώσοι τον θεωρούν ως τον άνθρωπο που έδωσε στους Ρώσους την τόσο απαραίτητη εθνική ενότητα. Ο δε κορυφαίος Σοβιετικός εθνολόγος Λιέφ Γκουμιλιώφ θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος Νιέφσκι είναι εκείνος που πρώτος όρισε την εθνική ταυτότητα των Ρώσων, όπως αυτή είναι γνωστή ακόμη και σήμερα.
Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΡΩΣΙΑ (1252-1263)
Μετά την εδραίωσή του, με τις μεγάλες του νίκες έναντι των Σουηδών και των Γερμανών, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι συνέχισε την ανοδική του πορεία στο σύστημα εξουσίας της πατρίδας του. Το 1244 απεβίωσε η μητέρα του Θεοδοσία, και ετάφη δίπλα στον γιο της, μεγαλύτερο κατά έναν χρόνο του Αλεξάνδρου, τον Θεόδωρο. Ήταν μια περίοδος σχετικής ειρήνης για τους Ρώσους, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα μία επίθεση των Λιθουανών το 1245 κατά των ρωσικών εδαφών του Σμολένσκ, που όμως αποκρούστηκε από το στράτευμα του Αλεξάνδρου στη μάχη της λίμνης Ζίζτσα.
Το φθινόπωρο του 1246 ο πατέρας του Αλεξάνδρου, Γιαροσλάβ Β΄, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στη Ρωσία έπειτα από παραμονή πολλών μηνών στην πρωτεύουσα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, το Κορακορούμ, καθ’ οδόν όμως πέθανε. Μυστήριο καλύπτει τις συνθήκες του θανάτου του, με πολλούς να έχουν την υπόνοια ότι δηλητηριάστηκε. Πάντως έκτοτε, οι εξελίξεις που αφορούσαν την επικράτηση του Αλεξάνδρου σε ολόκληρη τη Ρωσία υπήρξαν ραγδαίες.
Στις αρχές του 1247, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ανδρέας, κλήθηκαν στο Κορακορούμ, τη μογγολική πρωτεύουσα, για να συναντήσουν τον μεγάλο χαν Μπατού. Εκεί ορίστηκαν κύριοι ολόκληρης της Ρωσίας, λόγω της ειλικρινούς φιλίας που είχαν δείξει προς την ταταρομογγολική εξουσία. Ο Ανδρέας έλαβε όλα τα ανατολικά πριγκιπάτα, που αποτελούσαν την καρδιά της Ρωσίας με κέντρο το Βλαντίμιρ, ενώ στον Αλέξανδρο παραχωρήθηκαν τα δυτικά πριγκιπάτα, με κέντρο το Κίεβο, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το Νοβγκόροντ που ήδη εξουσίαζε.
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι συνέχιζε να θεωρείται από τους Ταταρομογγόλους ως ο ειλικρινέστερος και στενότερος φίλος τους σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ήδη από το 1241, και τη σύναψη της άτυπης συμμαχίας του μαζί τους, του είχαν πλήρη εμπιστοσύνη, ενώ είχε επίσης αδελφοποιηθεί με τον ίδιο τον γιο και διάδοχο του μεγάλου χαν Μπατού, τον Σαρτάκ. Υπάρχει μάλιστα ο θρύλος (αν και δεν αποδεικνύεται) ότι ο Αλέξανδρος έπεισε αργότερα τον Σαρτάκ να βαπτιστεί χριστιανός. Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι περνούσε μεγάλες περιόδους στο Σαράι, την πρωτεύουσα των Ταταρομογγόλων στη δυτική Ρωσία, ενώ διαμήνυσε στους Ρώσους να μην εξεγείρονται κατά των κατακτητών τους, αλλά αντίθετα να πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους.
Περί το 1251 ο Ανδρέας, ο μεγάλος αδελφός του Αλεξάνδρου και ηγεμόνας της ανατολικής Ρωσίας, άλλαξε στάση έναντι των Ταταρομογγόλων, αμφισβητώντας την εξουσία του μεγάλου χαν και ξεσηκώνοντας τους Ρώσους των περιοχών που εξουσίαζε σε κοινό αγώνα κατά της Χρυσής Ορδής. Τότε ο Αλέξανδρος, που υποπτευόταν ότι πίσω από τις κινήσεις του αδελφού του βρισκόταν ο πάπας της Ρώμης, έσπευσε στον μεγάλο χαν, στον οποίο δήλωσε την αφοσίωσή του και τον έπεισε να του παραχωρήσει και τον θρόνο του Βλαντίμιρ. Κατηγόρησε ακόμη τον Ανδρέα ότι παρακρατούσε μεγάλο μέρος από τους φόρους που συγκέντρωνε εξ ονόματος του μεγάλου χαν και δεν τους απέδιδε στην κεντρική εξουσία του Κορακορούμ. Τελικά ο Μπατού χαν έστειλε τιμωρητικό εκστρατευτικό σώμα εναντίον του Ανδρέα, τον οποίο και συνέτριψε στη μάχη του Περεσλάβλ. Έτσι, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι έγινε κύριος ολόκληρης της Ρωσίας, ενώ ο αδελφός του κατέφυγε κυνηγημένος στη Σουηδία.
Στο μεταξύ, από το 1251 ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει, εξ ονόματος του μεγάλου χαν, να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Νορβηγών, με τους οποίους συμφώνησε ειρήνη. Αργότερα, το 1256, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι καταδίωξε τους Σουηδούς στην περιοχή της σημερινής Φινλανδίας, ενώ το 1259 κατέπνιξε στο αίμα μια εξέγερση που έλαβε χώρα στο Νοβγκόροντ κατά των Ταταρομογγόλων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παντοδυναμίας του, η πολιτική του Αλεξάνδρου ήταν να πείθει τα διάφορα ρωσικά πριγκιπάτα να παραμείνουν υποτελή στον μεγάλο χαν. Άλλωστε, από το 1255, οπότε ο μεγάλος χαν Μπατού πέθανε, την εξουσία είχε αναλάβει ο γιος του Σαρτάκ, αδελφικός φίλος του Νιέφσκι. Στα χρόνια αυτά της απόλυτης κυριαρχίας του στη Ρωσία, ο Αλέξανδρος απέκτησε τα τελευταία του δύο παιδιά από τη σύζυγό του Αλεξάνδρα. Συνολικά απέκτησε πέντε παιδιά: τον Βασίλειο, που γεννήθηκε το 1239, την Ευδοξία, τον Δημήτριο, τον Ανδρέα και τον Δανιήλ (ο τελευταίος γεννήθηκε το 1261).
Λέγεται ότι περί το 1263 ο Αλέξανδρος Νιέφσκι παντρεύτηκε μια γυναίκα ονόματι Βασιλίσα, χωρίς να είναι γνωστό αν απέκτησε μαζί της κάποιο παιδί. Τότε ταξίδεψε ως το Σαράι, για να ζητήσει την επιεική μεταχείριση ορισμένων ρωσικών πριγκιπάτων που δεν επιθυμούσαν πλέον να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας. Επιστρέφοντας από το Σαράι, καθ’ οδόν προς το Βλαντίμιρ, αρρώστησε βαριά και τελικά πέθανε στην πόλη Γκοροντέτς, στις όχθες του ποταμού Βόλγα, στις 14 Νοεμβρίου 1263, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ετάφη με μεγαλειώδεις τιμές στο Βλαντίμιρ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι έμεινε ζωντανός στο συλλογικό υποσυνείδητο του ρωσικού έθνους ως ο σωτήρας του λαού του από την ξένη εισβολή και εκείνος που κατόρθωσε να ενώσει τους Ρώσους. Ακόμη και η συμμαχία του με τους μισητούς Ταταρομογγόλους δικαιολογήθηκε ως απολύτως ρεαλιστική και ουσιαστικά αναπόφευκτη, αφού υπό εκείνες τις συνθήκες ήταν τρομερά δύσκολο να αποτιναχθεί ο βαρβαρικός ζυγός. Μάλιστα, η στάση του έναντι των καθολικών ερμηνεύθηκε ως προάσπιση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης των Ρώσων και γι’ αυτό η Εκκλησία της Ρωσίας τον ανακήρυξε άγιο το 1547. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Νοεμβρίου, αλλά και στις 30 Αυγούστου.
Το 1703 ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του ποταμού Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Στην πόλη αυτή ανέγειρε τη λαύρα (μονή) του αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα ιερά του οστά από το Βλαντίμιρ. Η εν λόγω μονή θεωρείται μέχρι σήμερα ως η σημαντικότερη της πόλης, ενώ φιλοξενεί επίσης το νεκροταφείο των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων της. Το 1725 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο ανδρείας «Αλέξανδρος Νιέφσκι», το οποίο κατήργησε η Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά επανέφερε ο Στάλιν στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά των Γερμανών. Εξάλλου, ο Στάλιν ήταν εκείνος που παρήγγειλε στον μεγάλο Σοβιετικό σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν την κινηματογραφική ταινία «Αλέξανδρος Νιέφσκι», το 1938, ακριβώς για να τονωθεί το εθνικό αίσθημα του λαού του κατά της χιτλερικής απειλής.
Ενδεικτική της μεγάλης αξίας του Αλεξάνδρου Νιέφσκι είναι η ψήφισή του από 50 εκατομμύρια άτομα ως του σπουδαιότερου Ρώσου όλων των εποχών, σε ψηφοφορία της ρωσικής Κρατικής Τηλεόρασης το 2008.
Η ΤΑΙΝΙΑ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΙΕΦΣΚΙ»
Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου και μία από τις κορυφαίες σοβιετικές ταινίες όλων των εποχών. Η υπόθεσή της αφορά τον αγώνα του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Νιέφσκι κατά των Γερμανών Τευτόνων ιπποτών, οι οποίοι εισέβαλαν το 1242 στη Ρωσία, απειλώντας την με ισοπέδωση. Ο Αλέξανδρος, αφού πρώτα κατάφερε να ενώσει τον λαό του κατά του κινδύνου που πλησίαζε, νίκησε τους Γερμανούς, κατατροπώνοντάς τους στη μάχη που έλαβε χώρα στην παγωμένη λίμνη Πέιπους. Ο όλεθρος των Γερμανών έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν, όσοι διασώθηκαν από το πεδίο της μάχης, τελικά εγκλωβίστηκαν κάτω από τους πάγους της λίμνης.
Η ταινία, που σκηνοθέτησε με αριστοτεχνικό τρόπο ο διάσημος Σεργκέι Αϊζενστάιν, είχε ιδιαίτερα συμβολική σημασία. Ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε το 1938, δηλαδή ένα έτος πριν ξεσπάσει ο αιματηρός Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο έντονος συμβολισμός της έγκειται στην υπενθύμιση της παλιάς γερμανικής απειλής, η οποία αναδύθηκε για τη Ρωσία εκ νέου τη δεκαετία του 1930, επτά ολόκληρους αιώνες μετά τη νίκη των προγόνων τους επί του ίδιου εχθρού. Και δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία εστιάζει ακριβώς στον πόλεμο του Αλεξάνδρου Νιέφσκι επί των Γερμανών, ενώ δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στους άλλους εχθρούς του ρωσικού παρελθόντος, όπως π.χ. στους Μογγόλους ή στους Σουηδούς.
Το εξαιρετικό δημιούργημα του Αϊζενστάιν αποδείχθηκε προφητικό, όταν στις 22 Ιουνίου 1941 η χιτλερική Γερμανία πραγματοποίησε ξαφνική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ: όπως προηγουμένως οι Γερμανοί Τεύτονες, έτσι και επτά αιώνες αργότερα οι Γερμανοί ναζί -απόγονοι των πρώτων- επεδίωξαν να κατακτήσουν την πλούσια και αχανή ρωσική ενδοχώρα. Η κατάληξη όμως ήταν η ίδια, δηλαδή η συντριβή τους στο μέτωπο του πολέμου και η τραγική ήττα των Γερμανών.
Λέγεται ότι η ταινία «Αλέξανδρος Νιέφσκι» υπήρξε ειδική παραγγελία του τότε Σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, έτσι ώστε ο ρωσικός λαός να εμψυχωθεί ενώπιον της πιθανής τότε γερμανικής επίθεσης. Η ταινία ενδύθηκε με την εξαιρετική μουσική του Σεργκέι Προκόφιεφ, η οποία ήταν προγενέστερή της. Πρωταγωνιστούσαν ο Νικολάι Τσερκάσοφ στον ρόλο του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, καθώς και ο Νικολάι Οχλόπκοφ, ο Αντρέι Αμπρικόσοφ, η Βέρα Ιβασόβα κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό της διαχρονικής της επιτυχίας, ότι η συγκεκριμένη ταινία υπήρξε η πρώτη του είδους του λεγομένου «επικού κινηματογράφου», αποτελώντας μάλιστα έκτοτε το πρότυπο για κάθε μεταγενέστερο κινηματογραφιστή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Nevill Forbes, Robert Michell, A.A. Shakhmaton, Charles Raymond Beazley: THE CHRONICLE OF NOVGOROD 1016-1471, “BiblioLife”, Charleston, 2009
(2) Nicholas V. Riasanovsky, Mark D. Steinberg: A HISTORY OF RUSSIA, “Oxford University Press”, New York, 2004
(3) Β. Ντανιλιέφσκι: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΙΕΦΣΚΙ, “Gospolitizdat”, Μόσχα, 1943 (στα ρωσικά)
(4) Γκ.Ν. Καρέεφ, Α.Σ. Ποτρεσώφ: ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΣΟΥΝΤΣΚΟΕ, “Molodaya Gvardiya”, Μόσχα, 1976 (στα ρωσικά)
留言